Πολλές φορές μέσα στην τάξη, δεν ξέρω τι να απαντήσω στα παιδιά. Με κοιτάνε όλο απορία, κρέμονται απ’ τα χείλη μου για να πάρουν απαντήσεις. Δασκάλα, με ρωτάνε, μα δεν ξέρεις;
Όχι τους λέω. Δεν είμαι σίγουρη. Δεν ξέρω. Αλλά θα το ψάξω. Θέλετε να ψάξουμε μαζί; Να βρούμε πηγές; Να αναζητήσουμε πληροφορίες;
Μεγάλη η δύναμη που κρύβεται στο «δεν ξέρω». Υποδηλώνει θέληση για μάθηση. Μάλλον όχι… δεν υποδηλώνει. Το λέει ανοικτά, το διαλαλεί, το φωνάζει. Αίτημα ξεκάθαρο, αίτημα απαραίτητο, αίτημα καθοριστικό. Γιατί από ένα «δεν ξέρω», ξεκίνησαν οι μεγαλύτερες αναζητήσεις, από ένα «δεν ξέρω» προήλθαν οι ισχυρότερες ανατροπές, από ένα «δεν ξέρω» αποδομήθηκε το κυρίαρχο και αμφισβητήθηκε το παλιό κάνοντας χώρο για το νέο.
Πρόσφατα, στο μάθημα της ιστορίας της Γ’ τάξης, έχοντας ως βασικό εργαλείο τα καινούρια και εξαιρετικά σχολικά εγχειρίδια ιστορίας τα οποία προσεγγίζουν το σημαντικό αυτό μάθημα με πολύ διαφορετική ματιά, αφού η συγγραφική τους ομάδα δεν έπεσε στην παγίδα για παράθεση έτοιμης γνώσης αλλά έδωσε έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων ιστορικής έρευνας, παίζαμε ένα παιχνίδι με στόχο να κατανοήσουν τη σημασία της διατύπωσης υποθέσεων και της διαδικασίας επιβεβαίωσής τους με τη βοήθεια ενδείξεων ή τεκμηρίων. Σε ένα κουτί, είχα κρύψει μερικά αντικείμενα τα οποία θα λειτουργούσαν ως ενδείξεις ώστε τα παιδιά να φτιάξουν την ταυτότητα του ατόμου στο οποίο ανήκαν. Έβγαλα λοιπόν τα κλειδιά αυτοκινήτου τα οποία ήταν το πρώτο μας στοιχείο και συμπεράναμε πως πιθανότατα να ανήκαν σε ενήλικα, αφού τα παιδιά δεν επιτρέπεται να οδηγούν. Έβγαλα από το κουτί κι ένα κινητό, στοιχείο που ενίσχυσε την άποψη πως μάλλον πρόκειται για ενήλικα, χωρίς βέβαια να αποκλείεται να ανήκει σε ανήλικο. Στη συνέχεια έβγαλα από το κουτί ένα φύλλο με αυτοκόλλητα επιβράβευσης κι έναν μαρκαδόρο για ασπροπίνακα και γι’αυτό τα παιδιά οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα πως μάλλον πρόκειται για δάσκαλο ή δασκάλα. Το τελευταίο αντικείμενο ήταν και το πιο καθοριστικό για την πορεία της αναζήτησης. Έβγαλα από το κουτί ένα κραγιόν. Τα παιδιά αυτομάτως γέλασαν, και όλα (πλην ενός) φώναξαν με ενθουσιασμό: «τώρα ξέρουμε και το φύλο κυρία, είναι γυναίκα γιατί μόνο οι γυναίκες φοράνε κραγιόν!»
Ένα παιδί όμως διαμαρτυρήθηκε λέγοντας: «ρε παιθκιά, μπορεί να είναι γκέι και να του αρέσκει να βάλλει κοκκινάδι!» Αμέσως χαχανητά και ενστάσεις! «Κυρία, είπεν άτακτη λέξη, δεν επιτρέπεται να λέμε στην τάξη ΤΕΤΟΙΕΣ λέξεις!»
Είμαστε στο 2014 αλλά για ακόμη μια φορά η εικόνα του γκέι εξακολουθεί να ταυτίζεται εσφαλμένα με καρικατούρες τύπου «Βαντζελή», να θεωρείται ντροπή και ύβρις η ομοφυλοφιλία και τα παιδιά να απαιτούν το σταύρωμα τους συμμαθητή τους που ξεστόμισε ΤΕΤΟΙΑ λέξη.
Σεβασμό θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Εξάλειψη διακρίσεων; Ψιλά γράμματα…
Ωραία λοιπόν, μπορεί να είναι γκέι. Απαίτησα ησυχία. Για δευτερόλεπτα σκέφτηκα να το προσπεράσω… Εξάλλου σε 5 λεπτά θα κτύπαγε το κουδούνι. Ήδη μέσα στο μυαλό μου άκουγα το τηλέφωνο να κτυπάει και στην άλλη γραμμή γονείς πανέτοιμους να βάλουν τη δασκαλού στη θέση της, γιατί εκείνοι πάντα ξέρουν καλύτερα από εμάς τις δασκαλούες.
«Γκέι. Και τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα. Πάλι χαχανητά και ψίθυροι, πάλι άβολα και απορημένα βλέμματα. Κανείς δεν μίλαγε, μόνο γελούσαν και αντάλλαζαν άβολες ματιές. «Κυρία έν τζαι γίνεται λέμε ΕΤΣΙ κουβέντες», επιμένει ένα παιδί.
«Έτο μπορεί να εν όπως την Κοντσίτα της Γιουροβίζον, που ήθελε να είναι γυναίκα», λέει ένα άλλο. «Όχι», τον διακόπτει ο παραδίπλα με πάσα βεβαιότητα, «ο παπάς μου, εξήγησεν μου. Η Κοντσίτα εκατάντησεν έτσι επειδή έπινε πολύ ποτό και γι’αυτό βλαστήσαν γένια. Άμα πίνεις πολύ ποτό, έτσι παθαίνεις!», επέμενε.
Αποσβολωμένη κοίταγα ένα ένα τα παιδιά στα μάτια. Ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια μου η ζημιά που προκαλέσαμε στα μυαλά τους, η βλάβη που τόσο τεχνηέντως δεν αποτρέψαμε. Όλη η παθογένεια της κοινωνίας μας καρφωμένη στα μυαλουδάκια αθώων παιδιών, όλο το μίσος και η απέχθεια για το διαφορετικό να με κοιτάει κατάμματα. ‘Οχι όμως μέσα απ’ τα μάτια κολλημένων ενηλίκων μιας άλλης παρωχημένης εποχής αλλά μέσα απ’τα μάτια 8χρονων παιδιών. Τα παιδιά μας, το παρόν και το μέλλον μας, να με κοιτάνε με καταγγελτικό ύφος και να απαιτούν το άμεσο «σταύρωμα» του συμμαθητή τους που ξεστόμισε την «άταχτη», την απαγορευμένη λέξη. Και το πιο στενάχωρο; Να επιμένουν για την ορθότητα των παρανοήσεών τους.
«Υπάρχει κάποια άλλη άποψη; Γκέι είναι όσοι θέλουν να βάζουν κραγιόν λοιπόν;» ρωτάω με απορία.
«Κυρία, είναι πολύ πιο απλά τα πράγματα. Γκέι είναι ένα κορίτσι που του αρέσουν τα κορίτσια ή ένα αγόρι που του αρέσουν τα αγόρια! Σιγά το πράμα! Εν κακό;;;» φώναξε με σθένος ένα κορίτσι.
Χαμογέλασα. «Τι λέτε; Πειράζει ένα κορίτσι να προτιμάει τα κορίτσια ή ένα αγόρι να προτιμάει τα αγόρια; Μας ενοχλεί αυτό; Γιατί να το θεωρούμε ντε και καλά τόσο μεγάλο κακό; Πώς αυτό μας προσβάλλει ή μας επηρεάζει; Έχει δικαίωμα ένας άνθρωπος να είναι όπως επιλέγει ή όπως η φύση επέλεξε για αυτόν να είναι;»
Με κοιτάνε απορημένα. «Δεν ξέρω, δασκάλα. Δεν ξέρω…» λέει ένα αγόρι. Επιτέλους, η σιγουριά είχε αντικατασταθεί με αμφιβολία. Η βεβαιότητα με αμφισβήτηση. Το καταγγελτικό βλέμμα με απορία. Το «ξέρω» με ένα «δεν ξέρω». Η αποδόμηση, ο σπόρος της αναζήτησης ήταν εκεί.
Το κουδούνι κτύπησε. Παρασκευή μεσημέρι, όλα τα παιδιά είχαν ήδη εξαφανιστεί από την τάξη. Έμεινα για λίγο στην αίθουσα να συμμαζέψω βιβλία και τετράδια, να τα πάρω σπίτι για διόρθωμα. Το κορίτσι με τη σθεναρή ψυχή επέστρεψε. Ήρθε κοντά μου. Με κοίταξε στα μάτια με χαμόγελο. «Δασκάλα… εγώ ξέρω. Είμαι σίγουρη πως δεν πειράζει. Και είμαι οκ».
Τελικά υπάρχει ελπίδα. Όσο πληγωμένη κι αν νιώθω κάποιες φορές από την απαξίωση προς το επάγγελμά μου, όσο θυμωμένη κι αν αισθάνομαι κάποιες φορές λόγω της υποτίμησης για το έργο που επιτελούμε καθημερινά όλοι εμείς οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί, όση απογοήτευση και αν έχω για το δύσκαμπτο και ισοπεδωτικό σύστημά μας, μέσα μου ξέρω.
Τελικά υπάρχει ελπίδα. Και μπορούμε εμείς, να την κρατήσουμε ζωντανή, μπορούμε εμείς, να συμβάλουμε στην αλλαγή, μπορούμε εμείς να σπείρουμε ένα «δεν ξέρω». Ναι, τελικά υπάρχει ελπίδα.
Φίλοι εκπαιδευτικοί, κανένα βολικό άλλοθι δεν μπορεί να μας την στερήσει.
Στο χέρι μας είναι!
Γράφει: Ράνια Γεωργίου