Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε μια συντονισμένη προσπάθεια υπόσκαψης του Νίκου Αναστασιάδη από το ΑΚΕΛ και τον υποψήφιο του, για υποτιθέμενες εκβιαστικές προσεγγίσεις προς τον Χριστόφια, οι οποίες τον «εξανάγκασαν» να συναινέσει στην υπογραφή του μνημονίου με την Τρόικα.
Το ίδιο τροπάριο επιχείρησε να υιοθετήσει πριν λίγες βδομάδες και ο υποψήφιος της ΕΔΕΚ, Γιώργος Λιλλήκας, κατηγορώντας τον Αναστασιάδη για «κροκοδείλια δάκρυα» και για «εκβιασμό του Προέδρου».
Είναι βεβαίως κατανοητό για το ΑΚΕΛ, μπροστά στην οργίλη αντίδραση των πολιτών για το αντιλαϊκό μνημόνιο, να προσπαθεί απεγνωσμένα να εφεύρει εξιλαστήρια θύματα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Είναι επίσης κατανοητό και για τον Λιλλήκα, να προβάλλεται ως ο ηγέτης του αντι-μνημονιακού αδιεξόδου, συνεχίζοντας ακάθεκτος το δρόμο του λαϊκισμού και της εκμαίευσης ψήφων. Προφανώς το γεγονός ότι η ΕΔΕΚ, το μόνο κόμμα που στηρίζει Λιλλήκα, ψήφισε σχεδόν όλα τα μνημονιακά Νομοσχέδια στη Βουλή, μάλλον του έχει διαφύγει.
Η επιστολή Αναστασιάδη, εκείνες τις κρίσιμες μέρες της διαβούλευσης με την Τρόικα, έθεσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ενώπιον των τεράστιων ευθυνών του για τη σημερινή κατάντια της κυπριακής οικονομίας. Παράλληλα όμως, στο ίδιο μήκος κύματος της επιτακτικής ανάγκης για συμφωνία, κινήθηκε και ο Υπουργός Οικονομικών με την τοποθέτηση του στην περίφημη συνεδρία με τους πολιτικούς αρχηγούς, αλλά και ο Διοικητής της ΚΤ, ο οποίος φρόντισε να κλείσει προκαταρκτική συμφωνία με την Τρόικα στο χρηματοπιστωτικό τομέα, ασκώντας με αυτό τον τρόπο πίεση στην Κυβέρνηση για ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.
Η αλήθεια είναι ότι όλοι όσοι ασχολούνταν με τις διαπραγματεύσεις, είχαν πλήρη επίγνωση της τραγικής κατάστασης των δημόσιων οικονομικών αλλά, κυριότερα, των ανυπολόγιστων συνεπειών του τελεσίγραφου της ΕΚΤ ότι θα σταματήσει την παροχή ρευστότητα στις κυπριακές τράπεζες τον Ιανουάριο του 2013. Συνεπώς, δεν ήταν ο Νίκος Αναστασιάδης που εκβίασε ή εξανάγκασε τον Χριστόφια να υπογράψει. Ήταν οι πράξεις ή καλύτερα η απραξία του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας που αρνήθηκε να λάβει έγκαιρα μέτρα ή να διαπραγματευτεί έγκαιρα με την Τρόικα, οι οποίες τον οδήγησαν τελικά στο να μην έχει άλλη επιλογή από το να συναινέσει στην υπογραφή.
Αν όμως αναγκαζόμαστε να μιλήσουμε για εκβιαστικά διλήμματα, τότε οφείλουμε να λέμε και κάποιες αλήθειες. Εκβιαστική προσέγγιση είναι να έχεις τις προτάσεις της Τρόικας από τον περασμένο Ιούλιο, να καθυστερείς τη διαπραγμάτευση γιατί πιστεύεις σε ρωσικά και άλλα θαύματα, να κάνεις διαπραγμάτευση σε μία βδομάδα γιατί δεν πάει άλλο η κατάσταση και να αναγκάζεις τους Βουλευτές να ψηφίσουν τα μνημονιακά νομοσχέδια μέσα σε μια μέρα γιατί πρέπει να δείξεις καλή θέληση για να πείσεις για την αξιοπιστία σου στα ευρωπαικά σαλόνια.
Εκβιαστική προσέγγιση είναι επίσης να λές μέρα νύκτα ότι φταίνε μόνο οι τράπεζες για την οικονομική κατάσταση, να δηλώνεις ότι έχεις καλύψει τις βραχυπρόθεσμες σου ανάγκες ως κράτος μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας, αλλά ξαφνικά να απαιτείς να σου δανείσουν οι ημικρατικοί οργανισμοί από τα ταμεία συντάξεως των υπαλλήλων τους για να μην προχωρήσεις σε στάση πληρωμών και πτώχευση του κράτους.
Ακόμη, εκβιαστική προσέγγιση μπορεί κάποιος να θεωρήσει και την έγκριση των €16.5 εκ για τον εθνικό μεταφορέα μας, ως το μοναδικό τρόπο διάσωσης της εταιρείας, η οποία, από ότι διαφαίνεται, θα χρειαστεί ακόμη περίπου €70 εκ. για να έχει μια ευκαιρία να επιβιώσει.
Σαφέστατα και δεν χωρεί αμφιβολία ότι η πράξη ευθύνης από όλους ήταν η έγκριση όλων των μνημονιακών νομοσχεδίων ανεξαρτήτως του τρόπου που τέθηκαν ενώπιον της Βουλής. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει πολλές φορές, το πραγματικό δίλλημα δεν ήταν ποτέ μεταξύ ενός μνημονιακού και ενός αντί-μνημονιακού δρόμου, αλλά μεταξύ ενός μνημονίου, με την όσο το δυνατό πιο σωστή διαπραγμάτευση, και της κατάρρευσης της κυπριακής οικονομίας. Αυτή την πραγματικότητα θα ήταν καλό να την θυμούνται τους μήνες που έρχονται και στα δύσκολα που έπονται, όσοι με τόση ευκολία επιλέγουν το δρόμο της υπόσκαψης και του λαϊκισμού.
Γράφει: Σάβια Όρφανίδου