Η πιθανολογούμενη αναθέρμανση της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ προκύπτει σε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία για το Κυπριακό. Είναι βέβαιο πως μια τέτοια εξέλιξη θα έχει αντίκτυπο και στις συνομιλίες που διεξάγονται για επανένωση του νησιού. Η ικανοποίηση των όρων, που η Άγκυρα προβάλλει στις διαβουλεύσεις της με την ΕΕ για να συμβάλει στην ανάσχεση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, προϋποθέτει την συγκατάθεση και της κυπριακής κυβέρνησης, γεγονός που προδικάζει για κορύφωση των εξελίξεων στο Κυπριακό τους αμέσως επόμενους μήνες.
Που οφείλεται η τουρκική στροφή;
Η τουρκική κυβέρνηση διεκδικεί σημαντικές παραχωρήσεις και ανταλλάγματα σε ζητήματα που άπτονται των σχέσεων της με την ΕΕ, προκειμένου να συνδράμει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Σε αυτά περιλαμβάνονται το άνοιγμα ενταξιακών κεφαλαίων, η συμμετοχή του τούρκου προέδρου στις συνόδους κορυφής του ευρωπαϊκού συμβουλίου, η επιτάχυνση της διαδικασίας για κατάργηση των θεωρήσεων εισόδου για τους τούρκους υπηκόους οι οποίοι ταξιδεύουν σε κράτη μέλη την ΕΕ και η «θεσμοθέτηση» μιας γενναιόδωρης οικονομικής συνδρομής, σε ετήσια βάση, επιπλέον της χρηματοδότησης που της παραχωρείται από τον προενταξιακό χρηματοδοτικό μηχανισμό.
Είναι προφανές πως η χρονική συγκυρία στην οποία ανακύπτει το εν λόγω ζήτημα, λίγες μέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές, δημιουργεί εύλογους συνειρμούς περί εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Η μεταστροφή της Τουρκίας στο ζήτημα της ευρωπαϊκής της προοπτικής, ωστόσο, δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως μια συγκυριακή εξέλιξη που επιχειρεί να εξυπηρετήσει, αποκλειστικά και μόνο, προεκλογικές σκοπιμότητες, αλλά ως μια απόφαση με ισχυρό στρατηγικό υπόβαθρο. Αυτή καθεαυτή η διεκδίκηση ανταλλαγμάτων που σχετίζονται με την ενταξιακή της διαδικασία αναδεικνύει την βαρύτητα που η Τουρκία προσδίδει σε αυτή την προοπτική και επαναβεβαιώνει τον διαχρονικό δυτικό προσανατολισμό της χώρας.
Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης δεν είναι άσχετη με την κατάρρευση των εναλλακτικών αναζητήσεων της εξωτερικής της πολιτικής. Το πρότζεκτ να καταστεί η Τουρκία ηγέτιδα δύναμη στο σουνιτικό Ισλάμ της Μέσης Ανατολής απέτυχε, ενώ η διαχείριση της συριακής κρίσης έχει οδηγήσει σε τραγικά αδιέξοδα και έχει απελευθερώσει ανεξέλεγκτες δυναμικές που, ενδεχομένως, θα θέσουν την τουρκική κυβέρνηση, ενώπιον ιστορικών διλημμάτων. Η διαφαινόμενη, επομένως, αναθέρμανση των ευρωτουρκικών σχέσεων, καθώς και η ευρύτερη μεταστροφή προς την Δύση, όπως αυτή διαφαίνεται και από την παραχώρηση της βάσης Ιντζιρλίκ στους Αμερικανούς για χρήση στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας του ΙΣΙΣ, αναδεικνύει την αυξανόμενη αγωνία της Τουρκίας να «οχυρωθεί» έναντι των απειλών που διαμορφώνει η τροπή των εξελίξεων εντός της Συρίας, η αναζωπύρωση του κουρδικού αλυτρωτισμού και η αποσταθεροποιητική δράση των ισλαμιστών εντός της Τουρκίας. Η σύμπλευση με την Δύση προκύπτει, εκ νέου, ως το «απάνεμο λιμάνι» και για την Τουρκία του Ταγίπ Ερτογάν.
Η αναδίπλωση της Ευρώπης
Υπό την πίεση των διογκούμενων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών ο σκεπτικισμός που επικρατούσε σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αναφορικά με την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, έχει παραμεριστεί. Υποχρεώνοντας ακόμη και τον, μέχρι πρότινος, αρνητικό στην ευρωπαϊκή της πορεία γαλλογερμανικό άξονα να ανακρούσει πρύμνα Η κλιμάκωση της ένοπλης αντιπαράθεσης εντός της Συρίας και η μετακίνηση προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο εντός της Τουρκίας, έφερε την Ευρώπη αντιμέτωπη με την μεγαλύτερη προσφυγική κρίση από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στα καραβάνια των προσφύγων ενσωματώνονται και χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες, από χώρες της Μέσης Ανατολής και της ΝΑ Ασίας, οι οποίοι αναζητούν μια καλύτερη ζωή στον «παράδεισο» της Δύσης. Το διακύβευμα για τους ευρωπαίους είναι τεράστιο. Η συνέχιση και διόγκωση των μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων προς τις χώρες της Ευρώπης θα συμβάλει στην ενίσχυση των ρατσιστικών και ξενοφοβικών κινημάτων και θα θέσει, κατ’ επέκταση, σε δοκιμασία το κοινωνικό και πολιτικό οικοδόμημα της Ευρώπης.
Η ευρωπαϊκή αναδίπλωση δεν συνεπάγεται πως η Τουρκία έχει «κλειδώσει» την προοπτική ένταξης της στην ΕΕ. Σε καμία περίπτωση. Οι πολιτικές και πολιτισμικές επιφυλάξεις έναντι μιας δυνητικής ενσωμάτωσης της Τουρκίας δεν έχουν αρθεί. Η κατάληξη της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας θα κριθεί, εν ευθέτω χρόνο, στη βάση πολλών παραμέτρων. Αυτό που, ωστόσο, έχει σημασία στην παρούσα πολιτική συγκυρία, είναι πως ανεξαρτήτως της κατάληξης αυτής της πορείας, η Τουρκία ανεβαίνει εκ νέου στο ευρωπαϊκό τρένο. Άλλωστε, αν τα τελευταία γεγονότα δεικνύουν κάτι είναι πως στην πολιτική, ουδείς μπορεί να προδικάσει με βεβαιότητα τον ρουν των πραγμάτων. Όπως συνειδητοποίησε και η Άγγελα Μέρκελ, ανάγκα και θεοί πείθονται.
Κυπριακό: Απειλή ή ευκαιρία;
Έχει φορτικά τονιστεί πως με την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού διασυνδέεται η υλοποίηση των δύο κορυφαίων στρατηγικών επιδιώξεων του τουρκικού κράτους. Η ανάδειξη του σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο και η αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής του προοπτικής. Για αυτό, άλλωστε, η Τουρκία εμφανίζεται θετική στις προσπάθειες επανένωσης του νησιού. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία οφείλει να αξιοποιήσει με σωφροσύνη, την θεσμική ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους μέλους της ΕΕ, καθώς και την συμμετοχή της στα ενεργειακά αποθέματα της λεκάνης της Λεβαντίνης. Να ιεραρχήσει, έγκαιρα, τις διεκδικήσεις της, καθότι η στιγμή της κορύφωσης των διπλωματικών διεργασιών είναι θέμα χρόνου. Η σύνοδος κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβρη ενδεχομένως να αποδειχτεί καθοριστική για το Κυπριακό. Μακριά από τις αγκυλωτικές και αδιέξοδες εμμονές για εκπλήρωση του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας, να διασυνδέσει την ευρωτουρκική διαβούλευση για το προσφυγικό με την διαπραγματευτική διαδικασία για το Κυπριακό διεκδικώντας απτά ανταλλάγματα στις πτυχές που σχετίζονται με την βιωσιμότητα της λύσης. Το υπό διαμόρφωση σκηνικό συνιστά ευκαιρία που ενισχύει την προοπτική επίτευξης ενός έντιμου πολιτικού συμβιβασμού.
Γράφει: Σώτος Κτωρής