«Η ανθρώπινη ζωή είναι σχετικά σύντομη». Αυτό έγραφε το άρθρο, με μια φωτογραφία από ένα δάσος από πάνω, με το φως να ξεπροβάλλει μέσα από τους ψηλόλιγνους κορμούς των δέντρων.
Δεν θυμάται τώρα ποιος ήταν ο τίτλος του άρθρου και γιατί το άνοιξε, μάλλον ήταν μηχανικό, προσπαθούσε να περάσει λίγο την ώρα της μέχρι να τελειώσει η μαμά την χημειοθεραπεία και να πάνε σπίτι. Μόλις έπεσε το μάτι της στην φράση εκείνη μια νοσοκόμα την πλησίασε και της είπε ότι η μητέρα της την ζητάει. Έβαλε το κινητό στην τσάντα της και πήγε δίπλα της.
Είχε έρθει άλλες 2 φορές με την μαμά της σε αυτό που έλεγαν day care. Το έλεγαν όλοι πολύ χαλαρά, σαν να έλεγαν ας πούμε μέρα γνωριμίας. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε να έρχεται. Δηλαδή ήθελε να έρχεται με τη μαμά της, αλλά δεν ήθελε να έρχεται εδώ. Έβλεπε τόσο κόσμο να έχει την ίδια αρρώστια, αλλά τόσο διαφορετικά. Σαν να βρισκόντουσαν όλοι στο ίδιο ακριβώς βιβλίο, αλλά ο καθένας τους σε διαφορετικό κεφάλαιο, σε διαφορετική σελίδα, σε διαφορετική αράδα. Και αυτό το γαμημένο το βιβλίο για κάποιους έκλεινε και έμπαινε στο ράφι και για κάποιους δεν τελείωνε, δεν είχε τελευταίο κεφάλαιο, είχε μόνο τελευταίο ασπασμό. Αλλά είπαμε, η ανθρώπινη ζωή είναι σχετικά σύντομη.
Η μαμά της είχε καρκίνο στο στήθος και τώρα με μετάσταση. Τις λεπτομέρειες για την αρρώστια της μαμάς της είχε αναλάβει ο αδερφός της, αυτή δεν ήθελε να ξέρει. Μια φορά μόνο στην αρχή έψαξε λίγο στο ίντερνετ τι σημαίνουν όλα αυτά και σταμάτησε νωρίς.
«Φέρε μου λίγο νερό αγάπη μου». Η μαμά της. Η Αντριάνα. Μικροκαμωμένη, την έβλεπες εκεί μέσα κι έλεγες τι διάολος ο καρκίνος, πάει και βρίσκει τα πιο αδύναμα πλάσματα. Είχε μαμαδίστικα μαλλιά, αυτό το κούρεμα που μάλλον έχουν όλες οι μαμάδες μετά τα 50, δεν ξέρω κιόλας σίγουρα, έτσι το ‘χω στο μυαλό μου. Μετά φυσικά (αφύσικα;) έπεσαν και φόραγε περούκα και μαντήλια. Αλλά αυτό που σε έκανε να την χαζεύεις ήταν τα μάτια της. Είχε με διαφορά τα πιο γαλάζια μάτια που έχω δει κι ένα γαλήνιο βλέμμα, σαν να μάζεψε την καλοσύνη όλου του κόσμου και την μοίρασε στα δυο της μάτια. Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι. Κάθε φορά που ακούω το τραγούδι την κυρία Αντριάνα σκέφτομαι.
Πήγε να της πάρει νερό και είδε ότι στο ψυγειάκι του νερού στο χωλ είχαν τελειώσει τα πλαστικά ποτήρια. Έψαξε γύρω της, είδε ένα νοσοκόμο, τον ρώτησε, κράταγε κάτι κίτρινες σακούλες με ένδειξη «τοξικό» ο άνθρωπος, βιαζότανε, της είπε να ψάξει στο κουζινάκι. Βρήκε την πόρτα για την κουζίνα, την άνοιξε σιγά, δεν ήξερε κιόλας αν μπορούσε να μπει μέσα. Και τότε την άκουσε. «Είχα και την κυρία Αντριάνα σήμερα να με ρωτάει αν θα πεθάνει. Μα δεν το βλέπουν;! Και σε κοιτάει μ’ αυτά τα γαλάζια μάτια, δεν ήξερα τι να κάνω». Έσκυψε το κεφάλι της και προχώρησε, την είδε την γιατρό βουρκωμένη, ζήτησε τα ποτήρια τα πλαστικά, μια κοπέλα με σγουρά μαλλιά της τα έδωσε και είδε τα χέρια της πως έτρεμαν. Ψέλλισε ένα ευχαριστώ, βγήκε έξω, έβαλε νερό, πήγε στη μαμά. Η Αντριάνα κράταγε αυτό το γκρίζο χάρτινο μπολ για τον εμετό. Δεν ήθελε πια το νερό.
Τη νύχτα πριν κοιμηθεί σκεφτότανε πως η γιατρός κάποτε θα λέει πως μια φορά είπε πως μια ασθενής της θα πεθάνει την ώρα που έμπαινε η κόρη της μέσα. Εντάξει, έτσι κι αλλιώς, η ανθρώπινη ζωή είναι σχετικά σύντομη. Αυτό έπρεπε να της είχε πει.
Γράφει: Ρωξάνη Παστού