Home Παντελής Δημητρίου Οικονομία: (Επι)στροφή στην ποιότητα, του Παντελή Δημητρίου

Οικονομία: (Επι)στροφή στην ποιότητα, του Παντελή Δημητρίου

098097777777777888888889997487

Η παγκόσμια οικονομία προσπαθεί (και σε μερικές χώρες ήδη τα καταφέρνει) να εξέλθει από την μεγαλύτερη οικονομική κρίση των τελευταίων 100 χρόνων που αυτή τη φορά έπληξε κυρίως τον δυτικό κόσμο.


Την ίδια στιγμή η Κυπριακή οικονομία η οποία εισήλθε στην κρίση με καθυστέρηση 2-3 χρόνων προσπαθεί να βρει λύσεις και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Πολιτικά, η οικονομική κρίση έχει φέρει αντιμέτωπα τα διάφορα μοντέλα ανάπτυξης της οικονομίας. Παράλληλα, φαίνεται πως μεγάλο μέρος της συζήτησης αναλώνεται σε γρήγορες επιδιορθώσεις, ενώ λίγος λόγος γίνεται για την πραγματική αναδιάρθρωση της οικονομίας. Οι προτεινόμενες λύσεις εστιάζουν περισσότερο στα προβλήματα και όχι τόσο στις ευκαιρίες που παρουσιάζουν τα νέα δεδομένα αλλά ούτε και στην κατανόηση των παραμέτρων που δομούν το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου καλούμαστε να λειτουργήσουμε. Είναι εμφανές πως οι λύσεις του παρελθόντος δεν επαρκούν για την έξοδο από την κρίση. Είναι κλισέ, αλλά όποιος δεν καταλαβαίνει την ιστορία είναι καταδικασμένος να την επαναλάβει.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος άφησε το δυτικό κόσμο με βιομηχανικό πλεόνασμα, μιας και οι χώρες είχαν προσανατολίσει τις οικονομίες τους στην παραγωγή πολεμικού υλικού. Στη συνέχεια, με σκοπό την ανάκαμψη, όλο αυτό το βιομηχανικό δυναμικό χρησιμοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα για την παραγωγή  μαζικών καταναλωτικών προϊόντων. Παράλληλα, λόγω της έρευνας που έγινε στη διάρκεια του πολέμου στις επικοινωνίες, άρχισαν να ξεπροβάλουν όλο και πιο ισχυρά τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ με προεξάρχουσα την τηλεόραση.

Οι δύο αυτοί τομείς οικονομικής δραστηριότητας είναι εξ ορισμού πεδία έντασης κεφαλαίου. Από τη μια η μαζική βιομηχανική παραγωγή, με την έμφαση στη μαζική παραγωγή ομοιόμορφων προϊόντων που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας, απαιτεί μεγάλο κεφάλαιο για την οργάνωσή της και μεγάλες αγορές για την απορρόφηση της παραγωγής. Από την άλλη η τηλεόραση με το μοντέλο αδειοδότησης συχνοτήτων από το κράτος με σημαντικό κόστος για τους σταθμούς, αλλά και τις μεγάλες απαιτούμενες επενδύσεις σε τεχνικό εξοπλισμό απαιτεί και πάλι οικονομικά γερές πλάτες για να στηριχτεί.

Πολυεθνικές και ΜΜΕ είναι συγκοινωνούντα δοχεία, οι μεγάλες βιομηχανίες παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων έχουν ανάγκη την τηλεόραση για τη διαφήμισή τους και τη δημιουργία της επίπλαστης ανάγκης απόκτησής τους από τους καταναλωτές μέσω της δημιουργίας ιδανικών και επιθυμητών εικόνων του lifestyle. Η τηλεόραση βασισμένη στη μονόδρομη επικοινωνία (από το κανάλι προς τους τηλεθεατές αλλά όχι και αντίστροφα και επίσης όχι και μεταξύ των τηλεθεατών) είναι ιδανικό μέσο για να περάσει άκριτα το διαφημιστικό αλλά και το πολιτικό μήνυμα στο κοινό. Παράλληλα, οι τηλεοπτικοί σταθμοί για να σηκώσουν το αβάστακτο κόστος λειτουργίας τους απαιτούν τη συνεχή χρηματοδότηση των μεγάλων βιομηχανικών κολοσσών μέσω της διαφήμισης.

Προφανώς η παρούσα ανάλυση είναι απλοποιημένη χάριν συντομίας, αλλά η ουσία είναι πως το μεταπολεμικό οικονομικό μοντέλο ευνοούσε την ανάπτυξη πολυεθνικών επιχειρήσεων των οποίων η επιβίωση προϋπέθετε συνεχή ανάπτυξη και δημιουργία νέων καταναλωτικών αναγκών και νέων αγορών. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας ήταν σαφώς ευνοημένο από τις συνθήκες αυτές και γι’ αυτό και επικράτησε.

Ο 21ος αιώνας και οι τεχνολογίες που έφερε μαζί του αλλάζουν δραματικά τις δυνατότητες οργάνωσης της οικονομίας και θέτουν διλλήματα και ευκαιρίες ενώπιων όλων μας και ειδικότερα δημιουργούν την προοπτική μιας νέας, πιο δίκαιης οργάνωσης της παραγωγής. Το διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα σε οποιονδήποτε να επικοινωνήσει τις απόψεις αλλά και τα προϊόντα του σε παγκόσμιο κοινό. Οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα σύγκρισης τιμών, προϊόντων, υπηρεσιών κλπ. Ειδικότερα οι νέοι είναι πιο επιλεκτικοί στις αγορές τους και η προσαρμογή των προϊόντων στις ανάγκες του πελάτη ήδη αποτελεί την ύψιστη πολυτέλεια πέρα από μάρκες και διαφημίσεις. Τόσο στο δυτικό κόσμο όσο και στις ανερχόμενες οικονομίες, οι τάξεις εύπορων νέων, υψηλού μορφωτικού επιπέδου αναζητούν προϊόντα με έμφαση στη διάσταση της υγείας, του περιβάλλοντος, την προσοχή στη λεπτομέρεια.

Είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια που ο μικρός παραγωγός μπορεί να ανταγωνιστεί την πολυεθνική γιατί μπορεί να προσφέρει ποιοτικό, χειροποίητο, παραμετροποιημένο προϊόν και προσωποποιημένη υπηρεσία. Ταυτόχρονα το μήνυμά του μπορεί να φτάσει τους δυνητικούς καταναλωτές του μέσω του διαδικτύου ενώ η δραματική μείωση του κόστους μεταφορών δίνει στον παραγωγό τη δυνατότητα να μη διατηρεί μεγάλο κεφάλαιο δεσμευμένο σε πρώτες ύλες ενώ το προϊόν μπορεί να φτάσει άμεσα στον καταναλωτή.

Ένα τέτοιο μοντέλο παραγωγής προφανώς δεν θα εξαλείψει την πολυεθνική ως έννοια, αλλά δίνει τη δυνατότητα σε χώρες όπως η Κύπρος να έχουν θέση στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον ένα τέτοιο μοντέλο παραγωγής αλλά, παρεμπιπτόντως, και ένα τέτοιο μοντέλο ενημέρωσης είναι εξαιρετικά πιο δημοκρατικό και δίκαιο μιας και βάζει τα μέσα παραγωγής, αλλά κυρίως το δίκτυο διανομής και διαφήμισης στη διάθεση του εργαζόμενου / τεχνίτη και μετατρέπει την ενημέρωση σε ουσιαστική επικοινωνία.

Χρειάζεται όμως οργάνωση, ποιότητα και σταθερότητα στην παροχή προϊόντων και υπηρεσιών. Η Κύπρος π.χ. είχε παράδοση στο χειροποίητο ένδυμα και υπόδημα με ικανούς τεχνίτες μέχρι τις δεκαετίες του ’70-’80 αλλά σήμερα οι τεχνίτες αυτοί σταδιακά συνταξιοδοτούνται και οι καταναλωτές στράφηκαν στο έτοιμο, χαμηλότερης ποιότητας και υψηλότερου κόστους ένδυμα ευρωπαϊκών οίκων που τις περισσότερες φορές όμως παράγεται στην ανατολή. Επικράτησε μια νοοτροπία που θεωρούσε τους τεχνίτες επαγγελματίες δεύτερης κατηγορίας. Το όνειρο του γονιού ήταν μια θέση για το παιδί του στο δημόσιο ή στην εναλλακτική να γίνει γιατρός / δικηγόρος / λογιστής.

Σήμερα βλέπουμε εταιρείες που ξεκίνησαν σε ένα φοιτητικό δωμάτιο (facebook) να έχουν παγκόσμια εμβέλεια, μικρά boutique ξενοδοχεία να ανταγωνίζονται σε ποιότητα αλλά και τιμές αλυσίδες όπως τα Hilton και τα Sheraton, δικτυακά μέσα ενημέρωσης να γίνονται δημοφιλέστερα από εφημερίδες με ιστορία δεκαετιών, συνεργατικούς παραγωγούς (μαστίχα Χίου) να αποκτούν παγκόσμια αναγνώριση, Ούγγρους τεχνίτες υπόδησης να πουλάνε τα χειροποίητα μοντέλα τους στη Νέα Υόρκη σε τιμές πολλαπλάσιες των γνωστών οίκων μόδας.

Ένδυση, γαστρονομία, σίτιση και τουρισμός, τεχνολογία, ενημέρωση όλοι αυτοί είναι τομείς οικονομικής δραστηριότητας που μπορούν να αναπτυχθούν στην Κύπρο και να στηρίξουν την οικονομία ανεξάρτητα από την ύπαρξη φυσικών πόρων. Δίνουν τη δυνατότητα για δημιουργία θέσεων εργασίας τόσο σε αυτοεργοδοτούμενους όσο και σε υψηλής εξειδίκευσης (τεχνικής και όχι απαραίτητα μόνο επιστημονικής) ανθρώπινο δυναμικό που εξ ορισμού είναι λιγότερο ευάλωτο στην εκμετάλλευση.

Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για την ανάπτυξη νέων μοντέλων οικονομικής οργάνωσης για μικρές χώρες με αναπτυγμένο ανθρώπινο δυναμικό, όπως ισχυριζόμαστε χρόνια τώρα για την Κύπρο, και για τη δημιουργία αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής. Μέχρι σήμερα στην πραγματικότητα η Αριστερά δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να αλλάξει την κατάσταση πέραν από το να προσπαθεί να βελτιώσει τα δικαιώματα των εργαζομένων, το κοινωνικό κράτος κλπ. Τώρα με τα εμφανή προβλήματα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής που οδήγησαν στην παρούσα κρίση καλούνται όλοι οι πολιτικοί χώροι, αλλά ιδιαίτερα η αριστερά, να αναπτύξουν προτάσεις οι οποίες να είναι επίκαιρες και εφαρμοστέες στα νέα δεδομένα οι οποίες να μπορούν να εξασφαλίσουν βιώσιμη, κοινωνικά δίκαιη και λειτουργική ανάπτυξη στον μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

 

Γράφει: Παντελής Δημητρίου