Η επικράτηση του κόμματος «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (ΑΚΡ) στις δημοτικές εκλογές υπήρξε, εν πολλοίς, μια αναμενόμενη εξέλιξη. Στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος συνέβαλαν έξι βασικοί παράγοντες.
Πρώτο, ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας που έλαβαν οι αυτοδιοικητικές εκλογές έθεσε υπό αμφισβήτηση την πολιτική επιβίωση του Ταγίπ Ερτογάν, άρα και την διακυβερνητική προοπτική του κυβερνώντος κόμματος, γεγονός που ριζοσπαστικοποίησε και κινητοποίησε την εκλογική βάση της συντηρητικής, μουσουλμανικής παράταξης.
Δεύτερο, η δωδεκαετής παρουσία του ΑΚΡ στην εξουσία επέφερε πρωτόγνωρη οικονομική άνθηση και άνευ προηγουμένου πολιτική σταθερότητα. Η αυξανόμενη ευμάρεια που βιώνουν οι τούρκοι πολίτες, ιδιαίτερα τα μη προνομιούχα στρώματα, κεφαλαιοποιήθηκε πολιτικά στην κάλπη, προς όφελος του κυβερνώντος κόμματος.
Τρίτο, το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΛΚ), αδυνατεί να διαμορφώσει μια εναλλακτική πολιτική πρόταση εξουσίας που θα απευθύνεται σε ψηφοφόρους πέραν της παραδοσιακής εκλογικής του βάσης. Η απαξίωση που διαχρονικά επέδειξε έναντι των Κούρδων και των συντηρητικών – θρησκευόμενων μαζών της Ανατολίας το αποξένωσε, παντελώς, από αυτές τις κατηγορίες ψηφοφόρων. Στις επαρχίες της κεντρικής και ανατολικής Τουρκίας το κόμμα είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτο, με τα ποσοστά του σε τριάντα από τις ογδόντα μία εκλογικές περιφέρειες να κυμαίνονται από 0,5% – 6%. Το μοναδικό κόμμα που διαθέτει κοινωνική και εκλογική επιρροή πανεθνικής εμβέλειας είναι το κυβερνών κόμμα των ισλαμιστών.
Τέταρτο, τα σκάνδαλα διαφθοράς είχαν ελάχιστη επίδραση στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων του ΑΚΡ. Η συντριπτική πλειοψηφία των συντηρητικών – θρησκευόμενων ψηφοφόρων ασπάστηκε την εκδοχή Ερτογάν περί ύπαρξης συνομωσίας που απέβλεπε στην πολιτική του εξόντωση και την πολιτική αποσταθεροποίηση της χώρας.
Πέμπτο, η προσέγγιση της κυβέρνησης με τους Κούρδους δεν διαμόρφωσε συνθήκες εθνικιστικού παροξυσμού μέσα στην τουρκική κοινωνία, γεγονός που επεξηγεί και τα περιορισμένα εκλογικά οφέλη των εθνικιστών του Μπαχτσελί. Αντιθέτως, η πολιτική των ανοιγμάτων προς τους Κούρδους συνέβαλε ώστε το ΑΚΡ να διευρύνει την εκλογική του επιρροή στις κουρδικές περιοχές.
Έκτο, ο έλεγχος των πλείστων ΜΜΕ, εκ μέρους της κυβέρνησης, διασφάλισε δημόσιο χώρο στην πολιτική αφήγηση του κυβερνώντος κόμματος. Το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαίωσε την πολιτική ηγεμονία του Ταγίπ Ερτογάν και του ΑΚΡ και διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για επικράτηση και στις επικείμενες προεδρικές εκλογές του Αυγούστου. Το ποσοστό που υπολείπεται για να αγγίξει το 50% αναμένεται πως θα αντληθεί από τα μικρότερα συντηρητικά και ισλαμικά κόμματα και τη δεξαμενή των κούρδων ψηφοφόρων. Ο Ταγίπ Ερτογάν καλείται να αποφασίσει αν θα παραμείνει στο πολιτικό προσκήνιο διά της κατάληψης της θέσης του Προέδρου ή μέσω μιας τέταρτης πρωθυπουργικής θητείας.
Σε κάθε περίπτωση η διαιώνιση της πολιτικής του εξουσίας θεωρείται διασφαλισμένη. Το εκλογικό αποτέλεσμα απογοήτευσε την αξιωματική αντιπολίτευση η οποία είναι δεδομένο πως θα εισέρθει σε περίοδο βαθιάς εσωστρέφειας. Η αμφισβήτηση του νυν ηγέτη του κόμματος, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, θα εξαρτηθεί από τις προθέσεις των δελφίνων για την προεδρία του κόμματος οι οποίοι ενδεχομένως να επιλέξουν να τον αφήσουν να χρεωθεί όλες τις ήττες του 2014.
Πάντως, ο Μουσταφά Σαριγκιούλ, για παράδειγμα, θεωρεί πως το 40% των ψήφων που εξασφάλισε στην Κωνσταντινούπολη καθώς και η υψηλή δημοσκοπική δημοφιλία που απολαμβάνει σε πανεθνικό επίπεδο, νομιμοποιούν τις αρχηγικές του βλέψεις. Στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό αναμένεται πως το κλίμα όξυνσης θα συντηρηθεί έως τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών, αφού η πόλωση λειτουργεί συσπειρωτικά για την εκλογική βάση των ισλαμιστών, ενώ εκτιμάται πως η εκκαθάριση των Γκιουλενιστών θα λάβει ακόμη πιο μαζικό χαρακτήρα. Θα πρέπει να αναμένονται, ωστόσο, και κινήσεις εκ μέρους της κυβέρνησης οι οποίες θα καθησυχάζουν τους ξένους θεσμικούς επενδυτές και θα εγγυώνται την πολιτική σταθερότητα στην χώρα.
Η εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ και η εντατικοποίηση των προσπαθειών για διευθέτηση του Κουρδικού και του Κυπριακού βρίσκονται στην ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία έχει κάθε συμφέρον να επιδιώκει να καταστεί παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή. Μια τέτοια εξέλιξη θα της προσδώσει οφέλη και πλεονεκτήματα σε πολλαπλά επίπεδα, αφού θα ενισχύσει την αναπτυξιακή δυναμική της τουρκικής οικονομίας, θα αναζωογονήσει την ευρωπαϊκή της προοπτική, θα υποβοηθήσει την ανάδειξη της ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου και θα ισχυροποιήσει τον γεωστρατηγικό της ρόλο τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και στο πλαίσιο των G20.
Ταυτόχρονα, η πολιτική της «εξομάλυνσης» θα επιτρέψει στον Ερτογάν να ανακτήσει την αξιοπιστία και το κύρος του στο διεθνή χώρο. Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα το εκλογικό αποτέλεσμα έτυχε διαφορετικής ανάγνωσης από τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς.
Εν πρώτοις, διέψευσε τις προσδοκίες του Ντερβίς Έρογλου ο οποίος ευελπιστούσε πως μια ουσιαστική αποδυνάμωση του τούρκου πρωθυπουργού θα του παρείχε δυνατότητες υπόσκαψης της διαπραγματευτικής διαδικασίας στο Κυπριακό.
Από την άλλη η τουρκοκυπριακή Αριστερά, παρά το πολιτικό και πολιτισμικό χάσμα που την χωρίζει με τους τούρκους Ισλαμιστές, αντιλαμβάνεται πως η παρουσία Ερτογάν στην εξουσία ενισχύει τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού.
Γράφει: Σώτος Κτωρής