Για δεκαετίες μιλούμε για το Κυπριακό σαν το κλειδί που θα λύσει όλα τα προβλήματα της χώρας.
Υποθέτουμε ή ελπίζουμε ότι με την επανένωση και την μετάβαση σε ομοσπονδιακό πολίτευμα τα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, είτε έχουν σχέση με το Μέγα Πρόβλημα είτε όχι, θα διορθωθούν. Είναι αυτές οι προσδοκίες ρεαλιστικές;
Τα δύο ή περισσότερα μέρη που θα απαρτίζουν την Ομόσπονδη Κύπρο θα κληθούν να αλλάξουν δραστικά με πολύ ταχείς ρυθμούς και χωρίς καμμιά σχεδόν προετοιμασία. Θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν και να λειτουργήσουν σε ένα εντελώς καινούριο σύστημα από την μια μέρα στην άλλη; Πιο σημαντικό: θα θελήσουν να αλλάξουν τόσο δραστικά σαν κοινωνίες και σαν συστήματα διακυβέρνησης; Πόσο εύθραυστη θα είναι η καινούργια δημοκρατία; Σκεφτείτε για παράδειγμα που θα οδηγήσει μια έρευνα από ομοσπονδιακό λειτουργό για μια δήθεν υποκλοπή φυσικού αερίου από την μία συνιστώσα πολιτεία ή την οργανωμένη αντίδραση συνδέσμων γονέων στην διδασκαλία της γλώσσας της άλλης κοινότητας στα σχολεία.
Το μοναδικό παράδειγμα επανένωσης στην νεότερη ιστορία είναι αυτό της Γερμανίας. Εκεί βέβαια δεν υπήρχε εθνοτικός αλλά πολιτικός διαχωρισμός αλλά η ιδέα της “αδήριτης ανάγκης” να επανενωθεί η χώρα ήταν η ίδια στην Γερμανία πριν το 89 όπως είναι για την Κύπρο σήμερα.
Εκεί όπως και στην Κύπρο είχαμε το ένα μέρος, την Ομοσπονδιακή Γερμανία, να είναι το μεγαλύτερο, πιο εύπορο, μοντέρνο, δημοκρατικό κομμάτι, μέλος της ΕΕ και το μικρότερο, φτωχότερο, δημοκρατικά ελλειμματικό, στρατοκρατούμενο και υπό την επικυριαρχία μιας “μαμάς” δύναμης κομμάτι.
Η επανένωση δεν ήρθε μετά από εξουθενωτικές διαπραγματεύσεις και εκατέρωθεν συμβιβασμούς αλλά με την κατάρρευση του “κακού” κομματιού της χώρας. Ο Χέλμουτ Κολ είχε αρχικά προτείνει ένα πενταετές πλάνο όπου οι δύο Γερμανίες θα κινούνταν προς την επανένωση. Όταν όμως η μετανάστευση των ανατολικών στην δυτική Γερμανία έπιασε τα 2000 πρόσωπα την μέρα και οι Ανατολικογερμανοί ήταν συνεχώς στους δρόμους απαιτώντας την επανένωση κατάλαβε ότι οι συνθήκες ήταν περισσότερο από ώριμες και η επανένωση δεν μπορούσε να περιμένει ούτε λεπτό.
Οι Τουρκοκύπριοι έχουν δείξει και συνεχίζουν να δείχνουν ότι είναι έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Έχουν βγεί στους δρόμους επανειλημμένα κατά της Τουρκικής επικυριαρχίας. Οι Ελληνοκύπριοι δεν το έχουν κάνει επειδή, όπως οι Δυτικογρεμανοί, απολαμβάνουν μια δυτικού τύπου μοντέρνα δημοκρατία που με όλα της τα κακά είναι ασύγκριτα καλύτερη από τον στρατοκρατούμενο βορρά.
Είναι όμως αρκετά δυνατή αυτή η Κυπριακή Δημοκρατία για να υποδεχτεί τα τουρκόφωνα αδέλφια της όταν φτάσουν στα όρια της απελπισίας τους; Είναι ελεύθερη ΚΔ η επιλογή των ΤΚ όταν θελήσουν να φύγουν; Μέχρι τώρα δεν ήταν. (Το πολυπολιτισμικό Λονδίνο έχει κερδίσει κατά κόρον.)
Η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να φανεί αντάξια των περιστάσεων. Αντί να περιμένει την σύμφωνη γνώμη του Ερντογάν ή των επικυριαρχούμενων Τουρκοκυπρίων (και των εποίκων) ας αλλάξει το σύνταγμα από μόνη της. Η Δημοκρατία έχει την ευκαιρία, μάλλον την υποχρέωση, να εξελιχθεί σε μια υπερμοντέρνα, πολυπολιτισμική, ανεκτική, ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία και κάτι παραπάνω. Όταν οι συμπατριώτες μας στο βορρά νιώσουν ότι στην Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι πραγματικά ελεύθεροι πολίτες τότε θα αποκτήσει νόημα και η επανάσταση που διψούν να κάνουν.
Η τωρινή προσπάθεια επίλυσης όπως όλες οι προηγούμενες προσπαθεί να συγκεράσει επιθυμίες και να συμβιβάσει φοβίες των δυό μερών. Ζητά τη συνένωση ενός τουρκικού κρατιδίου με ένα ελληνικό. Λάθος. Η μετεξέλιξη του κράτους πρέπει να έρθει από την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία (τι σόι αναγνωρισμένο κράτος πλήρες μέλος της ΕΕ είμαστε άλλωστε;) με ειλικρινείς και γενναίες μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονη πρόσκληση προς τους Τουρκοκυπρίους να επανενταχθούν στους κόλπους της.
Γράφει: Παύλος Παμπορίδης