Home Σώτος Κτωρής «Πελλότουρτζοι»: Οι «φιλοξενούμενοι» στην «ελληνική» Κύπρο. Του Σώτου Κτωρή

«Πελλότουρτζοι»: Οι «φιλοξενούμενοι» στην «ελληνική» Κύπρο. Του Σώτου Κτωρή

pentadaktilosa

 


Σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης προκύπτει πως ένας σημαντικός αριθμός συμπολιτών μας, ιδιαίτερα νέοι άνθρωποι, προσεγγίζουν αρνητικά την προοπτική διαμοιρασμού της εξουσίας με τους Τουρκοκυπρίους.

Στην δική τους αντίληψη η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί, ενώ η παρουσία των Τουρκοκυπρίων αντικρίζεται ως «ιστορική κακοτυχία». Ως μια μειονότητα που δεν νομιμοποιείται να προβάλλει διεκδικήσεις σε ότι αφορά το μέλλον του νησιού.  Συνεπεία αυτής της «οπτικής», επομένως, το ενδεχόμενο ισότιμης συμμετοχής των δύο Κοινοτήτων στην ενάσκηση της εξουσίας, σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, θεωρείται απαράδεκτο και εκ προοιμίου απορριπτέο.  Αυτή η τοποθέτηση συνοδεύεται, παράλληλα, με ένα βαθιά ριζωμένο αίσθημα πολιτισμικής, και όχι μόνο, υπεροχής έναντι των Τουρκοκυπρίων, ενώ σε μικρότερο βαθμό συνδυάζεται και με ρατσιστικά στερεότυπα και προκαταλήψεις για την «άλλη» Κοινότητα.  Αυτές οι αντιλήψεις δεν είναι, ωστόσο, σημερινό φαινόμενο. Τουναντίον, έχουν βαθιά ιστορικότητα, ενώ για μεγάλο διάστημα είχαν πλειοψηφική απήχηση μέσα στην ε/κ Κοινότητα.

Οι «πελλότουρτζιοι».

Ο ιστορικός ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, ο Ραούφ Ντενκτάς, διακήρυττε συστηματικά πως, για δεκαετίες, οι Τουρκοκύπριοι δεν υπήρχαν ως πολιτικά υποκείμενα και αντιμετωπίζονταν ως κοινωνικοί παρίες, από την ε/κ πλειοψηφία. Ως «πελλότουρτζοι» και «βρωμότουρτζοι», όπως συνήθιζε να επισημαίνει. Οι απόψεις του, όπως διαφαίνεται από πληθώρα αναφορών του ε/κ Τύπου, απηχούσαν μια υπαρκτή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, την οποία ο ίδιος, ωστόσο, εργαλειοποίησε για την προώθηση των εθνικιστικών του στόχων και των διαχωριστικών του επιδιώξεων. Οι Ελληνοκύπριοι επηρεασμένοι από την συνεχή υποχώρηση της τ/κ επιρροής, μετά το 1878, υιοθέτησαν μία απαξιωτική και ενίοτε χλευαστική στάση έναντι του σύνοικου στοιχείου. Οι Τουρκοκύπριοι χαρακτηρίζονταν ως τεμπέληδες/ροχατλήδες, αμόρφωτοι και καθυστερημένοι ικανοί για να ασχολούνται μόνο με συγκεκριμένα επαγγέλματα όπως «μαχαλλεπιτζήδες, χαλουβατζήδες, καττιμεριτζήδες και σιαμισιάρηδες, κουπατζήδες».

 «Φιλοξενούμενοι» και «πάροικοι».

Η απαξιωτική αντιμετώπιση των Τουρκοκυπρίων και των διεκδικήσεων τους  αποτέλεσε δομικό χαρακτηριστικό της ε/κ πολιτικής ανάλυσης, στην περίοδο πριν από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εκ μέρους τους προβολή πολιτικών διεκδικήσεων ήταν αδιανόητη. Οι «φιλοξενούμενοι» στην ελληνική Κύπρο, οι «πάροικοι», τα «απομεινάρια» των Οθωμανών οι «ξένοι», όπως χαρακτηρίζονταν οι Τουρκοκύπριοι, καλούνταν να σεβαστούν τις επιθυμίες της ε/κ πλειοψηφίας, αλλιώς μπορούσαν «να μεταναστεύσουν στην Τουρκία». Οι Τουρκοκύπριοι δεν θεωρούνται καν αυτόχθονες κάτοικοι της Κύπρου και επομένως δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν πολιτικές διεκδικήσεις για το μέλλον του νησιού. Η αυτοπεποίθηση που προσέδιδε στους Ελληνοκυπρίους η πληθυσμιακή, η πολιτισμική και η οικονομική τους υπεροχή, συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας υπεροπτικής στάσης έναντι του σύνοικου στοιχείου και στην απαξίωση της τουρκοκυπριακής «βούλησης».  Η προβολή οποιασδήποτε άλλης διεκδίκησης πέραν της Ένωσης συνιστούσε ύβρη.  Οι Ελληνοκύπριοι πίστευαν, στο σύνολο τους, πως η εκπλήρωση των εθνικών της οραματισμών ήταν νομοτελειακή που δεν μπορούσε να την αποτρέψει καμιά αντίδραση, πόσο μάλλον η τουρκοκυπριακή.

Ούτε μουχτάρη…

Ακόμη και στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση πολιτικής εξουσίας από τους Τουρκοκυπρίους θεωρείτο, για τους Ελληνοκυπρίους, αδιανόητη. Σε μια περίπτωση το 1911, ο αρχιεπίσκοπος θα μεσολαβήσει ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ελληνοκυπριακές πολιτικές παρατάξεις με σκοπό να «περισωθή η εθνική φιλοτιμία» προκείμενου να μην εκλεγεί «αλλογενής και αλλόθρησκος άρχων του δήμου» όπως συνέβηκε το 1908, όταν ως αποτέλεσμα των ερίδων ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους εξελέγη Τουρκοκύπριος στη θέση του Δημάρχου Λευκωσίας. Ουδείς Ελληνοκύπριος διανοήθηκε, ότι οι Τουρκοκύπριοι διαμένοντες στους έξι δήμους ίσως να είχαν δικαιολογημένα παράπονα για τον de facto αποκλεισμό τους από τη θέση δημάρχου ή έστω αντιδημάρχου. Ή πως θα έπρεπε, για παράδειγμα, να ικανοποιηθεί το αίτημα τους για τήρηση των πρακτικών των δημοτικών συμβουλίων και στα τουρκικά και όχι μόνο στα ελληνικά. 

Η απαξίωση γίνεται απέχθεια.

Με την γέννηση της Κυπριακής Δημοκρατίας η απαξίωση κατά των Τουρκοκυπρίων μετατρέπεται σε απέχθεια κατά της «μειονότητας» που απέτρεψε την ιστορική διεκδίκηση της Ένωσης. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία, που αισθάνθηκε «προδομένη» από την κατάληξη του αντιαποικιακού της αγώνα, θεώρησε ως αδιανόητη την εξίσωσή της με τους Τουρκοκυπρίους, αντίκρισε το νέο κρατικό «μόρφωμα» ως μεταβατικό στάδιο προς την Ένωση και επιδίωξε την απάλειψη των «στρεβλώσεων» και της άδικης εξίσωσης με τους «παροίκους». Η προσπάθεια τροποποίησης των Συμφωνιών εξελίχθηκε σε μονολιθική εμμονή. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου «βαφτίστηκαν» ως «καταραμένες», «εκτρωματικές» και «άδικες». Η βουλή, στην απουσία των Τουρκοκυπρίων, εξέδωσε επανειλημμένα (και ομόφωνα) ψηφίσματα υπέρ της Ένωσης. Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού υιοθετήθηκε, παράτυπα, ως ο εθνικός ύμνος του κυπριακού κράτους και γενικότερα προωθήθηκαν, κατά παράβαση του συντάγματος, πληθώρα ενεργειών που απέβλεπαν να καταδείξουν πως η Κύπρος ήταν ελληνική και οι Τουρκοκύπριοι μια «ασήμαντη μειονότητα» που όφειλε… να αποδεχτεί τις νέες «πραγματικότητες».

Η παιδεία της «διαίρεσης»…

Ενώ τα τραγικά γεγονότα του 1974 έθεσαν, κατά τρόπο επώδυνο, τους Ελληνοκυπρίους ενώπιον της αναγκαιότητας εγκατάλειψης των ανεδαφικών τους διεκδικήσεων και του επανακαθορισμού των στρατηγικών τους στόχων, με την υιοθέτηση της ΔΔΟ, αυτή η πολιτική μεταστροφή δεν ενσωματώθηκε, επαρκώς, στην πολιτική της ε/κ εκπαίδευσης.  Η διαιώνιση και συντήρηση, μέχρι και σήμερα, εθνικιστικών αντιλήψεων και στερεοτύπων είναι, εν πολλοίς, αποτέλεσμα ενός ιδεολογήματος που αναπαράγεται και από το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Και στην «άλλη πλευρά», ασφαλώς, αναπαράχθηκε για δεκαετίες ένα εθνικιστικό αφήγημα που καλλιέργησε την ολοκληρωτική ταύτιση των Τουρκοκυπρίων με το τουρκικό έθνος επιδιώκοντας να συσπειρώσει τους Τουρκοκυπρίους γύρω από εθνικιστικούς συμβολισμούς και διεκδικήσεις. Εκεί, ωστόσο, υπήρξε τα τελευταία χρόνια μια προσπάθεια ιδεολογικής αναθεώρησης, η οποία εκφράστηκε με τη υιοθέτηση μιας πιο προοδευτικής και κυπροκεντρικής κατεύθυνσης, στον τομέα της εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας αντανακλώνται στις αντιλήψεις των νεότερων γενιών των Τουρκοκυπρίων.  Οι οποίες εμφανίζονται ως οι πλέον θετικές στην προοπτική συνύπαρξης με τιυς Ελληνοκυπρίους σε ένα ομοσπονδιακό κράτος. 

Στην περίπτωση της ε/κ κοινότητας παραμένουμε «δέσμιοι» πολιτικών και ιδεολογικών αναχρονισμών.  Ακόμη και σήμερα όπου ο διακηρυγμένος στόχος της Πολιτείας είναι η ειρηνική επίλυση του Κυπριακού και η επανένωση του τόπου, μέσω μιας Ομοσπονδίας, η ε/κ εκπαίδευση παραμένει εχθρική στην υιοθέτηση πολιτικών που συμβάλλουν στην διακοινοτική συμφιλίωση και στην καλλιέργεια ομοσπονδιακής κουλτούρας. Το κυρίαρχο αφήγημα εδράζεται σε  στερεότυπα, εθνοκεντρικά ιδεολογήματα και την αποσπασματική, ενίοτε, διαστρεβλωτική παράθεση των ιστορικών γεγονότων.   Δεν είναι τυχαίο που τα δημοσκοπικά ευρήματα συγκλίνουν πως, ανάμεσα στις νεαρότερες ηλικιακές ομάδες, κυρίως, η αποδοχή εθνικιστικών αντιλήψεων είναι ευρύτατη, ενώ η τάση που αντιτίθεται στη λύση Ομοσπονδίας και στην προοπτική συνύπαρξης με τους Τ/Κ, πλειοψηφική. Οι όποιες προσπάθειες αμφισβήτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας στην ε/κ εκπαίδευση υπήρξαν, διαχρονικά, ελάχιστες και όποτε εκδηλώθηκαν προσέκρουσαν στις αντιδράσεις ποικίλων εκφάνσεων του συντηρητικού και αντιδραστικού, βαθέως, κράτους.

…και της προοπτικής.

Απαιτείται να υπάρξει ένας ειλικρινής  διάλογος, στον χώρο της παιδείας, όχι για την επαναξιολόγηση του ιστορικού μας παρελθόντος, αλλά για την παραγωγή πολιτικών που θα συμβάλουν, εφόσον υπάρξει λύση, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο δεν θα υποσκάπτει,  αλλά θα ενισχύει την βιωσιμότητα της λύσης. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πως το εκπαιδευτικό σύστημα των δύο κοινοτήτων, χωρίς να επιδιώκει την πολιτισμική «ταύτιση» ε/κ και τ/κ, την κατάργηση των ταυτοτήτων τους ή την συγκρότηση μιας νέο-κυπριακής εθνότητας θα διέπεται, τουλάχιστο, από ένα κοινό κώδικα αρχών και αξιών ο οποίος θα προωθεί την οικοδόμηση μιας κοινής πολιτικής κουλτούρας. Η οποία θα εδράζεται στην ιδιότητα του κύπριου πολίτη και στην αντίληψη του «Κοινού Συμφέροντος». Μια εκπαίδευση που δεν θα καλλιεργεί, μόνο, τον εθνοκοινοτικό αλλά, πρωτίστως, τον συνταγματικό πατριωτισμό, που θα διαπαιδαγωγεί τις νέες γενιές να αισθάνονται υπερήφανοι για την Κοινή τους Πατρίδα.  Αλλιώς, όπως παραστατικά επισημαίνει ο δρ. Παύλος Παύλου, συγγραφέας του βιβλίου «Κράτος, Ιδεολογία, Πολιτική και Εκπαίδευση στην Κύπρο 1959-1974», δεν θα αποφύγουμε, την εκ νέου οικοδόμηση εκπαιδευτικών συστημάτων που, εκ της φύσεως τους, θα απεργάζονται τον θάνατο της Ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας.

Γράφει:  Σώτος Κτωρής