Home Ράνια Γεωργίου Πώς το δημόσιο σχολείο μπορεί να πολεμήσει την ψευδοεπιστήμη; Της Ράνιας Γεωργίου

Πώς το δημόσιο σχολείο μπορεί να πολεμήσει την ψευδοεπιστήμη; Της Ράνιας Γεωργίου

Όλα ξεκινάνε από την παιδεία…

 


Χιλιοειπωμένη φράση μα πέρα για πέρα αληθινή. Το σχολείο είναι  ο μαγευτικός  εκείνος  χώρος όπου συντελείται η μάθηση, η δημιουργία, η κατάκτηση της γνώσης, ο κοινωνικός μετασχηματισμός, το ταξίδι απόκτησης δεξιοτήτων και εργαλείων σκέψης. Ένας μοναδικός και αναντικατάστατος χώρος του οποίου η σημαντικότητα αναδείχθηκε ακόμα πιο πολύ ειδικά αυτές τις μέρες λόγω του αναγκαστικού περιορισμού όλων μας εξαιτίας του κορωνοϊού.

Πώς μπορεί λοιπόν αυτός ο τόσο ζωτικής σημασίας χώρος όπου συμβαίνει η διαδικασία μάθησης σε όλους τους τομείς (γνωστικούς και κοινωνικούς) να λειτουργήσει καταλυτικά στη μάχη ενάντια στην ψευδοεπιστήμη;

Πώς μπορούν οι εκπαιδευτικοί να γίνουν σύμμαχοι με τους επιστήμονες (τους πραγματικούς όμως που ξοδεύουν χρόνια μελέτης και εμβάθυνσης σε ένα πεδίο και όχι αυτούς που αυτοβαπτίζονται ως τέτοιοι μετά από δήθεν «σοβαρή» μελέτη στο Google);

Πώς τα παιδιά θα είναι σε θέση να διαχωρίζουν το φανταστικό από το πραγματικό, την υπόθεση από την απόδειξη, τον ισχυρισμό από την τεκμηρίωση, την άποψη από το γεγονός, την προσωπική θεώρηση από την επιστημονική θεωρία;

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να ασκηθούν πιέσεις πολυεπίπεδα απαιτώντας και από όσους είναι στα υψηλά δώματα (όπου λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις) να ακολουθούν την επιστημονική οδό και όχι την λαϊκίστικη ή την πιο επικοινωνιακά εύπεπτη. Το Υπουργείο Παιδείας (και κάθε αρμόδια κρατική αρχή) οφείλει να λαμβάνει αποφάσεις βασισμένο στη σύγχρονη έρευνα σε συνεργασία με τα πανεπιστήμιά μας. Όχι με βάση τις πολιτικές επιδιώξεις του κάθε προϊσταμένου του, ο οποίος επιχειρεί να αφήσει το «στίγμα» του με επικοινωνιακού τύπου μεταρρυθμίσεις που σαν πυροτεχνήματα έρχονται και φεύγουν με την ίδια ταχύτητα που βλέπεις να εξαφανίζεται ένα πεφταστέρι.

Όλος αυτός ο καταιγισμός από ευφάνταστες αποφάσεις και αρκετές φορές κενές περιεχομένου μεταρρυθμίσεις για την παιδεία που λαμβάνονται εν μία νυκτί σε γραφεία συμβούλων του κάθε υπουργού θα πρέπει να αντικατασταθούν από μακροπρόθεσμες, προσεκτικά σχεδιασμένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες αποφάσεις οι οποίες θα προκύπτουν μετά από συνεργασία ακαδημαϊκών με εν ενεργεία εκπαιδευτικούς.  Αποφάσεις του τύπου «κόβουμε το WIFI από τα σχολεία» επειδή κάποια χημικός σε ένα γραφείο που προΐσταται μιας υπηρεσίας αποφάσισε λόγω προσωπικής εμμονής της να το παίξει σωτήρας είναι απαράδεκτες και αναχρονιστικές. Οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν από την επιστημονική συναίνεση και όχι με κριτήριο την επιρροή του κάθε ερευνητή ή τις διασυνδέσεις του με πολιτικά πρόσωπα.

Εξίσου σημαντικό είναι οι συνεχείς, συστηματικές και επιστημονικά τεκμηριωμένες (αντί εκ του προχείρου) επιμορφώσεις όλων των εκπαιδευτικών ως προς το τι είναι επιστήμη, επιστημονική θεωρία, τεκμηρίωση μέσα από την έρευνα, στρατηγικές διδασκαλίας όλων αυτών των εννοιών σε παιδιά όλων των ηλικιών και οπωσδήποτε να δοθεί έμφαση στον γραμματισμό στα μέσα ο οποίος θα πρέπει να ενταχθεί στα αναλυτικά μας προγράμματα. Είναι σημαντικό να είμαστε πάνω απ’ όλα εμείς οι ίδιοι ικανοί να αξιολογούμε την αξιοπιστία μιας είδησης ή μιας πληροφορίας και να μην την εξισώνουμε όσο κι αν αμας βολεύει με την επικρατούσα επιστημονική θέση. Τέτοιες δεξιότητες, όταν τι κατέχουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί θα είναι σε θέση να τις μεταφέρουν και στα παιδιά όλων των ηλικιών.

Ωστόσο οι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί, που παλεύουν σε δύσκολες συνθήκες σε τάξεις με παιδιά πολλών αναγκών και ταχυτήτων, με ελάχιστη ουσιαστική στήριξη και υπό καθεστώς συνεχούς απαξίωσης, δεν είναι παντοδύναμοι και γι’ αυτό δεν γίνεται να συνεχίσει η μετάθεση  της αποκλειστικής ευθύνης στους ώμους τους. Χρειάζονται έμπρακτη βοήθεια έτσι ώστε να μπορούν να δουλεύουν με τα κατάλληλα μέσα και διδακτικά εργαλεία, με μικρότερους αριθμούς παιδιών ανά τάξη, με μειωμένη ύλη, με περισσότερη ευελιξία, με κατάλληλο υποστηρικτικό προσωπικό και με υπηρεσίες που θα συνεργάζονται και θα λειτουργούν υποστηρικτικά προς το πολυσύνθετο έργο τους. Αλλιώς πώς περιμένουμε να υπάρχει χρόνος, φαντασία και πειραματισμός σε μια σχολική τάξη όπου οι εκπαιδευτικοί θα αισθάνονται ως απλοί διεκπεραιωτές  αναχρονιστικής ύλης;

Αν θέλουμε λοιπόν ένα δημόσιο σχολείο που θα προωθεί τον ορθολογισμό, την κριτική και δημιουργική σκέψη και την αμφισβήτηση οφείλει η πολιτεία να επενδύσει σε αυτό αναθεωρώντας τις προτεραιότητές της. Αν επιδιώκουμε ένα συμπεριληπτικό, ανθρώπινο και δημοκρατικό σχολείο που θα βγάζει κριτικά σκεπτόμενους πολίτες με τις μίνιμουμ δεξιότητες  αξιολόγησης του σκοπού μιας είδησης ή μιας πληροφορίας, της αξιοπιστίας της, της επαρκούς τεκμηρίωσής της και της αντικειμενικότητά της, τότε ένας δρόμος υπάρχει: η συστηματική ενίσχυση του δημόσιου σχολείου και η ποιοτική αναβάθμισή του.

Εξάλλου, όπως μου ανέφερε πρόσφατα μια φίλη ακαδημαϊκός, ο σύγχρονος ορισμός της ευφυΐας, πλέον, δεν αναφέρεται μόνο σε στεγνά σκορ στα τεστ νοημοσύνης αλλά και στην ικανότητα του ατόμου να εντοπίζει την κατάλληλη πληροφορία με όσο το δυνατόν πιο ορθολογιστικά κριτήρια έτσι ώστε να λαμβάνει ωφέλιμες αποφάσεις τόσο για τον εαυτό του όσο και για το κοινωνικό καλό. Και σίγουρα είναι πολύ πιο δύσκολο να αποτελέσει ένας λαός έρμαιο λαϊκισμού ή δημαγωγίας διάφορων επιτήδειων όταν γνωρίζει πώς να αξιολογεί την πηγή μιας πληροφορίας.