Home Ράνια Γεωργίου Περί Ενιαίας Εκπαίδευσης το ανάγνωσμα. Της Ράνιας Γεωργίου

Περί Ενιαίας Εκπαίδευσης το ανάγνωσμα. Της Ράνιας Γεωργίου

Πού πρέπει να φοιτούν τα παιδιά με αναπηρίες; Ποιος θα έχει τον τελικό και τελευταίο λόγο για το πλαίσιο φοίτησής τους (ειδική μονάδα ή γενική τάξη, γονείς ή κράτος); Τι είδους παροχές ή στήριξη δικαιούνται;


 

Ερωτήματα και προβληματισμοί που αναδύθηκαν έντονα σε δημόσιες συζητήσεις το τελευταίο διάστημα με αφορμή την προτεινόμενη τροποποίηση της νομοθεσίας για την Ειδική Εκπαίδευση. Στον ένα πόλο φαίνεται να είναι διάφοροι οργανωμένοι φορείς, εκπαιδευτικοί και γονείς που θεωρούν πως δεν είναι εφικτή η πλήρης ενιαία εκπαίδευση με βάση τα δεδομένα που επικρατούν στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ στον άλλο πόλο οι ομάδες πίεσης γονέων, εκπαιδευτικών και ακαδημαϊκών που επιμένουν πως ανεξαρτήτως υφιστάμενης κατάστασης ή ανεπαρκειών, θα πρέπει να καταργηθούν όλα τα διαχωριστικά πλαίσια (ειδικά σχολεία, ειδικές μονάδες κτλ) για να υπάρχει φοίτηση όλων των παιδιών με αναπηρίες στη γενική τάξη, με βάση το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας.

Σύμφωνα με ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις  για τα δικαιώματα των παιδιών με αναπηρίες, είναι πλήρως κατοχυρωμένο το αναφαίρετο δικαίωμά τους να φοιτούν στο δημόσιο σχολείο στη γενική τάξη, όπου αυτό είναι εφικτό, και να λαμβάνουν την απαραίτητη εξατομικευμένη στήριξη ανάλογα με τις εκπαιδευτικές ή άλλες ανάγκες τους. Τα παιδιά είναι παιδιά και ανήκουν στο σχολείο μαζί με τους συμμαθητές τους.  Καμία διαφορετικότητα, κανένα ιδιαίτερό τους  χαρακτηριστικό δεν θα πρέπει να αποτελεί δικαιολογία ή τροχοπέδη για να απομακρύνονται από το σχολείο και να περιθωριοποιούνται σε ειδικά πλαίσια εκπαίδευσης. Στην πραγματικότητα, τα κυριότερα εμπόδια των παιδιών με αναπηρίες δεν είναι η αναπηρία τους καθαυτή αλλά η ανικανότητα και η απροθυμία ενός συστήματος να αναπροσαρμόσει ή να δημιουργήσει εκ νέου τις κατάλληλες εκείνες συνθήκες (εκπαιδευτικές και άλλες) για να μπορεί ένα παιδί να αναπτύξει όλο το φάσμα των δυνατοτήτων του εντός τους γενικού πλαισίου εκπαίδευσης.

Σε κάθε απόφαση όμως που λαμβάνουμε είτε σε ατομικό είτε σε θεσμικό επίπεδο θα πρέπει πρωτίστως να θέτουμε ως πρωταρχικό μας κριτήριο την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του κάθε παιδιού ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη αρχή της Μη Διάκρισης. Κι εδώ αρχίζει το όλο ζήτημα να πολυπλοκοποιείται αφού πολλοί ταυτίζουν τη Μη Διάκριση με την ίδια μεταχείριση.  Γιατί ένα είναι το σίγουρο. Τίποτα δεν είναι μαύρο άσπρο αφού κάθε περίπτωση πρέπει και οφείλουμε να την αντιμετωπίζουμε ξεχωριστά αναλόγως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τίθεται σε αμφισβήτηση το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα των παιδιών με αναπηρίες να ανήκουν στο γενικό πλαίσιο εκπαίδευσης αλλά ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία θα γίνει αυτό εφικτό. Δεν θα πρέπει επίσης να τίθεται εν αμφιβόλω (όπως φαίνεται να γίνεται με την υφιστάμενη προτεινόμενη τροποποίηση) το δικαίωμα των γονιών να λαμβάνουν μέρος στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τα παιδιά τους.

Υπάρχουν δηλαδή γονείς, οι οποίοι για τους δικούς τους λόγους και με τη σύμφωνη γνώμη των ειδικών που αξιολογούν τα παιδιά τους, προτιμούν και επιδιώκουν να φοιτούν τα παιδιά τους σε ειδικές μονάδες εντός των σχολείων έτσι ώστε η ένταξη να γίνεται σταδιακά και με βάση τις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού ξεχωριστά. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει γι΄ αυτό; Η ενοχοποίησή τους, ότι δηλαδή «πετάνε» τα παιδιά τους στις μονάδες, μόνο ένταση και αχρείαστο πόνο προκαλεί στους γονείς αυτούς. Στον αντίποδα είναι βεβαίως και οι γονείς που επιδιώκουν και αγωνίζονται ώστε τα παιδιά τους να φοιτούν στο γενικό πλαίσιο εκπαίδευσης, λαμβάνοντας εξατομικευμένη και κατάλληλη στήριξη. Ως εκ τούτου, οποιοσδήποτε περιορισμός των δικαιωμάτων των γονιών ως προς τη συμμετοχή τους σε όλα τα στάδια αξιολόγησης του παιδιού τους καθώς και στη λήψη τελικών αποφάσεων, θα πρέπει να μας ανησυχήσει.  Όπως ανησυχία πρέπει να μας προκαλεί και η απουσία λογοδοσίας και ανάληψης ευθυνών από πλευράς του κράτους όταν διαπιστώνεται πως η παροχής στήριξης ήταν ακατάλληλη ή ανεπαρκής.

Το κράτος θα πρέπει επιτέλους να αναλάβει τις ευθύνες του οικοδομώντας τις κατάλληλες συνθήκες για να μπορούν τα παιδιά με αναπηρίες, ήπιες ή σοβαρές,  να βρίσκονται εκεί που πραγματικά ανήκουν: στην ίδια τάξη, στην ίδια αυλή, στο ίδιο σχολείο, στις ίδιες εκδρομές, στις ίδιες δραστηριότητες, στα ίδια παιχνίδια με όλα τα υπόλοιπα παιδιά, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό. Η δημιουργία των κατάλληλων αυτών συνθηκών (δεύτερος βοηθός δάσκαλος στις τάξεις, μειωμένος αριθμός παιδιών ανά τμήμα, κατάλληλη τεχνολογική και υλική υποστήριξη, συστηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών γενικής τάξης και πολλά άλλα) θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη και όχι να λειτουργεί ως προϋπόθεση για τη δημιουργία ενιαίων σχολείων.  Όλα αυτά είναι απολύτως απαραίτητα αλλά  η μη ύπαρξή τους δεν πρέπει για κανένα λόγο να αποτελεί το άλλοθι ή τη δικαιολογία της κυβέρνησης για τη μη συμπερίληψη  των παιδιών με αναπηρίες. Εξάλλου αν δεν πιέσουμε για πλήρη ενσωμάτωση πώς θα δημιουργηθούν οι ανάγκες για να αναδυθούν τα όποια κενά και να απαιτήσουμε να γίνουν οι ανάλογες μεταρρυθμίσεις;

Ένα και μόνο ένα θα πρέπει να είναι το «εισιτήριο» των παιδιών με αναπηρίες για τη φοίτησή τους στο γενικό σχολείο. Το ότι είναι παιδιά. Αυτό από μόνο του, το ότι μιλάμε δηλαδή για παιδιά,  αποτελεί  τη μοναδική αναγκαία συνθήκη για να ανήκει το κάθε παιδί στο γενικό πλαίσιο εκπαίδευσης. Όλα τα υπόλοιπα, αποτελούν υποχρεώσεις της πολιτείας. Υποχρεώσεις που οφείλει να εκπληρώσει για όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά. Ούτε από φιλανθρωπία,  ούτε από ελεημοσύνη, ούτε από καλοσύνη. Υποχρεώσεις συμφωνημένες και κατοχυρωμένες μέσα από διεθνείς νομοθεσίες οι οποίες θα πρέπει κάποτε να γίνουν πράξη.

Τα ωραία λόγια, τα ευχολόγια, οι βαρύγδουπες δηλώσεις, οι υποσχέσεις και οι δεσμεύσεις πρέπει να μετατραπούν επιτέλους σε πραγματικές, ορατές, χειροπιαστές, ουσιαστικές αλλαγές τις οποίες αναμένουμε να βιώσουμε έμπρακτα όλοι οι εκπαιδευτικοί και  όλα τα παιδιά μέσα στα σχολεία μας. Όσο κι αν έχουμε κουραστεί να καλύπτουμε τα κενά του κράτους και την έλλειψη οράματος για τη δημόσια παιδεία, δεν θα σταματήσουμε ποτέ να διεκδικούμε και να απαιτούμε πιο ανθρώπινα, ποιοτικά δημόσια σχολεία για όλα τα παιδιά και όχι σχολεία για την ελίτ και τους προνομιούχους.

Ως λειτουργοί της παιδείας, μία είναι η υπόσχεση που δίνουμε:  Θα παλεύουμε για κάθε παιδί μας, οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα κι αν έχει, για να λαμβάνει την στήριξη που χρειάζεται και να βρίσκεται εκεί που ανήκει. Στην ίδια ομάδα, στην ίδια τάξη, στο ίδιο σχολείο με τους συμμαθητές και συμμαθήτριές του.

Θέλουμε ένα σχολείο που αγκαλιάζει και αποδέχεται, ένα σχολείο που προωθεί την ενσυναίσθηση και τον σεβασμό, ένα σχολείο που ενισχύει τη συνεργασία και όχι τον ανταγωνισμό, ένα σχολείο δημοκρατίας και αγάπης που θα λειτουργεί ως χώρος ακαδημαϊκής και κοινωνικής μάθησης για όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά.

Τα παιδιά με τις όποιες αναπηρίες, είναι παιδιά. Χωρίς ειδικές υποσημειώσεις, χωρίς ειδικές προϋποθέσεις, χωρίς ειδικά κριτήρια. Ανήκουν εκεί που ανήκουν όλα τα παιδιά. Γι’ αυτό, δικαιούνται όλη την απαραίτητη βοήθεια για να ανθίσουν και να προοδεύσουν. Χωρίς «εάν», χωρίς «όταν θα», χωρίς «υπό τον όρο ότι», χωρίς «εφόσον» ή «αλλά». Έτσι απλά. Επειδή είναι παιδιά.

Γράφει: Ράνια Γεωργίου