Η πρώτη μου επαφή με Τουρκοκύπριους έγινε πριν πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων στην Αγγλία.
Όταν για πρώτη φορά άκουσα μια μελαχρινή κοπέλα με μαύρα κατσαρά μαλλιά να μου λέει στην αγγλική γλώσσα ότι κατάγεται από την Κύπρο. Την πατρίδα ΜΟΥ! Χρειάστηκαν κάποια λεπτά για να αντιληφθώ τι μου έλεγε. Χρειάστηκαν όμως λίγες μέρες για να ξεκινήσει μια δυνατή φιλία που διαρκεί ακόμη. Εκεί στο ξένο τόπο, έμαθα για πρώτη φορά ότι η Τουρκοκύπρια νέα είχε τους ίδιους προβληματισμούς για τη ζωή, όπως και εγώ. Είχε τις ίδιες ανησυχίες για τον τόπο της, όπως και εγώ. Είχε την ίδια αγάπη και πάθος για την Κύπρο, όπως και εγώ. Ίδιες λέξεις, ίδιες συνήθειες, ίδιο ταμπεραμέντο. Με τη Αϊσενούρ Ταλάτ ονομάσαμε τα κατεχόμενα «the area behind the ττέλια», καθώς η λέξη «ττέλια» που σημαίνει συρματόπλεγμα, ήταν κοινή και για τις δύο μας. Ήταν ο δικός μας τρόπος επικοινωνίας. Ήταν και ο δικός μου σταθμός ζωής στη μετέπειτα πορεία μου στην πολιτική ζωή της Κύπρου.
Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, η φιλική προσέγγιση μου προς τους Τουρκοκύπριους σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και η αντίληψη των πραγματικοτήτων και των τετελεσμένων που δημιούργησε δυστυχώς η τουρκική κατοχή, συνέτειναν στη διαμόρφωση μιας σταθερής πολιτικής θέση υπέρ της επανένωσης του τόπου μας. Μιας πολιτικής θέσης που ενισχύθηκε από τις εμπειρίες της προηγούμενης γενιάς, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα μου, η οποία έζησε για χρόνια ειρηνικά με τους απλούς Τουρκοκύπριους προτού οι διεστραμμένες φιλοδοξίες κάποιων κύκλων και τα σκοτεινά συμφέροντα διαλύσουν τη μαγεία της ανθρώπινης συνύπαρξης. Μιας πολιτικής θέσης που βρήκε αντίκρισμα και ιδεολογική στέγη στην τακτική του πολιτικού ρεαλισμού του δικού μας Γλαύκου Κληρίδη. Μιας πολιτικής θέσης που σήμερα, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, υπάρχει η ελπίδα και η ευνοϊκή συγκυρία, να μετουσιωθεί σε πράξη.
Συνομιλώντας με αρκετούς νέους Ελληνοκύπριους τον τελευταίο καιρό επιβεβαιώνω αυτό που ανέκαθεν γνωρίζαμε. Ότι όσο πλησιάζουμε στο ενδεχόμενο της λύσης, ο μεγαλύτερος ανασταλτικός παράγοντας στη θέληση μας για επανένωση είναι η πάγια ανασφάλεια, ο φόβος και η έλλειψη εμπιστοσύνης που υπάρχει. Ένας φόβος που έχει να κάνει, όχι μόνο με τη δικαιολογημένη έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Τουρκία ότι δεν θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα της λύσης, αλλά φόβος για την πιθανή αλλαγή στην καθημερινότητα μας, για το άγνωστο, για τη συναναστροφή μας με την άλλη κοινότητα. Αυτό είναι και λίγο σχήμα οξύμωρο αν κάποιος συνειδητοποιήσει ότι για 11 χρόνια τώρα, από τον καιρό που άνοιξαν τα οδοφράγματα, οι Τουρκοκύπριοι κινούνται και ζούνε ανάμεσα μας, αλλά πολύ λίγοι από εμάς είχαμε ουσιαστική επαφή μαζί τους. Έχω βαθιά την πεποίθηση ότι αυτός ο φόβος μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την πραγματική επαφή μεταξύ των απλών ανθρώπων των δύο κοινοτήτων. Ακόμη και μέσα από μια ασήμαντη καθημερινή επαφή, ή μέσω μιας μικρής εκδήλωσης ή μέσω μιας συζήτησης. Ο διάλογος, η επικοινωνία, η τριβή, η φιλία ακόμη και ο έρωτας γεφυρώνουν και το μεγαλύτερο χάσμα. Επουλώνουν και τη μεγαλύτερη πληγή. Όχι επειδή πρέπει να διαγράψουμε την ιστορία μας και όσα τραγικά έγιναν. Αλλά για να μπορέσουμε να κερδίσουμε το μέλλον μας, αυτό που πραγματικά μας αξίζει σε μια επανενωμένη πατρίδα.
Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης τόλμησε πρόσφατα και έκανε τη μεγάλη υπέρβαση και αυτοκριτική, ενώπιον μάλιστα του Τούρκου Προέδρου, με την παραδοχή ότι η εισβολή του 1974 δεν ήταν ειρηνευτική επέμβαση αλλά πόλεμος και ότι οι Ελληνοκύπριοι υπέφεραν περισσότερο το 1974. Ήρθε ο καιρός να κάνουμε και εμείς την αυτοκριτική μας, να αντιμετωπίσουμε και εμείς κατάματα τις φοβίες και τον πόνο και να τολμήσουμε να ελπίσουμε για κάτι καλύτερο για μας και τα παιδιά μας. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη τόσο στη βαθιά βούληση του Προέδρου της Δημοκρατίας, όσο και στις ευνοϊκές συγκυρίες που έχουν δημιουργηθεί, ότι αυτή τη φορά μπορεί και να καταφέρουμε να επανενώσουμε την πατρίδα μας.
Γράφει: Σάβια Όρφανίδου