…και η προώθησή τους σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
Σε περιόδους οικονομικής κρίσης κατατίθενται προτάσεις οι οποίες σε θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο μπορούν να αποδοθούν στo νομπελίστα οικονομολόγο ιδρυτή της «σχολής του Σικάγου» Μ. Friedman. Χωρίς να προχωρούμε στην ανάλυση του «Δόγματος του Σοκ», σύμφωνα με το οποίο ύστερα από επώδυνες για τον κοινωνικό ιστό καταστάσεις, οφείλουμε να προβαίνουμε σε ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις και ριζικές αλλαγές στα θεμέλια της κοινωνίας και της οικονομίας, θεωρούμε απαραίτητο να αναλύσουμε στοιχειωδώς τις προτάσεις του για την παιδεία. Ήδη έχουν παρουσιαστεί στον τύπο δύο τουλάχιστο σχετικές προτάσεις που αφορούν στον χώρο της παιδείας: (i) Πόσο καλή επένδυση είναι η μόρφωση; (Μάριος Μαυρίδης), (ii) Παραγωγική παιδεία και ανταγωνισμός (Νίκος Τιμοθέου). Στο πρώτο κείμενο διατυπώνεται η άποψη ότι η επένδυση στην εκπαίδευση, και ειδικά στην πανεπιστημιακή, είναι κερδοφόρα μόνον εάν είναι προσωπική επένδυση σε χρήμα και γίνεται σε τομείς που συνάδουν με τις παρούσες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Στο δεύτερο κείμενο προτείνεται με ξεκάθαρο τρόπο, χωρίς καν να αποδίδεται στον Friedman η πρότασή του για τη χρήση «κουπονιών» (vouchers chools) που θα παραχωρεί το κράτος ή οργανισμοί χρηματοδότησης στους μαθητές ή φοιτητές.
Ο Friedman, ίσως με μία δόση υπερβολής, μπορεί να θεωρηθεί για τον 20ο αιώνα ό,τι ο Adam Smith για τον 18ο αιώνα. Προέβαλε κυρίως ως επιτυχημένες οικονομίες αυτές που βασίζονται στη λιτότητα, στη σκληρή δουλειά με καταγεγραμμένη αποδοτικότητα και στην πλήρη αυτορρύθμιση της αγοράς. Ειδικά στο χώρο της εκπαίδευσης που σήμερα εξετάζουμε, υποστήριξε την εισαγωγή του θεσμού της επιλογής σχολείου, εφόσον ο ανταγωνισμός, στο πλαίσιο της σκέψης του, οδηγεί σε μετρήσιμη εξεταστικά βελτίωση της ποιότητας και στην εισαγωγή του συστήματος των «κουπονιών» (η πρόταση αυτή που μπορεί να σήμερα να παρουσιάζεται ως καινούρια κατατέθηκε από το 1969). Η εφαρμογή αυτών των ιδεών, πάντα κατά τον Friedman, οδηγεί στα ακόλουθα: (α) μεταφορά της δύναμης του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος στους γονείς, την κοινότητα και τους ψηφοφόρους, (β) επικέντρωση σε μετρήσιμα αποτελέσματα για συγκεκριμένους γνωστικούς τομείς περιεχομένου (εις βάρος όμως κατά την άποψή μας, της ολόπλευρης ψυχοσωματικής και συναισθηματικής ανάπτυξης των παιδιών), (γ) διαχωρισμό της χρηματοδότησης από την παραγωγή, εφόσον το κράτος παρέχει στο μαθητή ένα κουπόνι ισοδύναμης αξίας με τις κατά κεφαλήν κρατικές δαπάνες και η εισαγωγή σε σχολεία γίνεται με βάση αποτελέσματα σε εξετάσεις που διοργανώνουν τα σχολεία ή οι κοινότητες.
Το ιδεολογικό υπόβαθρο της θεωρητικής προσέγγισης του Friedman προσεγγίζει το σχολείο ως μία επιχείρηση που με βάση την αποδοτικότητα προσελκύει τους πελάτες του και λόγω του ανταγωνισμού βελτιώνεται ενώ όσοι για κοινωνικούς, προσωπικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς λόγους αδυνατούν να ακολουθήσουν το σύστημα το εγκαταλείπουν. Αντιλαμβανόμαστε ότι ένα τέτοιο σχολείο εκπαιδεύει και επανεκπαιδεύει τον καταναλωτή εργαζόμενο ο οποίος υπηρετεί ένα πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά καθορισμένο σύστημα, αντί τον κριτικά σκεπτόμενο πολίτη της κοινωνίας που μορφώνεται για να βελτιώσει το περιβάλλον της κοινωνίας όπου ζει. Θιασώτης των συγκεκριμένων ιδεών ήταν η Thatcher, οι παρεμβάσεις της οποίας στο χώρο της εκπαίδευσης αποδόμησαν το σύστημα, ταρακούνησαν τα θεμέλια του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος, οδήγησαν στην επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων στο χώρο της παιδείας, στην «γκετοποίηση» σχολείων και στην υιοθέτηση και υλοποίηση πολιτικών επιδιώξεων για την ικανοποίηση οργανισμών που χρηματοδοτούσαν τα σχολεία. Στο χώρο της πανεπιστημιακής τους εκπαίδευσης, έχει κατακριθεί το γεγονός ότι η προσήλωση στο εύκολο κέρδος οδήγησε ακόμα και μερικά από τα καλύτερά τους πανεπιστήμια σε εκπτώσεις σε σχέση με τα επίπεδα και σε ανοίγματα «πώλησης πτυχίων» με παραρτήματα σε φτωχές κυρίως χώρες.
Παρόλο που ο ίδιος ο Friedman δέχτηκε σοβαρή κριτική για τις συμβουλευτικές του υπηρεσίες στο δικτατορικό καθεστώς της Χιλής, είναι αρκετό να αναφερθεί ότι παρά τη διάθεση εκατομμυρίων από το ίδρυμά του για την υιοθέτηση των απόψεών του στο χώρο της παιδείας, δεν τις εφάρμοσαν δεκάδες πολιτείες της Αμερικής (σε συνέντευξή του το 2003 στο CNBC παραδέχτηκε ο ίδιος ότι κανένας πρόεδρος της Αμερικής δεν προώθησε την υλοποίηση των ιδεών του) ενώ μέχρι και πρόσφατα (το 2006) το ανώτατο δικαστήριο της Φλόριντας κήρυξε τα «κουπόνια» ως αντισυνταγματικά. Όταν στη χώρα που ανέδειξε τον ανταγωνισμό ως πανάκεια, την αποδοτικότητα και τους όρους της αγοράς εργασίας στην εκπαίδευση αντικρίζεται η ιδέα με σκεπτικισμό ως προς τον κίνδυνο πλήρους αποδόμησης δια της εκπαίδευσης του κοινωνικού κορμού και ενίσχυσης των κοινωνικών ανισοτήτων οικονομικά και πολιτισμικά ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού, αξίζει αν μη τι άλλο, να μην παρουσιάζονται οι ιδέες του ως λύσεις «ισοπολιτείας».
Όσον αφορά στις απόψεις για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την «επένδυση», το κύριο θέμα είναι το κατά πόσο το θέμα αντικρίζεται από την οπτική γωνία του ατόμου ή της κοινωνίας. Ήδη από τη δεκαετία του 60 οικονομολόγοι, όπως ο Becker, υποστήριξαν τη θέση ότι η εκπαίδευση αποτελεί μια επένδυση που παρέχει πλεονεκτήματα στον κάτοχό της και αναφέρθηκαν στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Ενώ κοινωνιολόγοι, όπως ο Bourdieu, αναφέρθηκαν στο πολιτισμικό κεφάλαιο που προκύπτει από την συμμετοχή του ατόμου σε διάφορες πολιτισμικές εμπειρίες και τη σύνδεσή του με το εκπαιδευτικό κεφάλαιο. Είναι δεδομένο ότι τα πλέον εξοπλισμένα από πλευράς εκπαιδευτικού κεφαλαίου κοινωνικά στρώματα μεταδίδουν περισσότερο πολιτισμικό κεφάλαιο στα παιδιά τους. Οι χώρες που έχουν ψηλό κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, είναι εκείνες που επενδύουν ως κοινωνίες στην παιδεία τους και όχι εκείνες που υπερηφανεύονται ότι επενδύουν περισσότερα σε «εισαγόμενα κεφάλια» και κατατάσσονται τα πανεπιστήμια τους στις πρώτες λίστες, αλλά δεν επενδύουν στοιχειωδώς στις στρατιές άστεγων και αναλφάβητων. Το ζητούμενο είναι με την πρόσβαση παιδιών από τα κατώτερα στρώματα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, τα οποία δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να «επενδύσουν» χρήμα σε ατομικό επίπεδο, αλλά επενδύουν κόπο, χρόνο κλπ, να δοθεί η δυνατότητα ενίσχυσης του πολιτισμικού τους κεφαλαίου. Η άνοδος και βελτίωση του πολιτισμικού κεφαλαίου μιας κοινωνίας είναι η πιο προσοδοφόρα επένδυση για την κοινωνία στο σύνολό της, εάν και εφόσον όντως θέλουμε ενεργητικά σκεπτόμενους πολίτες με κρίση και άποψη.
Γίνεται τέλος, πολλή συζήτηση το τελευταίο διάστημα για τις κοινωνικές και ευρύτερα τις ανθρωπιστικές επιστήμες, επικεντρώνοντας την προσοχή στις μειωμένες επαγγελματικές προοπτικές. Εντέχνως επιχειρείται μια κατηγοριοποίηση των προγραμμάτων σπουδών, των Τμημάτων και των Σχολών με μοναδικό κριτήριο την επαγγελματική αποκατάσταση των απόφοιτών τους σε άμεσα συναφή επαγγέλματα. Προωθείται ουσιαστικά με έμμεσο τρόπο η επαγγελματική κατάρτιση των ατόμων ως εναλλακτική της πανεπιστημιακής και η μείωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε τριετή για να είναι πιο άμεση η σύνδεση με την επαγγελματική ζωή (κατά τη συνθήκη της Μπολόνια). Μέχρι πρόσφατα τα όσα υποστήριζαν οι Ευρωπαίοι εταίροι υιοθετούνταν χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και προβληματισμό. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι η τραγική θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Κύπρος θα μας επιτρέψει να δούμε πιο κριτικά τις απόψεις οι οποίες έχουν πάντοτε ιδεολογικό στίγμα. Ο περιορισμός της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε επαγγελματικές δεξιότητες, δείχνει ότι πρωτεύοντα ρόλο έχει η ανάπτυξη εργασιακών δεξιοτήτων παρά η δημιουργική, επιστημονική σκέψη και οι δεξιότητες αμφισβήτησης και έρευνας. Όπως έχω αναφέρει ξανά τον τελευταίο καιρό, αλίμονο εάν θεωρούμε ότι Τμήματα Γλωσσολογίας, Κλασικών σπουδών, Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας, Κοινωνιολογίας, Εκπαίδευσης κλπ, δεν έχουν θέση στα Πανεπιστήμιά μας γιατί οι απόφοιτοί τους δεν συνδέονται κατά άμεσο τρόπο με συγκεκριμένο τομέα της αγοράς εργασίας.
Κλείνοντας τη σύντομη παρέμβαση σε σχέση με τις πολιτικές προτάσεις για την παιδεία και την κριτική προσέγγιση που πρέπει να έχουμε, ας έχουμε γενικά κατά νου, ότι ο ίδιος ο Friedman υποστήριζε ότι οι οικονομικές κρίσεις είναι χρήσιμες για να επιβάλεις την αλλαγή και την πολιτική που υπό άλλες συνθήκες δεν μπορείς, γιατί οι νέες πρωτοβουλίες παρουσιάζονται ως αναγκαίες χάρη στα νέα δεδομένα.
(Σημείωση: βασικές ιδέες του κειμένου πρωτοδημοσιεύτηκαν στο Ενημερωτικό Δελτίο Οκτωβρίου του Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας).
Γράφει: Ρίτα Παναούρα