Home Ράνια Γεωργίου Διαδικτυακός κανιβαλισμός και δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Της Ράνιας Γεωργίου

Διαδικτυακός κανιβαλισμός και δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Της Ράνιας Γεωργίου

Σε τηλεοπτική εκπομπή, άκουσα με έκπληξη τον κ. Μάριο Μαυρίδη, βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος, να αποκαλεί κανίβαλους του διαδικτύου και θύματα της προπαγάνδας της αντιπολίτευσης όσους ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες ανέπτυξαν έντονη διαδικτυακή δράση μέσα από αναρτήσεις τους ή αρθρογραφία ενάντια στις κυβερνητικές αποφάσεις για την παιδεία.


Ούτε λίγο ούτε πολύ, υπονόησε πως μια μεγάλη μερίδα πολιτών, ανάμεσα σε αυτούς και όσοι τον τίμησαν με την ψήφο τους, καθοδηγούνται από πρωτόγονα ένστικτα. Δήλωσε επίσης τον θαυμασμό του και την συμπάθειά του προς τον ΥΠΠ αφού έπεσε θύμα αυτού του «διαδικτυακού κανιβαλισμού», αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι θύτες είναι κυρίως εκπαιδευτικοί. Έδωσε μάλιστα τα θερμά του συγχαρητήρια στον ΥΠΠ που τολμά να διορθώσει, όπως είπε, τα κακώς έχοντα στην παιδεία. Θα προσπεράσω το οξύμωρο των δηλώσεών του, αφού ο ετσιθελισμός και ο αντιδημοκρατικός τρόπος που επιβλήθηκαν οι κυβερνητικές αποφάσεις χωρίς τήρηση θεσμοθετημένων διαδικασιών αλλά και η απουσία παιδαγωγικού περιεχομένου στις προτάσεις αυτές ήταν εμφανέστατη, εξού και η καθολική απόρριψή τους από τους εκπαιδευτικούς.

Οι δημόσιες αυτές δηλώσεις όμως, ανέδειξαν για άλλη μια φορά, τον πολύπλευρο ρόλο των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και την τεράστιά τους επίδραση στην ενδυνάμωση της δημοκρατίας και της ελευθερίας έκφρασης αφού λειτουργούν ως ένα δυνατό αντίβαρο στη φιλτραρισμένη ενημέρωση που παίρνει ο πολίτης από τα κλασικά ΜΜΕ. Το κύριό τους πλεονέκτημα, δηλαδή το βήμα που δίνει στον καθένα μας ξεχωριστά να βγάζει δημόσια τη δική του φωνή, χωρίς λογοκρισία ή άλλες μεθοδεύσεις λειτουργούν πλέον καταλυτικά στην ενίσχυση του δημόσιου διαλόγου για διάφορα κρίσιμα ζητήματα. Η αλληλοενημέρωση μέσα από αναρτήσεις και σχόλια, η οργάνωση και προώθηση ακτιβιστικών δράσεων, η ανταλλαγή προβληματισμών και ιδεών μέσα από διαδικτυακές ομάδες διάφορων πρωτοβουλιών, το μοίρασμα απόψεων και ανησυχιών που αφορούν την κοινωνία ασκούν πίεση από κάτω προς τα πάνω, απευθείας από τη βάση.

Αυτό βεβαίως το δικαίωμα, μπορεί ταυτόχρονα να γίνει εργαλείο σπίλωσης, εξύβρισης και δημόσιου διασυρμού ατόμων. Πότε λοιπόν κάτι αποτελεί σάτιρα και πότε λίβελος; Οι νοητές γραμμές ανάμεσα σε αυτό που προκαλεί γέλιο και σε αυτό που μπορεί να ερμηνευθεί ως γελοίο δεν είναι πάντα πλήρως διακριτές εμπεριέχοντας μεγάλο υποκειμενισμό. Είναι δηλαδή κάποιες φορές δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στην σάτιρα ή το χιούμορ από τη μια και στον λίβελο ή στη γελοιοποίηση και διασυρμό ατόμων από την άλλη.

Έχουν δημοσιευτεί το τελευταίο διάστημα αρκετές γελοιογραφίες τόσο σε εφημερίδες όσο και στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολλές μονταρισμένες φωτογραφίες, σκίτσα, βίντεο, ακουστικά κλιπ και αναρτήσεις χιουμοριστικού περιεχομένου για την κρίση στη δημόσια παιδεία. Οι εκπαιδευτικοί έχουν κατηγορηθεί τόσο από δημόσια πρόσωπα (Γενικός Ελεγκτής, βουλευτές, Αρχιεπίσκοπος κτλ). όσο και από πολίτες που παρακολουθούν τη δημόσια συζήτηση. Έχουμε χαρακτηριστεί ως άρια φυλή, ως εκφοβιστές, ως κανίβαλοι, ως λίπος, ως τεμπέληδες, ως ακριβοπληρωμένοι και ως χαμηλού επιπέδου (του πεζοδρομίου σύμφωνα με τον Γ.Ε.). Έχουν ειπωθεί και πολύ χειρότερα βέβαια από μερίδα πολιτών σε σημείο που αρκετά δεν αποτελούσαν απλά εξύβριση αλλά απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητάς μας. Σε αυτά δεν πρέπει να υπάρχει καμία ανοχή, ούτε από τους μεν ούτε από τους δε. Όταν δύο πλευρές βρίσκονται σε μια αντιπαράθεση, καλό και συνετό είναι, να στηρίζονται προς υποστήριξη των θέσεών τους σε λογικά επιχειρήματα. Ωστόσο, η σάτιρα, αποτελεί ένα καθόλα νόμιμο και ευφυή εργαλείο άσκησης κριτικής προς την εξουσία.

Παρόλο που η σάτιρα δεν είναι πάντα ο καλύτερος ή πιο ολοκληρωμένος τρόπος για να περάσουμε τα μηνύματά μας για τους λόγους που αντιδρούμε και διαμαρτυρόμαστε ως εκπαιδευτικοί, αφού πιστεύω πιο πολύ στην αξία του τεκμηριωμένου λόγου και της λογικής επιχειρηματολογίας, ωστόσο το χιούμορ αποτελεί σημαντικό και αναπόσπαστο μέρος του δημόσιου λόγου που εκφέρεται σε μια δημοκρατία.

Στη νεότερη ιστορία της τέχνης και των διαφορετικών μορφών αναπαράστασης ιδεών, το χιούμορ και η σάτιρα μέσα από γελοιογραφίες και σκίτσα κατείχαν σημαντική θέση ειδικά στην προσπάθεια για χειραφέτηση και απεγκλωβισμό ιδεών και ανθρώπων. Κι αυτό γιατί έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την σοβαροφάνεια και τη διαφθορά της πολιτικής εξουσίας αμφισβητώντας την και προκαλώντας την με δημιουργικούς και αντισυμβατικούς τρόπους. Εξάλλου τα δημόσια πρόσωπα είναι εκεί για να κρίνονται και ενίοτε να επικρίνονται για τις αποφάσεις τους και την ποιότητα του δημόσιου λόγου που εκφέρουν.

Κάποιες φορές λοιπόν, όταν βλέπω χιουμοριστικά σκίτσα, σατιρικά βίντεο ή μονταρισμένες φωτογραφίες δημόσιων προσώπων, νιώθω αμηχανία. Να γελάσω ή να ενοχληθώ; Άλλες φορές απλά βγαίνει ένα πηγαίο και πηγαίο γέλιο. Αν αυθόρμητα γελάσεις χωρίς ενοχές, είναι ίσως κριτήριο πως η σάτιρα πέτυχε τον στόχο της χωρίς να προσβάλει. Δηλαδή να αμφισβητήσει, να προκαλέσει, να προβληματίσει, να πει κρυμμένες αλήθειες, να αναδείξει πτυχές που ενοχλούν, να εκφράσει αληθινά αυτά που κάποιοι φοβούνται να πουν.

Το τι εκλαμβάνεται ως αστείο, συκοφαντικό, χυδαίο ή εξυβριστικό δεν είναι κοινά αποδεκτό για όλους μας. Ειδικά όμως όταν αφορά ομάδες ευάλωτων ατόμων ή όταν η σάτιρα συμβάλλει στην ενίσχυση αρνητικών στερεοτύπων εις βάρος τους πρέπει να μπαίνουν κόκκινες γραμμές. Γιατί εύκολα το χιούμορ μπορεί να παύσει να είναι πλέον χιούμορ αγγίζοντας τα όρια της ρητορικής μίσους. Και τα λόγια εύκολα μπορούν να μετατραπούν κάποτε σε πράξεις.  Εάν συστηματικά δηλαδή, μέσα από δημόσιους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς ή γελοιοποίηση προσβάλλεται μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα, είναι πολύ πιθανόν σε στιγμές μεγάλης έντασης ή κρίσης, οι λεκτικές απειλές να γίνουν πραγματικές.

Από την άλλη, η πλήρης ενοχοποίηση της σάτιρας, δεν συμβαδίζει με τις δημοκρατικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία ενός σύγχρονου δυτικού κράτους. Αυτό σαφώς δεν σημαίνει πως πρέπει να αφήνεται στο απυρόβλητο ή να χαίρει ευνοιοκρατικής μεταχείρισης σε σχέση με άλλες μορφές έκφρασης, δίνοντάς μας άλλοθι για να βγει με πλήρη ασυδοσία ο πρωτογονισμός μας.

Δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση ως προς το πού βρίσκεται η κατάλληλη ισορροπία. Θυμάμαι όμως το επίμαχο εκείνο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Charlie Hebdo και τη βομβιστική επίθεση των τζιχαντιστών.  Έφταιγε η σάτιρα καθαυτή για την απώλεια τόσων ζωών ή ο απολυταρχισμός και η απουσία ανεκτικότητας από τους τρομοκράτες; Προφανώς, το δεύτερο. Αλλιώς αν τους δώσουμε ελαφρυντικά χρησιμοποιούμε τη γνωστή τακτική του victim blaming. Μετατοπίζουμε δηλαδή τις ευθύνες ενός βιασμού στο θύμα που «προκάλεσε» αντί στον θύτη που έκανε πράξη την κακοποίηση.

Ας ντραπούν λοιπόν αυτοί που, κατέχοντας σημαντικά αξιώματα ή όχι, συστηματικά και χωρίς αιδώ παραπληροφορούν. Αυτοί που λοιδορούν, αυτοί που παρατυπούν, αυτοί που λαϊκίζουν, αυτοί που ασκούν προπαγάνδα, αυτοί που λειτουργούν αντιδημοκρατικά και φασιστικά.

Εμείς, ως απλοί πολίτες που παρακολουθούμε πολλές φορές αμέτοχοι και ανήσυχοι τα παιχνίδια εις βάρος μας, ας συνεχίσουμε να διατυπώνουμε δημόσια χωρίς ενοχές τις απόψεις μας, τις θέσεις μας, τις ιδέες μας. Με σεβασμό (και ενίοτε με χιούμορ) στα πρόσωπα που τις εκφράζουν έχοντας κατά νου, πως φορείς δικαιωμάτων είναι οι άνθρωποι, όχι οι ιδέες καθαυτές. Εξάλλου η δύναμη, σε μια δημοκρατία, ανήκει σε όλους εμάς.

Υ.Γ. Τουλάχιστον δεν μας έκλεψαν τις λέξεις μας, τα σκίτσα μας, τα στιχάκια μας, τα «θεατράκια» μας, τις μουσικές μας και τις αξίες μας. Ακόμα.

Γράφει: Ράνια Γεωργίου