Αν η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μια μετοχή, τον τελευταίο καιρό θα είχε κατρακυλήσει σε ιστορικά χαμηλά, με αξία να φτάνει μόνο για προσάναμμα.
Όταν σε δημόσιες ομιλίες, σε συζητήσεις με παρέες, στο διαδίκτυο, υπερασπίζομαι την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με αντιμετωπίζουν συχνά ως ακατανόητη παραφωνία, ως τον άνθρωπο που έπεσε στη γη και δεν αναγνωρίζει ακόμα την ισχύ των κοινών παραδοχών.
Η κεντρική ιδέα είναι ότι η Ε.Ε. φταίει για όλα, έστω κι αν σε άλλα πράγματα αναφέρονται οι υπερσυντηρητικοί, οι ακροαριστεροί, οι ακροδεξιοί, οι απολιτικοί και οι αντιπολιτικοί (μακριά σειρά και μάλιστα σπρώχνονται ποιος θα περάσει πρώτος).
Η Ε.Ε. κατηγορείται τόσο για το μεγάλο μέγεθος της εμπλοκής της στις ζωές μας (έτσι προξένησε και τα δεινά μας) αλλά συγχρόνως και για την απουσία της, για την αδυναμία της να μας προστατέψει και να μας οδηγήσει σε ασφαλή προορισμό. Βέβαια, αυτή η παράδοξη στάση (που έχει μέσα πολλή υποκρισία για να την αποκαλέσω σχιζοφρενική) δεν αποτελεί κυπριακή πρωτοτυπία, πρόκειται για πανευρωπαϊκή πραγματικότητα. Σε κάθε κράτος όμως παίρνει τοπικά χαρακτηριστικά και φέρνει στην επιφάνεια τα σκοτεινά σημεία του ιστορικού της δικής του πορείας ένταξης.
Στην Κύπρο η βασική πρόσληψη είχε να κάνει με μια συμμαχία (άδηλου) στρατιωτικού τύπου, παρά οικονομικού και πολιτικού. Πιο απλά, η Ε.Ε. θα βοηθούσε τους Ελληνοκύπριους να ανατρέψουν τα αποτελέσματα της εισβολής καθώς θα πίεζε την Τουρκία να αποδεχτεί τα δικά μας δίκαια. Η θολή αυτή επιθυμία/ερμηνεία, η οποία διακινήθηκε από την πολιτική εξουσία και τα media από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, είχε τόση ρεαλιστική βάση όσο και η ρητορική της «ισχυρής Ελλάδας» που διακονούσε, την ίδια εποχή, η αρωγός μας στην πορεία προς την ένταξη, η τότε ελληνική κυβέρνηση. Η παρερμηνεία αυτή δεν άργησε να διαλυθεί, εξαιτίας της θετικής στάσης της Ε.Ε. στο Σχέδιο Ανάν, που η ελληνοκυπριακή πλευρά, ακολουθώντας τη συμβουλή του τότε Προέδρου αλλά και του Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ, καταψήφισε σε μεγάλο ποσοστό. Το τέλος του «πλαστικού ρομάντσου» επισφραγίστηκε με την αδυναμία των κομμάτων που σχηματίστηκαν πάνω στην αφήγηση μιας «Ευρωπαϊκής Λύσης» να αποκτήσουν σημαντική εκλογική επιρροή.
Απασχολημένοι καθώς ήμασταν με τα προβλήματά μας (τα οποία ήταν προφανώς τα σημαντικότερα στην υφήλιο), δεν ενδιαφερθήκαμε ιδιαίτερα να γνωρίσουμε την ιστορία, τη φιλοσοφία, τις εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις του θεσμού στον οποίο ζητήσαμε και επιτύχαμε να ενταχθούμε. Καθόλου δεν βοήθησε το ότι ο πρώτος μας Πρόεδρος μετά την ένταξη βρισκόταν (θέλοντας και μη) σε ένα είδος πολιτικής καραντίνας, γεγονός που επέτεινε την εσωστρέφεια, αλλά και το ότι ο δεύτερος έβλεπε την Ε.Ε. μέσα από τα γυαλιά του Ψυχρού Πολέμου και τους περιορισμούς της ιδεολογίας του.
Ήταν στραβό το κλήμα, το έφαγε και ο γάιδαρος. Το 2013, τα ισχυρά κράτη της Ε.Ε., με προεξάρχουσα τη Γερμανία, αποφάσισαν ότι η Κύπρος ήταν «πολύ μικρή για να έχει σημασία» και πειραματίσθηκαν με έναν νέο τρόπο επίλυσης προβλημάτων τραπεζικού και δημόσιου χρέους. Ήταν μια βιαιότατη κίνηση που σκοπό είχε να καθησυχάσει τους πολίτες των πλεονασματικών χωρών ότι η μέθοδος που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα δεν επρόκειτο να επαναληφθεί, και συγχρόνως να «πείσει» τα άλλα κράτη που αντιμετώπιζαν δυσκολίες δανεισμού ότι είχε ανατείλει μια άλλη εποχή, όπου τη θέση της λαιμητόμου στην ημερήσια διάταξη έχει πάρει πια το κούρεμα των καταθέσεων.
Παρά τα διάφορα ευτράπελα που ακούγαμε εκείνες τις θλιβερές ημέρες ανάμεσα στα δύο Eurogroup από σοβαρούς αναλυτές περί κατάρρευσης του ευρώ και του καπιταλισμού, λόγω του «συστημικού κινδύνου» που συνιστούσε η Κύπρος, το μόνο που μας έμεινε, πέρα από την βομβαρδισμένη οικονομία, ήταν ο θυμός για τους άμεσους θύτες. Βέβαια, η φωτιά έκαψε και την υστεροφημία της κυβέρνησης Χριστόφια (που έκανε τα αδύνατα δυνατά για πετάξει την «καυτή πατάτα» στους επόμενους) αλλά και τη βιτρίνα της κυβέρνησης Αναστασιάδη.
Μετά τον περσινό Μάρτιο, οι Ελληνοκύπριοι μοιάζουν με κάποιον που παντρεύτηκε δίχως έρωτα, από συμφέρον, και, με το πέρασμα του χρόνου, όχι μόνο οι παράπλευρες επιδιώξεις δεν ικανοποιήθηκαν αλλά και ο σύζυγος αποδείχτηκε κάπως άρρωστος, απρόβλεπτος έως επιθετικός. Το πιο παράξενο από όλα, φαίνεται να έχει κι αυτός τα δικά του συμφέροντα (τελικά δεν υπήρχαν Κουτόφραγκοι, ήταν ένας αστικός μύθος).
Και τώρα τι κάνουμε; Παρά τις απογοητεύσεις, και τα ευρήματα του Ευρωβαρόμετρου, έχω την άποψη ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό των Ελληνοκυπρίων θα επιθυμούσε στα σοβαρά μια έξοδο από την Ε.Ε. Το ΑΚΕΛ έκανε πέρσι ντόρο δυο μήνες με την οικονομική του πρόταση (η οποία περιλαμβάνει έξοδο από το κοινό νόμισμα). Τη δημοσιοποίησε μόνο μετά την υπογραφή του μνημονίου και μετά δεν άκουσε κανένας ξανά για αυτή. Η δε «Συμμαχία Πολιτών» δεν έχει επιτύχει ως τώρα να οδηγήσει τους οργισμένους πολίτες στην εθνικολαϊκιστική πολιτική της αγκάλη.
Οι Ελληνοκύπριοι δεν θέλουν δράματα. Έχουν ζήσει αρκετά, και τα θυμόνται, ενώ και τώρα έχουν πολλά προβλήματα, για να μπουν σε περιπέτειες. Έτσι, συνεχίζουν εντός Ε.Ε., ακολουθώντας λίγο-πολύ καρτερικά τις επιταγές του Μνημονίου. Μέχρι και για το Κυπριακό δείχνουν, για πρώτη φορά, ότι θέλουν να προχωρήσουν σε λύση, σε έναν ιστορικό συμβιβασμό.
Μήπως αυτή είναι μια νέα ευκαιρία στη σχέση μας με την Ε.Ε.; Μια ευκαιρία να αλλάξουμε σε βάθος εμείς, αλλά και συγχρόνως να επηρεάσουμε τις εξελίξεις στην Ευρώπη (καθώς και η Ε.Ε. είναι σε φάση « αλλαγής ή διάλυσης»); Αυτή είναι η δική μου ελπίδα, επιθυμία και πεποίθηση. Την επόμενη Κυριακή θα διαβάσετε (αν έως τότε δεν πέσει ο ουρανός στα κεφάλια μας , όπως φοβόντουσαν οι Γαλάτες του Αστερίξ) τη συνέχεια του σημερινού μου άρθρου, ένα κείμενο για την «Ευρώπη που θέλουμε».
Γράφει: Ρένα Χόπλαρου
Υποψήφια Ευρωβουλευτής ΔΗ.ΣΥ
Μέλος της Πρωτοβουλίας «Μένουμε Ευρώπη»