Στην μακρόχρονη πορεία του κυπριακού ζητήματος οι δύο κοινότητες δεν κατάφεραν ποτέ να μοιραστούν κοινούς πολιτικούς οραματισμούς, να οικοδομήσουν κοινές πολιτικές διεκδικήσεις.
Καθ’ όλη την διάρκεια του 20ου αιώνα, οι διεκδικήσεις των δύο κοινοτήτων, ως προς το Κυπριακό, δεν συνέκλιναν ποτέ. Υπήρξαν ανέκαθεν αντιπαραθετικές και αλληλοαναιρούμενες. Αυτή καθεαυτή η γέννηση και η κορύφωση της εθνοτικής διένεξης στην Κύπρο υπήρξε, πρωτίστως, προϊόν της ασυμβατότητας των πολιτικών αντιλήψεων των δύο κοινοτήτων ως προς το ιδεώδες τελικό μέλλον της Κύπρου.
Η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960, δεν συνέβαλε στην ανάδειξη ενός νέου, κοινού πολιτικού αφηγήματος. Οι πολιτικές ελίτ και των δύο κοινοτήτων δεν πίστεψαν ποτέ στην ιδέα του κοινού κυπριακού κράτους, στην διαμόρφωση συνεργειών που να υπερέβαιναν τους εθνοκοινοτικούς διαχωρισμούς. Τουναντίον, παρέμειναν εγκλωβισμένες στα αδιάλλακτα εθνικά τους οράματα.
Ενώ τα τραγικά γεγονότα του 1974 έθεσαν, κατά τρόπο τραυματικό και επώδυνο, τους Ελληνοκυπρίους ενώπιον της αναγκαιότητας εγκατάλειψης των εθνικών τους οραμάτων και του επανακαθορισμού των στρατηγικών τους στόχων, με την υιοθέτηση της ΔΔΟ, η μεγάλη πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων, καθοδηγούμενοι από τον Ραούφ Ντενκτάς, παρέμεινε στρατευμένη στην διαλεκτική της απόσχισης. Πίστεψαν πως η επίτευξη, μιας διχοτομικής επί του εδάφους ρύθμισης και η παρουσία του τουρκικού στρατού εγγυούνταν κατά τρόπο οριστικό και αμετάκλητο την εθνοκοινοτική τους ύπαρξη στο νησί. Επρόκειτο, όπως διαφάνηκε στην εξέλιξη του χρόνου, για πλάνη. Δύο ήταν οι βασικοί παράγοντες που υπέσκαψαν συν το χρόνω, το αξίωμα πως μόνο η διχοτόμηση διασφάλιζε την διαιώνιση της κοινοτικής υπόστασης των Τουρκοκυπρίων.
Πρώτον, η ευημερία που οι Τουρκοκύπριοι απόλαυσαν μετά την εισβολή απεδείχθη πρόσκαιρη. Η αδυναμία οικοδόμησης ενός βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης, σε συνάρτηση με την αποδυνάμωση και εν τέλει την κατάρρευση των δικτύων οικονομικής και πολιτικής πατρωνίας που οικοδομήθηκαν, από τους Ντενκτάς και Έρογλου, στο πλιάτσικο των ελληνοκυπριακών περιουσιών συνέβαλε στην ανάδυση μιας βαθιά συστημικής και οικονομικής κρίσης. Σηματοδότησε, επομένως, την σταδιακή αποδυνάμωση της εθνικιστικής ιδεολογίας και των φορέων έκφρασης της. Δεύτερο, η μεθοδευμένη προσπάθεια να αλλοιωθεί ο πολιτισμικός και δημογραφικός χαρακτήρας του βόρειου μέρους του νησιού διά της συνεχούς μεταφοράς εποίκων από την Τουρκία. Στην εθνικιστική αντίληψη ήταν παντελώς αδιάφορο ποιοι Τούρκοι θα κατοικούσαν στην Κύπρο. Άλλωστε, κατά τον κύριο εκφραστή αυτής της προσέγγισης, τον Ραούφ Ντενκτάς, στην Κύπρο δεν ζούσαν Τουρκοκύπριοι παρά μόνο Τούρκοι, αφού όπως παρατηρούσε το μοναδικό κυπριακό είδος που ευδοκιμούσε στο νησί ήταν το κυπριακό γαϊδούρι…
Αυτή η απαξίωση της κυπριακής διάστασης της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων, ειδικότερα, η αδιαφορία για την δημογραφική ανασφάλεια και την υπαρξιακή αγωνία που η αυξανόμενη παρουσία των εποίκων πυροδοτεί μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, υπέθαλψε την ανάδυση και την σταδιακή ενίσχυση κοινωνικών δυναμικών που αμφισβήτησαν την ιδεολογία της τουρκικότητας των Τουρκοκυπρίων, όπως την όριζε ο Ντενκτάς και οι εθνικιστικοί κύκλοι, δυναμικών, που διεκδικούσαν, εν τέλει, την διακριτή ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων και έναντι της ηγεμονικής παρουσίας της Τουρκίας. Στην αντίληψη των Τουρκοκυπρίων η «Μητέρα Πατρίδα» – Τουρκία μεταβάλλεται σταδιακά από φορέας προάσπισης της τουρκοκυπριακής κοινοτικής υπόστασης σε εν δυνάμει απειλή για την ίδια την ύπαρξη της. Αυτή την συλλογιστική ενστερνίζονται, σήμερα, Τουρκοκύπριοι από όλους τους ιδεολογικούς χώρους οι οποίοι αντικρίζουν με ανησυχία την προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης, του κυβερνώντος ισλαμικού κόμματος, να μεταβάλει το αξιακό και πολιτισμικό υπόβαθρο της κοινότητας.
Το Σήμερα.
Αυτή καθεαυτή η ανάδειξη του Μουσταφά Ακκιντζί εδράστηκε στην έκφραση αυτών των κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών. Ο Ακκιντζί ενσάρκωσε τη συλλογική βούληση των Τουρκοκυπρίων που αγωνιούν για τη διαφύλαξη της ταυτότητας τους έναντι των απειλών που διαμορφώνει η διαιώνιση του ισχύοντος στάτους κβο, εξέφρασε τις προσδοκίες όσων επιζητούν την συμμετοχή της κοινότητας στο διεθνές και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, καθώς και την πολιτική και οικονομική χειραφέτηση από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ιδεολογία της διχοτόμησης και της συντήρησης του στάτους κβο, όπως εκφράστηκε από τον Ντερβίς Έρογλου, υπέστη στις εκλογές της 26ης Απριλίου, μια συντριπτική ήττα. Στο πλαίσιο που διαμορφώνει το νέο πολιτικό περιβάλλον, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, η ομοσπονδιακή προοπτική αντικρίζεται ως η μόνη στρατηγική επιλογή που κατοχυρώνει την κοινοτική υπόσταση των Τουρκοκυπρίων.
Σε αυτή την ιστορική συγκυρία, που η επίτευξη μιας ομοσπονδιακής λύσης αναδεικνύεται ως η κοινή πολιτική διεκδίκηση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που η Ομοσπονδία αντικρίζεται ως μια λυτρωτική διέξοδος που απαντά στις βασικές ανησυχίες των δύο κοινοτήτων τίθεται ευλόγως το ερώτημα: Ποια στάση θα τηρήσει η τουρκική κυβέρνηση; Η διακηρυκτική της τοποθέτηση υπέρ της λύσης είναι ειλικρινής ή συνιστά μέρος μιας στρατηγικής διαχείρισης που αποσκοπεί στην θεσμική αναβάθμιση της λεγόμενης «ΤΔΒΚ»;
Οι επιφυλάξεις των Ελληνοκυπρίων έναντι των προθέσεων της Τουρκίας είναι εύλογες. Για δεκαετίες η άποψη, πως το Κυπριακό είχε επιλυθεί το 1974, ήταν κυρίαρχη στην Άγκυρα. Οι διακοινοτικές διαπραγματεύσεις υπήρξαν προσχηματικές, αφού η τουρκική πλευρά ουδόλως ενδιαφερόταν για λύση ομοσπονδίας, εξού και όλες οι προτάσεις αλλά και δημόσιες δηλώσεις της παράπεμπαν σε λύση συνομοσπονδιακού τύπου.
Ακολούθησε η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, το 2004, η οποία αποτέλεσε μια κορυφαία πολιτική ήττα για την τουρκική πλευρά που την υποχρέωσε σε μια στρατηγική αναθεώρηση στο Κυπριακό. Η Τουρκία, όπως όλα τα κράτη, προσαρμόζουν τις διεκδικήσεις τους στα νέα δεδομένα, στις νέες συνθήκες επιδιώκοντας την ικανοποίηση των ευρύτερων εθνικών τους φιλοδοξιών. Σε αυτή την περίπτωση, αυτές σχετίζονται με την αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής της προοπτικής και την ανάδειξη της ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου. Με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και την ανεύρεση των υδρογονανθράκων στην λεκάνη της Λεβαντίνης το Κυπριακό καθίσταται σοβαρό εμπόδιο για την ευόδωση αυτών των στρατηγικών σχεδιασμών της Τουρκίας. Η Άγκυρα φιλοδοξεί να αποτελέσει τον ενεργειακό σύνδεσμο ανάμεσα στην Μέση Ανατολή και την Κασπία Θάλασσα με την ΕΕ. Μια τέτοια εξέλιξη θα αναβαθμίσει την αξία της για την ΕΕ, θα συμβάλει στην γεωπολιτική της ισχυροποίηση, την αύξηση των εσόδων της αφενός από τις προμήθειες μεταφοράς των ενεργειακών πόρων, αφετέρου λόγω των εκπτώσεων που θα επωφεληθεί σε ότι αφορά τους ενεργειακούς πόρους που καταναλώνει για τις ανάγκες της ίδιας της χώρας.
Η Τουρκία δείχνει να αντιλαμβάνεται πλέον αυτή την προοπτική, εξού και για πρώτη, ίσως, φορά αντικρίζει θετικά την συμφωνία επί ενός ομοσπονδιακού πλαισίου.
Οι προθέσεις της τουρκικής πλευράς θα διαφανούν, ασφαλώς, στη διάρκεια της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Ωστόσο, κάποιες επικοινωνιακές της χειρονομίες, προδιαθέτουν για μια πιο εποικοδομητική στάση. Όπως ήταν, για παράδειγμα, η απόσυρση του εγγράφου, από το συμβούλιο σύνδεσης ΕΕ- Τουρκίας, που έκαμνε αναφορά σε «εκλιπούσα Κυπριακή Δημοκρατία», η διευκρινιστική δήλωση του τουρκικού Υπέξ πως δεν επιδιώκουν λύση δύο κρατών στην Κύπρο, η αναφορά του υπουργού ευρωπαϊκών υποθέσεων, Βολκάν Μποζκίρ, σε τείχος της ντροπής στην Κύπρο, καθώς και η επισήμανση, του ίδιου αξιωματούχου, στον αρνητικό ρόλο που ο Ραούφ Ντενκτάς διαδραμάτισε στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, στο πρόσφατο παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως της τουρκικής στάσης, δεν θα πρέπει να υποβαθμίζεται η βούληση των Τουρκοκυπρίων, ως καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων. Το κλειδί της λύσης δεν βρίσκεται μόνο στην Άγκυρα. Η ιστορική εμπειρία διδάσκει πως σε κρίσιμες καμπές του Κυπριακού οι Τουρκοκύπριοι διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στην διαμόρφωση της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό.
Αυτό, ασφαλώς, δεν θα πρέπει να δημιουργεί παρανοήσεις ως προς τις πραγματικές διεκδικήσεις των Τουρκοκυπρίων. Η εμμονή στην πολιτική ισότητα, την διζωνικότητα, τις εκτεταμένες αρμοδιότητες των ομόσπονδων πολιτειών συνιστούν αδιαπραγμάτευτα στοιχεία της φιλοσοφίας και του Μουσταφά Ακκιντζί. Η πρόταξη αυτών των διεκδικήσεων δεν συνεπάγετε, όπως κάποιοι, διαστρεβλωτικά διακηρύσσουν, μια πολιτειακή τερατογένεση, αφού κινείται στη φιλοσοφία και τις παραμέτρους του ομοσπονδιακού πολιτεύματος.
Σήμερα, ειδικότερα που η παρουσία της Κύπρου στην ΕΕ ή καλύτερα η παρουσία της ΕΕ στην Κύπρο επηρεάζει, εκ των πραγμάτων, θετικά το πλαίσιο της λύσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για την γεφύρωση διαφορών σε ακανθώδη ζητήματα, διατυπώνοντας λειτουργικές, βιώσιμες και κυρίως κοινά αποδεκτές εισηγήσεις. Στο ζήτημα, για παράδειγμα, των εγγυήσεων και της ασφάλειας, στην διαμόρφωση ενός εγγυητικού μηχανισμού εφαρμογής της λύσης, ή ακόμη σε σχέση με το ζήτημα του μηχανισμού επίλυσης αδιεξόδων. Στο πλαίσιο που διαμορφώνει το ευρωπαϊκό κεκτημένο διασφαλίζεται η πλήρης εφαρμογή των βασικών και των θεμελιωδών ελευθεριών, έστω αν για κάποιες θα απαιτηθούν μεταβατικές διατάξεις, και κυρίως εσωτερικοποιείται σε ολόκληρη την επικράτεια του νησιού το ευρωπαϊκό σύστημα αξιών εξέλιξη που επιτρέπει να αμβλυνθούν οι εθνοκοινοτικές αντιθέσεις, να διαμορφωθούν συνεκτικές συνέργειες, σε όλα τα επίπεδα, ανάμεσα στους πολίτες του ομοσπονδιακού κράτους.
Εξυπακούεται πως η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων σε μια ευρωπαϊκή Ομοσπονδιακή Κύπρο θα κατοχυρώνει την προστασία της κουλτούρας, της ταυτότητας και των πολιτισμικών τους ιδιαιτεροτήτων. Θα πρέπει να είναι απολύτως σαφές: δεν επιδιώκεται η «πολιτισμική ταύτιση» των δύο κοινοτήτων, η κατάργηση των ταυτοτήτων τους, η συγκρότηση μιας νέο-κυπριακής εθνότητας, αλλά η οικοδόμηση μιας κοινής πολιτικής κουλτούρας, η οποία θα εδράζεται στην ιδιότητα του πολίτη του κυπριακού κράτους και στην αντίληψη του «Κοινού Συμφέροντος», στοιχεία που θα συμβάλουν στην ομαλή λειτουργία του κοινού μας κράτους.
41 χρόνια μετά την διαίρεση του νησιού η Ομοσπονδία παραμένει η μόνη ρεαλιστική επιλογή για την απαλλαγή από το απαράδεκτο στάτους κβο που σήμερα βιώνουμε. Η μόνη επιλογή που μπορεί να ικανοποιήσει τις βασικές επιδιώξεις και των δύο κοινοτήτων. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε.
Οι Τουρκοκύπριοι θα επανενταχτούν, με την κοινοτική τους υπόσταση, στη διεθνή κοινότητα θα απογαλακτιστούν από την πολιτική και οικονομική κηδεμονία της Τουρκίας, θα κατοχυρώσουν την θεσμική τους ύπαρξη έναντι της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας. Οι Ελληνοκύπριοι θα απαλλαγούν από το καθεστώς ανασφάλειας και αβεβαιότητας που συνεπάγεται η διχοτόμηση και η παρουσία του τουρκικού στρατού, θα αποτρέψουν την αμετάκλητη αλλοίωση του δημογραφικού και πολιτισμικού χαρακτήρα του βόρειου μέρους του νησιού, θα διασφαλίσουν ένα βιώσιμο μέλλον ευημερίας και ασφάλειας.
Όσοι αντιτίθενται στην Ομοσπονδία αδυνατούν να προτάξουν μια αξιόπιστη εναλλακτική επιλογή που να μπορεί βάσιμα να οδηγήσει στην επανένωση του τόπου και στην απαλλαγή από την κατοχή. Η πρόταση για ενιαίο κράτος συνιστά μια φαντασιακή και, δυστυχώς, επικίνδυνη αναζήτηση αφού ούτε ερείσματα διαθέτουμε στον διεθνή χώρο που να επιτρέπει μια τέτοια μεταστροφή και κυρίως ούτε συνομιλητές στην τ/κ κοινότητα που να αποδέχονται, έστω, την συζήτηση της. Το δίλημμα που τίθεται, επομένως, δεν είναι Ομοσπονδία ή ενιαίο κράτος αλλά Ομοσπονδία ή διχοτόμηση. Την εν λόγω θέση συλλογιστική ασπάζεται η πλειοψηφία των ε/κ πολιτικών δυνάμεων, με αυτή πολιτεύτηκαν το σύνολο των Κυπρίων προέδρων, μετά το 1974. Το δόγμα «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι», όπως ανεύθυνα προτάσσεται από κάποιους, απεδείχθη ιστορικά καταστροφικό για τον Ελληνισμό. Τα παραδείγματα πολλά, καταγεγραμμένα και αδιαμφισβήτητα.
Αν οι Τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονται, πλέον, πως μόνο η ομοσπονδιακή λύση διασφαλίζει την διατήρηση της ταυτότητας τους και την διαιώνιση της κοινοτικής τους ύπαρξης έτσι, και οι Ελληνοκύπριοι αναγνωρίζουν πως μόνο η σύμπραξη με της Τουρκοκυπρίους, στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής πολιτείας, διασφαλίζει την εθνική τους επιβίωση και σπρώχνει σε απόσταση ασφαλείας την βαριά σκιά της Τουρκία.
Γράφει: Σώτος Κτωρής