Είναι αλήθεια ότι, στην κοινωνία μας –όπου συνήθως επικρατούν ακρότητες- η διαφορά μεταξύ δημαγωγίας και πραγματικότητας είναι σχεδόν πάντα δυσανάλογα μεγάλη. Μέσα σ’ αυτό τον κυκεώνα λαϊκισμού και αλήθειας καλούμαστε, να ανιχνεύσουμε το ορθό.
Τελευταίως, το ΡΙΚ βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα για πολλούς και διαφόρους λόγους. Πολλές φορές, φαίνεται σχεδόν, ακατόρθωτο να διαχωριστούν τα γεγονότα από τις υποθέσεις. Έτσι, γράφονται και λέγονται διάφορα πράγματα για το ΡΙΚ, τα περισσότερα όμως ατεκμηρίωτα.
Όσο εύκολο όμως, είναι, να εκφράζονται πομπώδη και υπερβολικά πράγματα για το ΡΙΚ –τα περισσότερα συνήθως, ελαφριά τη καρδία- άλλο τόσο πιο δύσκολο είναι το εγχείρημα υλοποίησης τους.
Σήμερα, βιώνουμε ιδιαίτερα δύσκολες οικονομικές συνθήκες, πρωτόγνωρες για την κοινωνία μας, οι οποίες αναγκαστικά ξύπνησαν την «ωραία κοιμωμένη» βασιλοπούλα από το μακρύ λήθαργο, που την είχαν καταδικάσει κυρίαρχες συνήθειες και πρακτικές του ’60 και μετά.
Δυστυχώς, δεν λειτουργούμε συλλογικά, αλλά ούτε και ορθολογιστικά. Πολλές φορές, ο άκρατος κυνισμός τσαλαπατά κάθε έννοια δεοντολογίας. Γι’ αυτό και βλέπουμε μέσα από παραμορφωτικούς φακούς περισσότερο το ιδιοτελές συμφέρον (ατομικό, κομματικό κ.ά). Η ευτέλεια στο απόγειο της δηλαδή, η οποία ουσιαστικά δεν σέβεται ούτε κανόνες, ούτε αρχές, ούτε φιλοπατρίες και άλλα ‘ψηλά γράμματα’…
Οι απαραίτητες αποφάσεις για εξυγίανση και ένα νέο ξεκίνημα του ΡΙΚ θα πρέπει, να μελετηθούν σε βάθος και μετά να υλοποιηθούν σταδιακά, αλλά, αποφασιστικά. Η όλη επιτυχία του εγχειρήματος έγκειται στον επιδιωκόμενο σκοπό. Αν ανατρέξει κάποιος στα αρχεία του ΡΙΚ θα δει ένα σωρό μελέτες και πονήματα, τα οποία απλώς διακοσμούν τα σκονισμένα συρτάρια του.
Το ΡΙΚ είναι συνδεδεμένο με την ιστορία, της κυπριακής δημοκρατίας ειδικά και του τόπου γενικά. Έτσι, ο ρόλος του είναι σημαντικός. Η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει, να γίνεται στα πλαίσια στρατηγικών στόχων και όχι αντιπαράθεσης, όπως επιδιώκουν ορισμένοι. Η ιδιωτική ραδιοτηλεόραση όταν ασκεί σωστά το σημαντικό της ρόλο, αναβαθμίζει το ραδιοτηλεοπτικό γίγνεσθαι, γιατί η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι φορέας αλλαγής, προόδου και ανάπτυξης.
Ορισμένες απαραίτητες θεσμικές αλλαγές μπορεί να οδηγήσουν και σε ουσιαστικές αλλαγές. Μια από αυτές είναι η αποκαθήλωσης της παλιάς νοοτροπίας και των διαχρονικών πρακτικών μέσα από ξεπερασμένα καταστημένα πλαίσια.
Πέραν των οικονομικών επιβάλλεται να γίνουν ριζικές και καινοτόμες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της ραδιοτηλεόρασης γενικά. Η οικονομική διάσταση, αν και είναι κορυφαίο ζήτημα, εντούτοις, πρέπει να συνοδεύεται από τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και της νομοθεσίας, που να εξυπηρετούν τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής στον τομέα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Για να φτάσει το ΡΙΚ σε υψηλότερα επίπεδα, να επιτυγχάνει τους στρατηγικούς του στόχους, να εξυπηρετεί την κοινωνία και απερίσπαστο να επιτελεί το σημαντικό του ρόλο, είναι αναγκαίο, να αναδιοργανωθεί με βάση την αποστολή του και τις βασικές επιδιώξεις του. Να αποτιμηθεί το κόστος λειτουργίας του και να τύχει της απαραίτητης συμπαράστασης από την πολιτεία.
Για να ξαναχτιστούν γερά θεμέλια και όχι προσόψεις… χρειάζεται συνολική αντίληψη του θέματος και γενναίες αποφάσεις. Το ΡΙΚ για να πάει στη νέα εποχή, χρειάζεται απαραίτητα όραμα και το όραμα δεν είναι άλλο από το να εκπληρώνει την αποστολή του ως ανεξάρτητος φορέας πολιτισμού, ως δημόσιος θεσμός που ενισχύει τους δημοκρατικούς θεσμούς, που συμβάλει στη πολυφωνία και τον πλουραλισμό της πολιτείας μας, δίνοντας πρόσθετη αξία στην κοινωνία.
Τέλος, για να το πω πιο απλά, θα πρέπει να προσδιορισθεί με σαφήνεια τι ΡΙΚ θέλουμε. Να μπει το αυστηρό πλαίσιο του οράματος. Να καθορισθεί δηλαδή ο λεγόμενος οδικός χάρτης, το πως θα πάμε εκεί σε σχέση με το που είμαστε σήμερα. Στη συνέχεια, να αφεθούν απερίσπαστοι οι αρμόδιοι που θα αναλάβουν την… πλοήγηση. Για να κάνουν το έργο τους χωρίς παρεμβάσεις και “διορθώσεις” σκοπιμοτήτων. Σ’ αυτό το τελευταίο, θα πρέπει ίσως, να υπάρξει μια σαφής δέσμευση όλων των πολιτικών δυνάμεων. Το όφελος που θα προκύψει από μια τέτοια εξέλιξη αφορά μεν το ΡΙΚ αλλά απηχεί σε όλους μας.
Γράφει: Φοίβος Νικολαίδης