Home Σώτος Κτωρής Το «ιστορικό» των εποίκων: 1974 – 2016. Του Σώτου Κτωρή

Το «ιστορικό» των εποίκων: 1974 – 2016. Του Σώτου Κτωρή

sotosepikoi

 


Είναι δεδομένο πως, στο πλαίσιο μιας δυνητικής συμφωνίας για το Κυπριακό, ένας αριθμός εποίκων θα καταστούν πολίτες της Ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή την θέση υιοθέτησαν διαδοχικά όλοι οι κύπριοι προέδροι. Μηδενός εξαιρούμενου. Όσο και αν η ελληνοκυπριακή ρητορική, ορθά, προτάσσει πως ο εποικισμός συνιστά έγκλημα πολέμου, εντούτοις ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει πως η παρέλευση του χρόνου και ανθρωπιστικοί λόγοι θα προσμετρηθούν για την επίλυση του ζητήματος.

Πόσοι και ποιοι ήλθαν;

Η πλειοψηφία των εποίκων μεταφέρθηκε στην Κύπρο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70’.  Το 1976 υπήρξε η χρονιά με τις περισσότερες «αφίξεις», ενώ οργανωμένη κάθοδος παρατηρήθηκε μέχρι και το 1979. Ο Ραούφ Ντενκτάς έθεσε σε εφαρμογή την πολιτική της ραγδαίας πληθυσμιακής ενίσχυσης των κατεχομένων αδιαφορώντας, παντελώς, για την κοινοτική επιβίωση των Τουρκοκυπρίων.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο τουρκοκύπριος ηγέτης, προώθησε τρεις ενέργειες. Εν πρώτοις, χορήγησε δικαίωμα εγκατάστασης στις οικογένειες των 498 τούρκων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην διάρκεια της εισβολής. Εξ αυτών ελάχιστοι εγκαταστάθηκαν, εν τέλει, στην Κύπρο.  Το ίδιο δικαίωμα εκχωρήθηκε σε στρατιώτες που έλαβαν μέρος στην εισβολή, καθώς και σε εξειδικευμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, το οποίο επωμίστηκε την διοικητική και οικονομική ανασυγκρότηση της νέας «κρατικής» οντότητας.  Αυτοί υπολογίζονται σε 1500, περίπου, άτομα. Προερχόμενοι, ως επί το πλείστον, από την κοσμική Δυτική Τουρκία δεν είχαν ιδιαίτερες πολιτισμικές και αξιακές διαφορές με τους Τουρκοκυπρίους.  Εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα, ενώ πολλοί από αυτούς νυμφεύτηκαν με τουρκοκυπρίους πολίτες.   

Στο πρώτο «ρεύμα» περιλαμβανόταν και μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, δελεάστηκαν από την πολιτική χορήγησης κινήτρων της τουρκοκυπριακής «διοίκησης».  Σχεδόν στο σύνολο τους, τα άτομα αυτά, κατέφθασαν στην Κύπρο από τις πιο συντηρητικές και οικονομικά υπανάπτυκτες περιοχές της Τουρκίας (Μαύρη Θάλασσα, Νότια, Κεντρική και Νοτιοανατολική Τουρκία). Οι «νεοαφιχθέντες» οδηγηθήκαν σε απομακρυσμένα ελληνοκυπριακά χωριά εξέλιξη που «περιόρισε» την επαφή τους με τους Τουρκοκύπριους και παγίωσε, από νωρίς, ένα κοινωνικό και πολιτισμικό διαχωρισμό των δύο πληθυσμιακών ομάδων.

Την διάρκεια αυτής της περιόδου η «ιθαγένεια» χορηγήθηκε σε είκοσι περίπου χιλιάδες άτομα. Εντούτοις, κάποιοι από αυτούς επέλεξαν, στην πορεία, να επιστρέψουν στην Τουρκία. Η μαζική μεταφορά εποίκων, ως επίσημη «κρατική» πολιτική, τερματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 70’ όχι μόνο λόγω των αντιδράσεων της τουρκοκυπριακής Αριστεράς και των πιέσεων της διεθνούς κοινότητας, αλλά και επειδή το κυβερνών, τότε, Κόμμα Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ) διαπίστωσε πως δεν διέθετε το μονοπώλιο της ψήφου των εποίκων. Αυτήν καρπώνονταν, επίσης, κόμματα εποίκων που εμφανίζονταν, περιστασιακά, στο πολιτικό σκηνικό και, μετά το 1992, το έτερον κόμμα της Δεξιάς, το Δημοκρατικό Κόμμα. Ούτως ή άλλως το ΚΕΕ οικοδόμησε την πολιτική του ηγεμονία, για σχεδόν τριάντα χρόνια, στην επιρροή που διέθετε ανάμεσα στους τουρκοκυπρίους ψηφοφόρους.

Ανεξαρτήτων των αιτιών, πάντως, από την δεκαετία του 80’ και μετά, η ροή εποίκων αραίωσε σημαντικά. Όσοι Τούρκοι επέλεγαν να εγκατασταθούν, μόνιμα, στην Κύπρο το έπρατταν, κατά κανόνα, με δική τους πρωτοβουλία, ορμώμενοι από προσωπικά κίνητρα και αναζητήσεις. Η ένταση του φαινομένου θα επηρεαζόταν, εφ εξής,  από την πολιτική και οικονομική κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας.  Στη δεκαετία του 90’, για παράδειγμα, η πλειοψηφία όσων έρχονταν στην Κύπρο ήταν Κούρδοι οι οποίοι εγκατέλειπαν τις περιοχές τους λόγω της ένοπλης αντιπαράθεσης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν με το τουρκικό κράτος.

Η ταύτιση με την Κύπρο.

Για χρόνια το «δέσιμο» των εποίκων με την Κύπρο ήταν αδύναμο. Ο Ραούφ Ντενκτάς είχε σαφή εικόνα της κατάστασης. Για αυτό και απέφυγε επιμελώς, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 90’, να τους χορηγήσει τίτλους ιδιοκτησίας για τις ελληνοκυπριακές περιουσίες, που τους είχαν παραχωρηθεί, φοβούμενος πως θα τις  πωλούσαν και θα επέστρεφαν στην Τουρκία. Η σχέση των εποίκων με το πολιτικό σύστημα υπήρξε, σε αυτή την περίοδο, πρωτίστως πελατειακή και αποσκοπούσε στην αποκόμιση πρόσκαιρων ωφελημάτων που θα τους επέτρεπαν να αντιμετωπίσουν την οικονομική και κοινωνική ανέχεια στην οποία είχαν περιέλθει.

Παρότι η ταύτιση των εποίκων με την Τουρκία υπήρξε έντονη δεν σημαίνει πως λειτούργησαν, πάντοτε, ως άβουλα υποχείρια της Άγκυρας. Αντιθέτως, υπήρξαν περιπτώσεις ουσιαστικής διαφοροποίησης. Όπως το 1990 όταν το βασικό κόμμα των εποίκων συνασπίστηκε με τα κόμματα της Αριστεράς ή το 2004 όταν η πλειοψηφία των εποίκων αντιτάχθηκε στο σχέδιο Ανάν παρά την θετική στάση της Τουρκίας ή ακόμη και μόλις πρόσφατα όταν δεν στήριξαν τον εκλεκτό της Άγκυρας, τον Κουτρέτ Οζερσάι. 

Αυτή η «αμφιθυμική σχέση» με την Κύπρο συνεχίστηκε, μέχρι και το 2004, εξαιτίας, κυρίως, των δύσκολων συνθηκών στις οποίες διαβίωναν και της προβληματικής ενσωμάτωσης τους στο τουρκοκυπριακό κοινωνικό γίγνεσθαι. Την οποία αντανακλούσε, ευκρινώς, και η περιθωριακή τους παρουσία στο πολιτικό σκηνικό. Αρκετοί έποικοι, πρώτης γενιάς, ήταν διατεθειμένοι, μέχρι και το 2004, να επιστρέψουν στην Τουρκία λαμβάνοντας την  χρηματική αποζημίωση που προέβλεπε το σχέδιο Ανάν.

 Έκτοτε, όμως, η κατάσταση μεταβλήθηκε δραματικά. Η οικονομική ανάπτυξη, που ακολούθησε το 2004 και η άμβλυνση των οικονομικών και κοινωνικών δυσχερειών συνέβαλε στην ενίσχυση της συναισθηματικής σύνδεσης των εποίκων με τον κυπριακό χώρο. Μια μερίδα των εποίκων της δεύτερης και τρίτης γενιάς, ειδικότερα, ταυτίζονται πλήρως με την Κύπρο, ενσωματώνουν στον τρόπο ζωής τους στοιχεία από την κυπριακή πολιτισμική κουλτούρα και αποστασιοποιούνται από τις θρησκοληπτικές αντιλήψεις των γονιών τους. Αρκετοί, εξ αυτών, προσδοκούν στην λύση του Κυπριακού αφού  θα τους  καταστήσει ευρωπαίους πολίτες, ισότιμους έναντι των Τουρκοκυπρίων και θα τους διανοίξει προοπτικές που σήμερα φαντάζουν, για αυτούς, ασύλληπτες. 

Μειοψηφία οι έποικοι.

Για μια πολύ μεγάλη περίοδο δεν υπήρχε ξεκάθαρη εικόνα για τον πληθυσμιακό όγκο των εποίκων. Με αποτέλεσμα οι Ελληνοκύπριοι, αλλά και η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση να υιοθετούν, ενίοτε και για διαφορετικούς λόγους, υπερβολές ως προς τον πραγματικό τους αριθμό. Υπό αυτές τις συνθήκες διενεργήθηκε για πρώτη φορά απογραφή του πληθυσμού των κατεχομένων, το 1996, η οποία όμως απαξιώθηκε, εξυπαρχής, αφού υλοποιήθηκε υπό την πολιτική «εποπτεία» του Ραούφ Ντενκτάς.

Σαφή εικόνα για τον αριθμό των εποίκων προέκυψε εκ των πραγμάτων, για πρώτη φορά, το 2004 όταν στον κατάλογο που η τουρκοκυπριακή πλευρά κατέθεσε για τα άτομα που θα ελάμβαναν την κυπριακή υπηκοότητα, περιλήφθησαν 41,700 άτομα ενώ θα μπορούσε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν, να υποβάλει μέχρι και 45 χιλιάδες ονόματα. Σε αυτό τον κατάλογο δεν περιλήφθηκαν τα παιδιά από μεικτούς γάμους, αφού συμπεριλήφθησαν σε αυτούς που δηλώθηκαν  ως άτομα κυπριακής καταγωγής. Ο αριθμός των εποίκων αντιστοιχούσε, σε εκείνη την συγκυρία, στο 23,6% του συνολικού αριθμού της τουρκοκυπριακής κοινότητας (176,000).

Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν με την απογραφή του 2006 σύμφωνα με την οποία οι πολίτες της «ΤΔΒΚ» ανέρχονταν στις 178,031. Εξ αυτών 27,333 άτομα δήλωσαν ως τόπο γέννησης την Τουρκία και 913 άτομα την Βουλγαρία, ενώ 16,824 άτομα που γεννήθηκαν στην Κύπρο δήλωσαν πως και οι δύο γονείς τους είχαν γεννηθεί στην Τουρκία. Από αυτά τα στοιχεία προκύπτει πως 45,070 άτομα ή ποσοστό 25,3% του πληθυσμού των κατεχομένων είναι έποικοι ή παιδιά εποίκων. Επιπλέον, 10,361 άτομα ή ποσοστό 5,8% προήλθαν από μεικτούς γάμους, ενώ 122,600 άτομα ή 68,8% είναι κυπριακής καταγωγής.

Στην υπό εξέλιξη διαπραγματευτική διαδικασία, για το Κυπριακό, φαίνεται να συμφωνήθηκε ότι 220 χιλιάδες Τουρκοκύπριοι και έποικοι θα λάβουν την υπηκοότητα του ομοσπονδιακού κράτους. Όπως και 803 χιλιάδες Ελληνοκύπριοι. Εάν συνυπολογίσουμε πως ο ρυθμός γεννήσεων είναι ελαφρώς υψηλότερος ανάμεσα στους εποίκους, τότε εικάζεται πως την τελευταία δεκαετία ο αριθμός τους έχει προσεγγίσει τις 60 – 65 χιλιάδες άτομα ή το 27% – 29,5%. Στο σύνολο, ωστόσο, του πληθυσμού του ομοσπονδιακού κράτους οι έποικοι δεν θα αποτελούν παρά το 5,8% – 6,3% του συνόλου των πολιτών, οι Τουρκοκύπριοι το 15% – 15,5% και οι Ελληνοκύπριοι το 78.5%.

Οι ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων για δημογραφική έκρηξη στην τουρκοκυπριακή πολιτεία, μετά την λύση, που θα αλλοιώσει τις πληθυσμιακές ισορροπίες, εις βάρος τους, είναι υπερβολικές. Τα στατιστικά στοιχεία δεικνύουν πως οι δείκτες των γεννήσεων (γεννήσεις επί 1000 κατοίκων) και ολικής γονιμότητας (μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα) στις δύο κοινότητες είναι παραπλήσιοι.  Ασφαλώς, ουδείς μπορεί να γνωρίζει εάν αυτές οι τάσεις θα παραμείνουν αναλλοίωτες και στο μέλλον.  Αυτό που γνωρίζουμε, πάντως, είναι πως ακόμη και στην Τουρκία, όπου εφαρμόζεται πολιτική κινήτρων για αύξηση της γεννητικότητας, ο δείκτης ολικής γονιμότητας βρίσκεται στο 2,03 σε σχέση με 1,46 στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Στις περιοχές, δε, της Τουρκίας, όπου επικρατεί ο δυτικός τρόπος ζωής, ο δείκτης κυμαίνεται από 1,4 έως 1,8. 

Πολιτική ενσωμάτωση.

Οι κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές της περιόδου 2004-2016 ενέτειναν την διαδικασία πολιτικής κοινωνικοποίησης των εποίκων και επηρέασαν την εκλογική τους συμπεριφορά. Στους προσδιοριστικούς παράγοντες αυτής της συμπεριφοράς περιλαμβάνονται, πλέον, η κοινωνικοοικονομική τους θέση, καθώς επίσης πολιτικές αντιλήψεις, αξίες και πεποιθήσεις.  Όλο και περισσότεροι έποικοι στρέφονται, σταδιακά, (και) στα κόμματα της τουρκοκυπριακής Αριστεράς.  Είναι ενδεικτικό πως το ποσοστό του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, ανάμεσα στους εποίκους, θα ανέλθει από 4% στις εκλογές του 1998 στο 35% στις «βουλευτικές» εκλογές του 2013. Ο Μουσταφά Ακκιντζί εξασφάλισε, στον δεύτερο γύρο των πρόσφατων προεδρικών «εκλογών» το 42% της ψήφου των εποίκων.

Ακόμη και σήμερα, όμως, η πληθυσμιακή παρουσία των εποίκων δεν αντανακλάται σε ανάλογη πολιτική αντιπροσώπευση.  Μόνο δύο από τους συνολικά πενήντα βουλευτές είναι έποικοι, ενώ κανένας έποικος δεν συμμετέχει στο υπουργικό συμβούλιο. Ακόμη και στο επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης μόλις σε έξι περιφερειακούς δήμους στους οποίους διαμένουν, ως επί το πλείστον, έποικοι δεν εκλέγονται τουρκοκύπριοι δημοτικοί άρχοντες.

Είναι προφανές πως η οπτική των Τουρκοκυπρίων, για τους εποίκους, διέπεται από εθνοκοινοτικό και κοινωνικό ρατσισμό.  Αυτός, παραταύτα, είναι απόλυτα κατανοητός, ενόσω διαιωνίζεται το ισχύον statusquo, αφού για δεκαετίες αντικρίζουν τους εποίκους ως φορείς μια απειλής κατά της πολιτισμικής τους ταυτότητας και της κοινοτικής τους υπόστασης. Ως μια ανεπιθύμητη υπενθύμιση της ηγεμονικής παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο. 

Γράφει:  Σώτος Κτωρής