Παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες ένα παραλήρημα πανικού και κατηγοριών από τα επιτελεία Μαλά και Λιλλήκα λόγω της ολοένα και αυξανόμενης δυναμικής της υποψηφιότητας Αναστασιάδη που οδηγεί σε προοπτικές εκλογής από τον πρώτο γύρο.
Κατηγορείται ο Αναστασιάδης ότι οι συνταγές της Τρόικας είναι ταυτισμένες με τις νεοφιλελεύθερες θέσεις του. Δυστυχώς για τους κυβερνώντες, οι «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές της Τρόικας δεν ήρθαν στην Κύπρο μετά από πρόσκληση του Αναστασιάδη. Είναι εδώ μετά από πρόσκληση του Προέδρου Χριστόφια, ως συνεπακόλουθο της τραγικής κατάστασης της οικονομίας μας, στην οποία μας έχει οδηγήσει η ατολμία, η απραξία και η κακοδιαχείριση της παρούσας Κυβέρνησης. Οι «νεοφιλελεύθερες» πρόνοιαες του Μνημονίου που ήδη εφαρμόζονται, όπως το κουτσούρεμα της ΑΤΑ, οι αποκοπές στους μισθούς, οι αυξήσεις στις φορολογίες και τόσα άλλα, είναι προϊόν διαβούλευσης και προκαταρτικής συμφωνίας της Κυβέρνησης με την Τρόικα. Είναι όντως κατανοητή η μεγάλη ανάγκη του ΑΚΕΛ για απεγκλωβισμό του από την εξουσία για να μπορεί ελεύθερα να διαδηλώνει στους δρόμους κατά των «κακών» της Τρόικας. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι οι πολίτες θα ξεχάσουν ποιος κυβερνούσε, και συνεπώς, ποιος έχει την ευθύνη για τη σημερινή κατάντια της οικονομίας μας.
Όσο αφορά το υποτιθέμενο δίλλημα μεταξύ «πολιτικών λιτότητας» και ανάπτυξης, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα. Κανένα κράτος μέλος της ΕΕ δεν διαφωνεί με την αναγκαιότητα επιβολής μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης για αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, ανεξαρτήτως ιδεολογικής ή πολιτικής καταβολής. Τόσο στην Ιρλανδία, όσο και στην Πορτογαλία, ήταν οι Σοσιαλδημοκράτες, και όχι οι Χριστιανοδημοκράτες (ΕΛΚ), που συμφώνησαν στο Μνημόνιο και στην επιβολή σκληρών αλλά αναγκαίων μέτρων. Φυσικά κανείς δεν είπε ποτέ ότι ο δρόμος της δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Αυτό που λέμε, όμως, είναι ότι η ανάκαμψη της οικονομία μας θα επέλθει, πρωτίστως, μέσα από τη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά παράλληλα, και μέσα από πολιτικές που θα προωθήσουν επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα μας και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη.
Κατηγορείται, επίσης, ο Αναστασιάδης ότι είναι υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων. Δυστυχώς πάλι για τους κυβερνώντες, δεν είναι ο Αναστασιάδης που συμφώνησε στη συμπερίληψη πρόνοιας στο Μνημόνιο που αναφέρεται σε ιδιωτικοποιήσεις, εφόσον το δημόσιο χρέος δεν καταστεί βιώσιμο. Όταν η Κυβέρνηση συμφωνούσε σε αυτή την πρόνοια δεν αντιλαμβανόταν ότι υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να επιβληθεί η προώθηση της, από τη στιγμή που όλοι γνώριζαν το ύψος των τραπεζικών αναγκών (από τον Ιούλιο μιλούσαμε για €9-10 δις); Ή μήπως είχαν ήδη αντιληφθεί ότι δεν θα ήταν αυτοί που θα αναλάμβαναν αυτό το βάρος και συνεπώς εκ του ασφαλούς συμφώνησαν; Όπως εκ του ασφαλούς τοποθετούνται Μαλάς και Λιλλήκας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δεχθούν ιδιωτικοποιήσεις, αφού γνωρίζουν τις ελάχιστες πιθανότητες να βρεθούν στη θέση να τις προωθήσουν.
Τέλος, κατηγορείται ο Αναστασιάδης ότι τελικά οι διασυνδέσεις του με τους ευρωπαίους εταίρους μας δεν ωφελούν την Κύπρο. Σε αυτή την περίπτωση μάλλον υπάρχει σοβαρό πρόλημα αντίληψης των πραγματικοτήτων. Πρώτο, οι πρόσφατες αρνητικές τοποθετήσεις των Γερμανών κατά της Κύπρου για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος έγιναν από τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους, τους Αριστερούς και τους Φιλελεύθερους, στο πλαίσιο των αντιπολιτευτικών τους σκοπιμοτήτων κατά της Γερμανίδας Καγκελαρίου. Δεν νομίζω να είναι άγνωστη στην Κύπρο η τακτική της χρήσης της εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική κατανάλωση. Και δεύτερο, ο δρόμος προς την υπογραφή του Μνημονίου είναι δύσκολος. Ακριβώς για αυτό το λόγο, απαιτείται ένα ηγέτης που να διαθέτει την εμπειρία, τις διασυνδέσεις, την αξιοπιστία, αλλά και που να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων ηγετών. Αυτός είναι ο Νίκος Αναστασιάδης, και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του με Μαλά και Λιλλήκα.
Η κρίση πανικού, όσο ο Νίκος Αναστασιάδης αποκτά μεγαλύτερο προβάδισμα, θα μεγαλώνει. Εμείς όμως έχουμε τεκμηριωμένα επιχειρήματα και προγραμματικές θέσεις για να απαντήσουμε σε κάθε κατηγορία. Η 17η Φεβρουαρίου πλησιάζει. Και μαζί της, και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Γράφει: Σάβια Όρφανίδου