Η επιμονή της κυβέρνησης για τις κρατικές εγγυήσεις προς τις τράπεζες προκαλεί μεγάλα ερωτηματικά.
Από την αρχή της κρίσης του κορονοϊού και σε διάφορους τόνους η κυβέρνηση επαναλάμβανε ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή για στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Χωρίς να παρουσιάσει κανένα υπολογισμό για τις ανάγκες της οικονομίας προχώρησε και ζήτησε από τη Βουλή την έγκριση κρατικών εγγυήσεων ύψους €2δις για ισόποσα δάνεια από τις τράπεζες.
Το νομοσχέδιο διακήρυσσε ότι μ’ αυτό τον τρόπο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) και τα νοικοκυριά θα μπορούν να δανειοδοτηθούν, πλην όμως άφηνε στις τράπεζες χωρίς ουσιαστικό έλεγχο να αποφασίζουν για το ποιοι και πόσα θα δανειοδοτηθούν. Η κυβέρνηση ποτέ δεν απάντησε στο λογικό ερώτημα, γιατί οι ΜμΕ και τα νοικοκυριά που είναι ήδη υπερδανεισμένα (η Κύπρος έχει από τα ψηλότερα ποσοστά ιδιωτικού χρέους στον κόσμο) να προβούν σε δανεισμό στις κρισιακές συνθήκες του κορονοϊού και με αβέβαιο το μέλλον;
Στις εκκλήσεις, αλλά και στις προτάσεις τόσο του ΑΚΕΛ όσο και άλλων κομμάτων για στήριξη και όχι δανειοδότηση των ΜμΕ και των νοικοκυριών, η κυβέρνηση ήταν αρνητική. Αρνητική ήταν επίσης στην πρόταση του ΑΚΕΛ να συσταθεί επιτροπή η οποία να ελέγχει τις αποφάσεις των τραπεζών για τα δάνεια. Είναι προφανές ότι κυβέρνηση και ΔΗΣΥ (γιατί κι αυτός σθεναρά αντιτάχθηκε στην πρόταση) θέλουν τις τράπεζες να λειτουργούν χωρίς κανένα έλεγχο.
Το νομοσχέδιο για τις κρατικές εγγυήσεις δεν προχώρησε, γιατί η κυβέρνηση δεν κατάφερε να πείσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σ’ αυτή τη φάση η κυβέρνηση απεργάζεται τρόπους για να πετύχει πλειοψηφία και να το επαναφέρει.
Παράλληλα, η κυβέρνηση απέρριπτε κατηγορηματικά την πρόταση του ΑΚΕΛ για έκδοση κρατικών ομολόγων με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας. Η κυβέρνηση υποστήριζε ότι αυτό είναι καταστροφικό, γιατί έτσι θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος και θα υποβαθμιστεί το αξιόχρεο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι κυβερνώντες έχουν πολύ επιλεκτική μνήμη. Θυμήθηκαν στην περίπτωση του ομολόγου την αύξηση του δημόσιου χρέους. Δεν είχαν όμως κανένα πρόβλημα να αυξήσουν το δημόσιο χρέος κατά 10%, όταν ξεπουλούσαν το Συνεργατισμό και παρείχαν €2δις εγγύηση στην Ελληνική Τράπεζα για ενδεχόμενες ζημιές.
Από τότε κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι. Εκεί που η κυβέρνηση δεν συμφωνούσε με έκδοση ομολόγου, προχώρησε στην έκδοση όχι ενός αλλά δύο ομολόγων (7ετές και 30ετές) και ενός βραχυπρόθεσμου (52 βδομάδων) γραμματίου. Από αυτές τις κινήσεις άντλησε συνολικά 3 €δις. Μαζί με τα αποθεματικά, που σύμφωνα με την κυβέρνηση ανέρχονται σε €1,7δις τα διαθέσιμα αποθεματικά ανέρχονται σε €4,7δις.
Στην πορεία η κυβέρνηση καθόρισε τις χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους μέχρι το Σεπτέμβριο του 2021. Οι συνολικές ανάγκες στο βασικό σενάριο ανέρχονται σε €3,6δις. Στο ακραίο σενάριο οι ανάγκες ανεβαίνουν στα €5δις.
Τις χρηματοδοτικές ανάγκες η κυβέρνηση τις παρουσιάζει φουσκωμένες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη Βουλή οι λήξεις χρέους για το 2020 και το 2021 παρουσιάζονται αυξημένες κατά €350εκ. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση υποστηρίζει την πρόωρη εξόφληση ομολόγων προς φυσικά πρόσωπα ύψους €300εκ. Είναι ακατανόητο και αντιφατικό η κυβέρνηση να αναζητεί ρευστότητα και την ίδια ώρα να προτίθεται να ξοφλήσει πρόωρα υποχρεώσεις. Το σύνολο του ποσού είναι €650εκ., διόλου ευκαταφρόνητο στις συνθήκες που διάγουμε.
Ακατανόητη είναι και η στάση της κυβέρνησης να μην κάνει καμία αναφορά στις δυνατότητες που υπάρχουν για άντληση ρευστότητας από την ΕΕ. Δεν αναφέρεται στα €400εκ. που μπορεί να αντλήσει από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για τις ΜμΕ, αλλά και σε άλλες πιθανές επιλογές.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση παρουσιάζει από τη μια, αυξημένες τις χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους και από την άλλη, μειωμένα τα περιθώρια άντλησης ρευστότητας για να προβάλει (ξανά) ως μονόδρομο τις εγγυήσεις προς τις τράπεζες, απορρίπτοντας τις όποιες άλλες προτάσεις για στήριξη της οικονομίας. Γιατί το κάνει αυτό, η ίδια πρέπει να δώσει πειστικές απαντήσεις. Δεν μπορεί όμως να μην περνά από το μυαλό κάθε πολίτη που παρακολουθεί τις εξελίξεις ότι κυβέρνηση και ΔΗΣΥ πάντοτε φροντίζουν να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των τραπεζών και του μεγάλου κεφαλαίου και όχι των ΜμΕ και των νοικοκυριών.