Με άρθρο μου τον περασμένο Φεβρουάριο, ασκούσα κριτική στην τότε πολιτική του Αλέξη Τσίπρα περί «σκισίματος των Μνημονίων» και εύηχων προεκλογικών δεσμεύσεων. Μια πολιτική που είχε καταστεί τότε και μόδα στην Κύπρο, ιδιαίτερα προσφιλή ανάμεσα στις πολιτικές ομάδες που έχουν κάνει λάβαρο τον αντι-Μνημονιακό δρόμο.
Από τότε, ο Τσίπρας αναγκάστηκε να υποστεί μια βάναυση πολιτική ωρίμανση σε διάστημα μερικών μηνών, αποκτώντας, όπως μας είπε και ο ίδιος στο πρόσφατο debate, μεγάλη εμπειρία στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους. Η ατυχία είναι ότι ο Τσίπρας ανέλαβε για πρώτη φορά την εξουσία στην πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και τέσταρε δυστυχώς τις λαϊκίστικες πολιτικές του εις βάρος των Ελλήνων πολιτών. Βεβαίως, έστω και την υστάτη, ο Αλέξης έδωσε ενδεχομένως την μεγαλύτερη μάχη της πολιτικής του καριέρας, τόσο εκτός όσο και εντός Ελλάδας, για να διασφαλίσει την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη και στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ.
Εν τω μεταξύ όμως, ο λογαριασμός αυτής της προσέγγισης είναι δυσβάστακτος για τους Έλληνες. Η μεγάλη καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας. Με βάση επίσημα στοιχεία, η Ελλάδα, μέχρι το τέλος του 2014 και μέσα από την εφαρμογή σκληρών μέτρων, είχε πετύχει μικρή ανάκαμψη ύψους 2%, μικρά πρωτογενή πλεονάσματα, και δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα στο τραπεζικό τομέα. Δυστυχώς, μέσα σε μόνο έξι μήνες, η πολιτική Τσίπρα διεύρυνε τη δημοσιονομική τρύπα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, η μεγάλη εκροή καταθέσεων λόγω του κλίματος αβεβαιότητας και η έλλειψη ρευστότητας, οδήγησαν στην επιβολή περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, στο κλείσιμο των τραπεζών και στην εκ νέου ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών ύψους €10-25 δις. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη στροφή των 180 μοιρών από την πολιτική του «σχίζω τα Μνημόνια» στην πολιτική του «υπογράφω το τρίτο πιο σκληρό Μνημόνιο ύψους €86δις, ειδάλλως η Ελλάδα καταρρέει».
Εάν κάτι πρέπει να έχουμε όλοι μας διδαχθεί, και ιδιαίτερα οι Έλληνες, από τους τελευταίους 9 μήνες, είναι ότι τελικά ο λαϊκισμός και τα εύηχα συνθήματα έχουν κοντά ποδάρια. Από την άλλη όμως, διαφαίνεται ότι οι δραματικές συνέπειες του λαϊκισμού και των εύκολων λύσεων θα έχουν ισχύ για τις δεκαετίες που έρχονται και το κόστος θα επιβαρύνει πρωτίστως τον μέσο Έλληνα πολίτη. Έχω βαθιά την πεποίθηση ότι σήμερα οι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους, αντιλαμβάνονται ότι την «ψήφο ελπίδας» που έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα τον περασμένο Ιανουάριο την πλήρωσαν πολύ ακριβά. Εν τέλει, ο κάθε ηγέτης, εάν θέλει να ονομάζεται ηγέτης, οφείλει να λέει τις πραγματικότητες στους πολίτες, όσο σκληρές και εάν είναι, για να μπορούν και οι πολίτες να προετοιμάζονται. Γιατί το σοκ στους πολίτες είναι πάντα μεγαλύτερο όταν κάποιος ψηλώσει τον πήχη των προσδοκιών με «λόγια του αέρα».
Σαφέστατα και η Ελλάδα δεν έχει περάσει τα δύσκολα ακόμη. Με τη συμφωνία που έχει επιτευχθεί, η Ελλάδα κέρδισε χρόνο. Για να πράξει επιτέλους αυτό που για δεκαετίες κανένας πολιτικός δεν έχει μέχρι στιγμής τολμήσει: Να σπάσει κατεστημένα, να κτυπήσει το σαθρό και διεφθαρμένο σύστημα και να κάνει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται. Η Ελλάδα έχει μεγάλο πρόβλημα χρέους, καθώς κανένα δημόσιο χρέος ύψους 180% του ΑΕΠ δεν είναι βιώσιμο. Πέρα όμως από αυτό, το οποίο αποτελεί πρόβλημα και των μελλοντικών γενεών, η Ελλάδα έχει πρόβλημα διαθρωτικό. Έχει πρόβλημα κουλτούρας και νοοτροπίας. Έχει υποχρέωση να προβεί άμεσα σε δύσκολες τομές.
Δεν γνωρίζω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των σημερινών εκλογών. Όμως είτε Μειμαράκης ονομάζεται ο νέος Πρωθυπουργός, είτε Τσίπρας, το διακύβευμα είναι αυτό που πολύ σωστά είπε πρόσφατα ο Τσίπρας: ο μόνος δρόμος για έξοδο από την κρίση είναι η εφαρμογή του Μνημονίου. Και ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, είναι αυτό που πολύ σωστά είπε πρόσφατα ο Μειμαράκης: μέσα από εθνική ενότητα και συνεργασία των μεγαλύτερων δυνάμεων που θέλουν να δούνε τη χώρα τους να εξέρχεται της κρίσης.
Γράφει: Σάβια Όρφανίδου