Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατακλυστεί, το τελευταίο διάστημα, από εσχατολογικές αναλύσεις και προβλέψεις για επικείμενη διάλυση της Τουρκίας.
Αναλύσεις που εδράζονται στην αναζωπύρωση των «προσδοκιών» για κάθοδο του «ξανθού γένους» το οποίο, ως «όργανο» της θείας βούλησης, θα απαλλάξει, παράλληλα, την Κύπρο από την τουρκική κατοχή. Η κατανόηση αυτής της ανορθολογικής προσδοκίας προϋποθέτει, καταρχάς, να αναγνωρίσουμε πως αυτή διέπεται από μια βαθιά ιστορικότητα και για αυτό, άλλωστε, είναι ριζωμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο πολλών Ελληνοκυπρίων.
Οι «απαρχές» του «Μόσκοβου».
Η ταύτιση της Ρωσίας με το «ξανθό γένος» ανιχνεύεται σε ελληνικές αναφορές του 16ου αιώνα. Η εμφάνιση τους σχετιζόταν με την έναρξη των ρώσο-οθωμανικών πολέμων το 1568. Η συνεχής αντιπαλότητα, ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες, η οποία «εκφράστηκε» την περίοδο, 1568-1918, με δώδεκα διαδοχικούς πολέμους, υπέθαλψε τις προσδοκίες των υπόδουλων, στους Οθωμανούς, Ρωμιών για «λύτρωση» της Ορθοδοξίας και του Γένους από τους ομόδοξους «αδελφούς». Στο περιβάλλον που διαμορφώνει η αντιπαραθετική σχέση Ρώσων και Οθωμανών οικοδομείται ο μύθος του «Μόσκοβου» ή του «ξανθού γένους» ο οποίος αναπαράγεται σε κείμενα και δημοτικά τραγούδια. «Ἀκόμα τούτη τὴν ἄνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες, τοῦτο τὸ καλοκαῖρι, ὅσο νὰ ῾ρθεῖ ὁ Μόσκοβος…νὰ φέρει τὸ σεφέρι (στράτευμα)».
Οι «κράχτες».
Τον μύθο καλλιέργησε, τεχνηέντως, και η τσαρική προπαγάνδα επιδιώκοντας να εξυπηρετήσει τις εδαφικές, εμπορικές και διπλωματικές της βλέψεις. Κάθε φορά, που διαφαινόταν η έναρξη ενός ρωσοτουρκικού πολέμου, ανιδιοτελείς, ρωσόφιλοι «αγγελιοφόροι», αλλά και επί πληρωμή πράκτορες, υποκινούσαν σε εξέγερση τους χριστιανικούς λαούς, προκειμένου να δημιουργηθούν αντιπερισπασμοί στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εργαλειοποίηση των υπόδουλων χριστιανών κορυφώνεται, τον 18ο αιώνα, όταν η Μεγάλη Αικατερίνη επιδίωξε πιο συστηματικά, με τους δύο ρωσοοθωμανικούς πολέμους (1768-1774, 1787-1792), την έξοδο της Ρωσίας στην Μεσόγειο. Ο «κράχτες» της Αικατερίνης περιόδευαν, στην ελληνική ύπαιθρο και στα νησιά, προπαγανδίζοντας την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, καλώντας τους υπόδουλους να αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό και να ετοιμαστούν για την υποδοχή του ρώσου «ελευθερωτή».
Ανεκπλήρωτες προσδοκίες.
Η πολιτική της Αικατερίνης είχε ως αποτέλεσμα την καλλιέργεια υπερβολικών προσδοκιών, ανάμεσα στους Έλληνες, οι οποίες επιβεβαιώνονται από την εντονότερη εμφάνιση, αυτή την περίοδο, αντιοθωμανικών χρησμολογιών. Οι οποίες διαψεύστηκαν επανειλημμένως. Ως γνωστότερη περίπτωση καταγράφηκε το φιάσκο των «Ορλωφικών». Παρά την συμμέτοχη Ελλήνων, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ρώσων, αυτοί εγκαταλείφθηκαν, με την λήξη του πολέμου, στο έλεος της οθωμανικής οργής. Η απόγνωση του «Γένους», από την τροπή των εξελίξεων, αποτυπώνεται στην ποίηση ενός κληρικού, του Παπακυρίτση, ο οποίος έγραψε το 1775 πως η Ρωσία «δεν πάσκισε πιστά για να λευτερωθούμε, μας ήρθε και μας άναψε φωτιά απ΄ άκρη σε άκρη, και άφησε να τη σβήσουμε με γιαίμα και με δάκρυ». Η επώδυνη εμπειρία των «Ορλωφικών» κατέστησε τους Ρωμιούς πιο καχύποπτους σε μεταγενέστερές ρωσικές «υποκινήσεις».
Realpolitik.
Ανέκαθεν, η πολιτική της Ρωσίας, όπως και των λοιπών δυνάμεων της εποχής, έναντι των υπόδουλων Ελλήνων και μετέπειτα έναντι του ελληνικού κράτους, εδραζόταν, αποκλειστικά, στην λογική της προώθησης των εθνικών της συμφερόντων. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ειδωθεί, για παράδειγμα, η άρνηση του Ρώσων να συνδράμουν τους Ενετούς στη διάρκεια του βενετό-οθωμανικού πολέμου της Κύπρου το 1570, η αρνητική, αρχικώς, στάση της τσαρικής Ρωσίας έναντι της ελληνικής επανάστασης, η στήριξη των σλαβικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία, η εναντίωση στην υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας και η αρωγή που προσέφεραν οι Μπολσεβίκοι του Λένιν στον Κεμάλ Ατατούρκ στον πόλεμο του 1922. Αλλά και πιο πρόσφατες ενέργειες όπως η αναγνώριση, από την Ρωσική Ομοσπονδία, των Σκοπίων με την ονομασία Μακεδονία. Με την ίδια συλλογιστική, ασφαλώς, θα πρέπει να προσεγγιστούν γεγονότα όπως η θετική συμβολή της Ρωσίας στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου ή στις διεργασίες που οδήγησαν στην συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ή και σχετικά πρόσφατα όπως η υποστήριξη της ελλαδικής προσφυγής, στον ΟΗΕ, υπέρ της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων το 1954.
Ο Οσάτσι και η Ζαχάρωβα.
Είναι προφανές πως μετά την κατάρριψη του ρωσικού Σουκόϊ η Μόσχα επιδεικνύει εντονότερο «ενδιαφέρον» για το Κυπριακό. Ο ρώσος πρέσβης στην Κύπρο, Στάνισλαβ Οσάτσι, υπέδειξε, πρόσφατα, πως δεν είναι εφικτή μια βιώσιμη λύση στο Κυπριακό, «ενόσω στην εξουσία ευρίσκεται ο Ερτογάν». Παρέλειψε, ασφαλώς, να επεξηγήσει γιατί η Μόσχα δεν διακόπτει, πλήρως, τις διπλωματικές και οικονομικές της σχέσεις με την Άγκυρα, έως ότου «αποχωρήσει» ο Ταγίπ Ερτογάν. Από την άλλη, και η εκπρόσωπος του ρωσικού υπέξ, Μαρία Ζαχάροβα, «ανακάλυψε», εσχάτως, την «ωμή παρέμβαση της Τουρκίας» στην διαπραγματευτική διαδικασία. Προφανώς θα της έχει διαφύγει πως η τουρκική κατοχή διανύει, ήδη, το 42ο της έτος ή πως δεν παρήλθε καιρός από τότε που ο Βλαδιμίρ Πούτιν, αναφερόμενος σε «βόρεια» και «νότια» Κύπρο, προκαλούσε νευρικό κλονισμό στα διπλωματικά δώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η συγκυριακή εργαλειοποίηση του Κυπριακού υπαγορεύεται από σκοπιμότητες που συνδέονται με την επιδείνωση των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών. Και ότι η Μόσχα παρά τις επικοινωνιακές κορώνες δεν πρόκειται να μεταβάλει, επί της ουσίας, την πολιτική της στο Κυπριακό.
Υπόθαλψη παρανοήσεων.
Η σκλήρυνση, όμως, της ρωσικής ρητορικής έναντι της Τουρκίας υποθάλπει διάφορες παρανοήσεις ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους. Κάποιοι προσδοκούν σε ενίσχυση της ε/κ διαπραγματευτικής θέσης, άλλοι θεωρούν αυτονόητη, ενόψει μιας «βέβαιης» μεταβολής των γεωπολιτικών ισορροπιών, την πρόταξη διεκδικήσεων ακόμη και έξω από το συμφωνημένο πλαίσιο για ΔΔΟ, ενώ άλλοι οπτασιάζονται ακόμη και εκπλήρωση των «προφητειών» για το «ξανθό γένος». Στην πραγματικότητα τίποτε από όλα αυτά δεν θα επισυμβεί. Ο ίδιος ο Οσάτσι, εξάλλου, φροντίζει να ξεκαθαρίσει, προς απογοήτευση ΕΔΕΚ, «Συμμαχίας» και λοιπών, ότι η Ρωσία στηρίζει την εξεύρεση μιας «κοινά αποδεχτής λύσης», δηλαδή Ομοσπονδίας, και ότι στις διαπραγματεύσεις καταγράφεται, ήδη, σημαντική πρόοδος. Μια «οπτική» την οποία, προφανώς, δεν συμμερίζεται, το Δημοκρατικό Κόμμα.
Απίθανος ο 13ος ρωσοτουρκικός πόλεμος.
Την σπογοήτευση θα βιώσουν και όσοι προσδοκούν σε ένα γενικευμένο ρωσοτουρκικό πόλεμο και στην επιβεβαίωση των «προφητειών». Καμιά από τις δύο χώρες δεν επιδιώκει την οριστική ρήξη των διμερών σχέσεων, πόσο μάλλον την εμπλοκή σε μια πολεμική σύρραξη. Στην Τουρκία, ειδικότερα, έχουν πλήρη συναίσθηση των συνεπειών μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Ρωσία. Και το τουρκικό κράτος βαθιά εμπεδωμένο το «ένστικτο» της αυτοσυντήρησης. Η εμπλοκή, σε στρατιωτικές περιπέτειες με υψηλό ρίσκο και αβέβαιο αποτέλεσμα, είναι αδιανόητη, ακόμη και ως σκέψη, για την τουρκική πολιτική ελίτ. Αλλά και για την Ρωσία είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτεθεί στρατιωτικά σε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ. Αυτή η ιδιότητα λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για την Τουρκία. Εντούτοις, δεν θα πρέπει να αποκλείεται να υπάρξει κάποια στιγμή, από πλευράς Μόσχας, μια ισότιμη «ανταπόδοση» στην κατάρριψη του ρωσικού Σουκόϊ.
Οικονομικές εξαρτήσεις.
Η Ρωσία αντιλαμβάνεται πως ακόμη και τα όρια των διπλωματικών της αντιδράσεων επηρεάζονται, εν μέρει, από τις τεράστιες οικονομικές συναλλαγές, ανάμεσα στις δύο χώρες, οι οποίες, το 2015, ξεπέρασαν τα 32 δις δολάρια. Μια ανεπανόρθωτη ρήξη στις διμερείς σχέσεις ή (και) μια γενικευμένη επιβολή κυρώσεων δεν θα έπληττε μόνο την τουρκική οικονομία, αλλά και την ρωσική. Οι ενεργειακές συναλλαγές των δύο χωρών ανήλθαν, το 2015, στα 16 δις δολάρια με την Τουρκία να αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο αγοραστή φυσικού αερίου, από την Gazprom, μετά τη Γερμανία. Η εξαίρεση των ενεργειακών εταιρειών, από τις ρωσικές κυρώσεις, αντανακλά αυτή τη διάσταση. Των κυρώσεων έχουν εξαιρεθεί και 53 τουρκικές εταιρείες που βρίσκονται στο στάδιο υλοποίησης κατασκευαστικών έργων. Περιλαμβανομένων των ποδοσφαιρικών σταδίων ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλου του 2018. Δύο εξ αυτών των εταιρειών, μάλιστα, είναι σήμερα οι μόνοι διεκδικητές της σύμβασης για την επέκταση του διεθνούς αεροδρομίου της Μόσχας. Το σύνολο των δαπανών για αυτά τα έργα ανέρχεται σε κάποια δις δολάρια. Από την άλλη, η επιβολή εμπάργκο στην εισαγωγή τουρκικών αγροτικών προϊόντων, παρότι σημαντική, έχει περισσότερη επίδραση στην τόνωση του εθνικού γοήτρου των Ρώσων, παρά στα μακροοικονομικά μεγέθη της τουρκικής οικονομίας. Επισημαίνεται, επίσης, πως οι εισαγωγές τουρκικών βιομηχανικών προιόντων έχουν μεν περιοριστεί, αλλά δεν έχουν ολότελα απαγορευτεί. Οι εντονότερες οικονομικές επιπτώσεις για την Άγκυρα θα προκύψουν, μάλλον, από την διαφαινόμενη μείωση του ρωσικού τουριστικού ρεύματος το οποίο, το 2014, αντιστοιχούσε στο 11,5% των συνολικών τουριστικών αφίξεων στην Τουρκία. Στον βαθμό, ασφαλώς, που θα υιοθετηθεί η αυστηρή «έκκληση» της ρωσικής κυβέρνησης προς τους τουριστικούς πράκτορες και τους ρώσους πολίτες να αποφύγουν τα φθηνά τουριστικά θέρετρα στην νότια Τουρκία.
Ματθαίος ο Μυρέων ή Παϊσιος ο Αγιορείτης.
Είναι βέβαιο πως οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών θα παραμείνουν για αρκετό διάστημα τεταμένες. Ωστόσο, οι εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές, μάλλον, δεν θα επηρεαστούν δραματικά. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και στην περίπτωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων, μετά το επεισόδιο με το Μαβί Μαρμαρά. Οι ισχυρές οικονομικές συνέργειες, μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, λειτουργούν με σταθεροποιητικούς όρους κσι διατηρούν ανοιχτές διόδους για την σταδιακή εξομάλυνση, των διμερών σχέσεων, και σε πολιτικό επίπεδο.
Αυτή η πραγματικότητα δεν μεταβάλλεται από τις προφητείες ούτε του Αγαθάγγελου, ούτε του Παϊσιου του Αγιορείτη ο οποίος προέβλεψε ότι, με την αρωγή του «ξανθού γένους, η Τουρκία «θα σβήσει από το χάρτη, διότι είναι ένα έθνος, το οποίο δεν προέκυψε από την ευλογία του Θεού». Όσοι, πάντως, ιεραρχούν τα κείμενα «πεφωτισμένων» κληρικών, υπεράνω της ορθολογικής ανάλυσης, ας έχουν υπόψη τους και τον Ματθαίο Μυρέων, ορθόδοξο επίσκοπο επί της οθωμανικής περιόδου, ο οποίος έγραφε το 1618 πως «ελπίζομεν κι εις τα ξανθά γένη να μας γλιτώσουν, να ‘ρθουν από τον Μόσκοβον να μας ελευθερώσουν, ελπίζομεν εις τους χρησμούς, στις ψευδοπροφητείες, και τον καιρό μας χάνομεν στις ματαιολογίες».
Γράφει: Σώτος Κτωρής