Η μεγάλη αποχή των πολιτών στις τελευταίες πολιτειακές εκλογές, αλλά και οι φόβοι που εκφράζονται για ακόμη μεγαλύτερη αποχή στις επικείμενες εκλογές, δεν είναι καθόλου άσχετη με την τεράστια απαξίωση που υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο για την πολιτική και τους πολιτικούς.
Μια απαξίωση που εντάθηκε τα τελευταία χρόνια (πρόσφατες έρευνες έχουν καταδείξει ότι μόνο το 9% των πολιτών εμπιστεύονται τα κόμματα!), κυρίως λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και του κοινωνικοπολιτικού της αντίκτυπου.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, είναι όντως μεγάλο το στοίχημα για όλα τα πολιτικά κόμματα να επανακτήσουν την αξιοπιστία τους και να κερδίσουν ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών. Σε αυτή την προσπάθεια, η άσκηση αυτοκριτικής και η υποβολή εποικοδομητικών προτάσεων για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, θα πρέπει να είναι η βάση πάνω στην οποία θα κτιστεί μια νέα πολιτική κουλτούρα.
Μέσα σε αυτό το πρίσμα, η θέσπιση της οριζόντιας ψηφοφορίας, δηλαδή, η ευχέρεια του πολίτη να ψηφίζει ελεύθερα αυτούς που θεωρεί άξιους υποψηφίους, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης, καθίσταται πλέον αδήριτη ανάγκη. Μια ανάγκη που δημιουργεί προϋποθέσεις για τον καθολικό εκσυγχρονισμό του εκλογικού συστήματος του τόπου.
Για χάρη της ιστορίας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συζήτηση γύρω από την καθιέρωση της οριζόντιας ψηφοφορίας, δεν είναι βεβαίως καινούργια, καθώς ο Δημοκρατικός Συναγερμός έχει, προ δεκαετίας, διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του θέματος. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, υπέβαλε ολοκληρωμένη πρόταση για εκσυγχρονισμό του εκλογικού νόμου, η οποία, μεταξύ άλλων, προωθούσε την καθιέρωση βουλευτών επικρατείας μέσω οριζόντιας ψηφοφορίας.
Κανείς φυσικά δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι τα πολιτικά κόμματα και η πολυφωνία, είναι θεμελιώδες κομμάτι της δημοκρατίας και κανείς δεν πρέπει να στοχεύει στην αποδυνάμωση του ρόλου που αυτά διαδραματίζουν στην πολιτική ζωή του τόπου. Όμως είναι πλέον εμφανές, όπως υποδηλώνεται και από τα ψηλά ποσοστά αποχής, πως μια μεγάλη μερίδα των πολιτών δεν είναι δέσμια των κομματικών ιδεολογιών και ούτε παραμένει πιστή σε κομματικές ταυτότητες. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι αυτοί που δηλώνουν ότι εάν είχαν τη δυνατότητα να επιλέγουν πρόσωπα από οποιοδήποτε κόμμα, τότε θα προσέρχονταν στις κάλπες.
Η οριζόντια ψηφοφορία αποτελεί ένα προοδευτικό μέτρο που θεμελιώνει την ελευθερία έκφρασης των πολιτών. Δίνει την ευχέρεια στον πολίτη να επιλέξει τους πιο ικανούς από κάθε κόμμα, δημιουργώντας ένα πιο δυνατό, αποτελεσματικό και αντιπροσωπευτικό νομοθετικό σώμα. Δίνει την ευχέρεια σε ανεξάρτητους υποψηφίους να διεκδικήσουν με αξιώσεις μια βουλευτική έδρα. Δίνει την ευχέρεια στον πολίτη να ξεφύγει από κομματικά στεγανά και κατεστημένα.
Η τεράστια απήχηση που βρίσκει η οριζόντια ψηφοφορία στην κοινωνία των πολιτών, και όχι μόνο, σε συνδυασμό με την εμφανή απαξίωση των πολιτών προς τα κόμματα, τα οποία θεωρεί εστίες διαφθοράς και εξυπηρέτησης συμφερόντων, θα πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά όλες τις ηγεσίες των πολιτικών δυνάμεων. Η προώθηση της οριζόντιας ψηφοφορίας μπορεί να γίνει μέσω της καθιέρωσης συγκεκριμένου αριθμού βουλευτών επικρατείας, χωρίς απαραίτητα την αύξηση των βουλευτικών εδρών, διατηρώντας παράλληλα και το αναλογικό σύστημα που ισχύει σήμερα για εκλογή υποψηφίων για τις βουλευτικές έδρες σε κάθε επαρχία.
Υπάρχουν διάφορες μορφές οριζόντιας ψηφοφορίας, οι οποίες θα μπορούσαν να μελετηθούν, βασισμένες σε καλές πρακτικές και θετικές εμπειρίες άλλων χωρών, οι οποίες ενδεχομένως να συνδυάζουν ένα μεικτό σύστημα, το αναλογικό (αυτό που ισχύει στην Κύπρο σήμερα) και το πλειοψηφικό σύστημα, με βάση το οποίο εκλέγεται ο υποψήφιος που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους.
Στο Δημοκρατικό Συναγερμό είναι πάντοτε πεποίθηση μας ότι η Κύπρος πρέπει να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, να εκσυγχρονίζεται και να συμπορεύεται με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η προώθηση της οριζόντιας ψηφοφορίας, αλλά και η ενδεχόμενη αύξηση του ορίου εισδοχής στη Βουλή, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για συζήτηση, με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή, κοινωνική και πολιτική, συναίνεση για την ανανέωση της δημοκρατικής λειτουργίας του εκλογικού μας συστήματος.
Γράφει: Σάβια Όρφανίδου