Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ
Η Διεθνής Συνθήκη του ΟΗΕ για τη θάλασσα του 1982, προβλέπει δύο ξεχωριστά νομικά καθεστώτα για την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) των παράκτιων κρατών.
Παρ’ όλα αυτά, δεν καθορίζονται με σαφήνεια οι διαφορές και οι ιδιότητες που απορρέουν από τις δύο αυτές ζώνες. Η αιτία εδράζεται στην πάγια διαμάχη μεταξύ των κρατών με εκτεταμένη υφαλοκρηπίδα και των κρατών με μικρή υφαλοκρηπίδα. Τα πρώτα επιθυμούν το διαχωρισμό των δύο όρων και τα δεύτερα επιδιώκουν την εξομοίωση της υφαλοκρηπίδας με την ΑΟΖ.
Υφαλοκρηπίδα με γεωλογικούς όρους, είναι η προέκταση της ακτής μιας χώρας κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Με νομικούς όρους, αποτελεί κάθε περιοχή του βυθού που βρίσκεται σε κάποια σχέση με τις ακτές ενός γειτονικού κράτους[1]. Ως εκ τούτου, πηγάζουν για το κράτος αυτό κυριαρχικά δικαιώματα επί των ορυκτών του εδάφους και υπεδάφους του βυθού.
ΑΟΖ είναι η θαλάσσια ζώνη στην οποία κάθε χώρα διαθέτει το δικαίωμα στην έρευνα και εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων, συμπεριλαμβανομένης των ενέργειας από το νερό και τον άνεμο. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ακόμα και εντός ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδας, η επιφάνεια της θάλασσας πέραν των χωρικών υδάτων ενός κράτους, δηλαδή των 12 ναυτικών μιλίων, θεωρείται ως ανοιχτή θάλασσα (αιγιαλίτιδα ζώνη) και συνεπώς διεθνή ύδατα χωρίς καμία εθνική κυριαρχία.
Οι καταγεγραμμένες και ξεκάθαρες διαφορές των ζωνών μέσα από τη μέχρι σήμερα νομολογία, είναι:
- Η ΑΟΖ εκτείνεται μέχρι 200 ναυτικά μίλια ενώ η υφαλοκρηπίδα χάρη στη γεωλογική της έννοια, δύναται να εκτείνεται μέχρι και στα 350 ναυτικά μίλια.
- Δεν απαιτείται επίσημη διακήρυξη της υφαλοκρηπίδας μια χώρας καθώς θεωρείται ότι μπορεί να απολαμβάνει ipso facto τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν.
- Δεν μπορεί να υπάρξει ΑΟΖ χωρίς υφαλοκρηπίδα ενώ υφαλοκρηπίδα μπορεί να υπάρξει και χωρίς ΑΟΖ.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η οριοθέτηση των ζωνών είναι πολύ απλή υπόθεση όταν η θαλάσσια απόσταση μεταξύ των κρατών ξεπερνά τα 400 ναυτικά μίλια. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν δύο ή περισσότερα παράκτια κράτη θα πρέπει να μοιραστούν θαλάσσια έκταση μικρότερη των προαναφερθέντων ορίων. Στις περιπτώσεις αυτές, ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας είθισται να καθορίζεται με την αρχή της μέσης γραμμής βάσει των κανόνων του διεθνούς δικαίου αλλά και της κοινής συνομολόγησης των κρατών. Η όποια μονομερής απόφαση έχει θεωρητικά εσωτερική εφαρμογή, ενώ πρακτικά καθίσταται άκυρη καθώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλο κράτος χωρίς τη δική του συγκατάθεση.
Αιγαίο – Κύπρος
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέχρι και τη Διάσκεψη της 8ης Νοεμβρίου 2014 στην Αίγυπτο, ακολουθείται πιστά η πολιτική της εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της καλή γειτνίασης. Στα πλαίσια της στρατηγικής αυτής, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση αριστοτεχνικά απέφευγε να ανοίξει το θέμα της υφαλοκρηπίδας στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Παρόλο που και αυτά ακόμα τα νησιά, βάσει της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου διαθέτουν υφαλοκρηπίδα, εντούτοις έχουν παρατηρηθεί διεθνώς αρκετές ειδικές περιστάσεις απόκλισης[2]. Εδώ χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς ότι η Τουρκία μέχρι και σήμερα δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας και ως εκ τούτου δεν δεσμεύεται από αυτήν.
Ουσιαστικά η Τουρκία αμφισβητεί την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας στο Καστελόριζο και τις γύρω βραχονησίδες, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται σύμφωνα με τα λεγόμενά της, θαλάσσιο σύνορο μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου. Με αυτή την εκδοχή, η Κυπριακή ΑΟΖ, δεν δύναται να συνορεύει από δυτικά με την Ελλάδα, αλλά μονάχα με Τουρκία και Αίγυπτο ενώ η Άγκυρα παρουσιάζεται να διεκδικεί μεγαλύτερη υφαλοκρηπίδα, άρα και ΑΟΖ, επικαλούμενη τις περιμετρικά τεράστιες ακτογραμμές της. Σε παλαιότερη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Χρήστος Ροζάκης, διευκρίνισε ότι το επιχείρημα αυτό αποτελεί δίκοπο μαχαίρι για την Τουρκία. Σημείωσε χαρακτηριστικά ότι η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα ήταν μονόδρομος για να είναι σε θέση να οριοθετήσει μαζί της τις σχετικές θαλάσσιες ζώνες.
Μετά και την ολοκλήρωση της τριμερούς διακήρυξης του Καΐρου, σηματοδοτείται η χάραξη μιας νέας στρατηγικής για Κύπρο και Ελλάδα, που αφορά στο θέμα της εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου ορυκτού τους πλούτου. Η απόφαση για επίσπευση της οριοθέτησης των ΑΟΖ (κανείς από τους τρεις δεν αναφέρεται σε υφαλοκρηπίδα) με την Αίγυπτο, θέτει αυτομάτως την Τουρκία εκτός παιχνιδιού και προ αρνητικών για την ίδια τετελεσμένων.
Η νευρικότητα που χαρακτηρίζει την Άγκυρα τελευταία δεν είναι άσχετη με την πιο πάνω εξέλιξη και έχει ήδη εξωτερικευθεί με απειλές και περιδιαβάσεις του Μπαρμπαρός εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Η κίνηση αυτή προφανώς συνιστά προσπάθεια των Τούρκων να δηλώσουν παρών στις εξελίξεις στηρίζοντας ταυτόχρονά το επιχείρημά τους περί μηδενικής υφαλοκρηπίδας στα μικρά νησιά. Επιζητώντας μερίδιο στον ορυκτό πλούτο της ανατολικής Μεσογείου, ισχυρίζονται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία διαθέτει πολύ πιο μικρής έκτασης υφαλοκρηπίδα, εξού και οι ανακοινώσεις για σεισμογραφικές έρευνες στα νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά άκρα του νησιού. Προχώρησαν μάλιστα τον Απρίλιο του 2014 σε παράνομη προφανώς συμφωνία με το ψευδοκράτος, οριοθετώντας για το τελευταίο υφαλοκρηπίδα αναλογικά μικρότερη από ότι θα προέκυπτε με την αρχή της ίσης απόστασης.
Με την κίνησή του στις 13 Νοεμβρίου, να εγκαλέσει την Τουρκία για τις συνεχιζόμενες προκλήσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προέβαλε ηχηρή στήριξη στις ελληνοκυπριακές θέσεις. Παρ’ όλα αυτά, μια τέτοια κίνηση δεν επαρκεί για την επιτυχημένη έκβαση του ομολογουμένως ριψοκίνδυνου εγχειρήματος της τριμερούς συνεργασίας Αιγύπτου-Ελλάδος-Κύπρου. Το κλειδί στην παρούσα φάση είναι η στήριξη της συνεργασίας κυρίως από τα εκ δυσμάς ενδιαφερόμενα μέρη, ΕΕ και ΗΠΑ, έστω στα πλαίσια προώθησης των δικών τους γεωπολιτικών συμφερόντων.
[1]Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην Υπόθεση Υφαλοκρηπίδας Τυνησίας/Λιβύης(1982) στην παρ.133
[2]Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας στη Βόρεια θάλασσα, 20.02.1969
Γράφει: Πάνος Λοΐζου Παρράς