Ήταν θυμάμαι μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ΄80.
Παιδιά δώδεκα, δεκατριών, άλλοι δεκαπέντε χρονών. Οι πρώτες μας “εξόδοι” μακριά από το σπίτι και τους γονείς μας. Επιλογές δεν υπήρχαν πολλές. Πέρα από τις αλάνες, τις βόλτες με τα ποδήλατα, τις κόντρες ανάμεσα στις παρέες, από τη μια η παρέα του Γ’ Δημοτικού και από την άλλη η παρέα του Β’ στο παλιό Καϊμακλι. Τσακωμοί, ποδοσφαιρικά παιγνίδια τα απογεύματα στα σχολεία αλλά και όπου βρίσκαμε άδειο χωράφι. Δυο πέτρες από τη μια και δυο από την άλλη, μια (συχνά ξεφούσκωτη) μπάλα και η αλάνα γινόταν το Μαρακανά της φαντασίας μας. Πάρτι γενεθλίων στα σπίτια με τους γονείς να κλειδώνονται στην κουζίνα, μπόλικο τζελ στα μαλιά και φωτογραφίες που οι περισσότεροι σήμερα προσπαθούμε να ξεχάσουμε.
Ήταν όμως και κάτι άλλο.
Ο Αχιλλέας. Σε ένα γήπεδο ανοιχτό, μια μεταλλική κατασκευή με μπάρες που θύμιζε περισσότερο σκαλωσιά παρά εξέδρα, μια φουρνιά παιχτών από τις γειτονιές, και το σύνθημα “Καϊ, καϊ, καϊμακλί” ακουγόταν σε όλη τη Λευκωσία. Ο Μιραλάης, ο Γιαγκουλής, οι Ασσιήκαληες και τόσοι άλλοι, δεν ήταν απλά οι παίχτες της ομάδας μας. Σε εμάς τους μικρότερους ήταν περίπου σαν θεοί, στους μεγαλύτερους η υπερηφάνια προσωποποιημένη. Από την εξέδρα δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα. Και στην εξέδρα δεν ανέβαινες αν ήσουν στην ηλικία κάτω των δεκαπέντε. Συνήθως σκαρφάλωνες. Εκεί έσπασα και πρώτο μου ζευγάρι γυαλιά μυωπίας και με τρόμο επέστρεψα στο σπίτι. “Τουλάχιστον ενικήσαμε;” ήταν η αφοπλιστική ερώτηση του πατέρα μου.
Τα παιγνίδια
Δεν ήταν απλά παιγνίδια μπάσκετ. Ήταν ο Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ. Ένα τσούρμο παιδιών από το Καϊμακλί που ξαφνικά διεκδικούσαν και κέρδιζαν κύπελα, πρωταθλήματα. Μια ομάδα που ένωνε όλο το Καϊμακλί απέναντι στα μεγαθήρια, τον Πεζοπορικό, τον ΑΠΟΕΛ, την ΑΕΛ, τον Κεραυνό και την ΕΝΑΔ. Η ιαχή “Καϊ, καϊ, Καϊμακλί” έγινε το αγαπημένο σύνθημα ακόμα και των φιλάθλων πολύ πέρα από τις γειτονιές μας, ακόμα και όταν εύστοχα μας κοροϊδευαν οι αντίπαλοι μας απαντώντας με το σύνθημα “καή, καή, καήκατε”.
Οι ακαδημίες
Ένα γήπεδο είχαμε. Αυτό, το ανοιχτό με τη σκαλωσιά. Που τα απογεύματα γέμιζε παιδιά που ήθελαν να μοιάσουν στους “θεούς”. Προσπαθώ να θυμηθώ κάποιον από την παρέα που να μην πέρασε από εκείνη την εμπειρία. Ουρές παιδιών να βαράμε την μπάλα του μπάσκετ μέσα στο ίδιο γήπεδο που έπαιζαν τα ινδάλματά μας. Οι περισσότεροι σαν και εμένα χωρίς καθόλου ταλέντο αφού σπάνια θυμάμαι σε εκείνες τις προπονήσεις να έχω ποτέ πετύχει καλάθι. Συχνά ούτε καν το ταμπλό. Αλλά ξέρετε κάτι; Δεν είχε καμιά απολύτως σημασία. Για όσα παιδιά περάσαμε από εκεί, πηγαίναμε μετά στο σπίτι και νομίζαμε ότι ήμασταν ο Μιραλάης, ο Γιαγκουλής, ο Ασσιήκαλης.
Τα χρόνια πέρασαν
Ο Αχιλλέας πήγε στο “κλειστό”, οι στύλοι που είχαμε για προβολείς έσβησαν, η γενιά εκείνη των “θεών” του Καϊμακλιού συνέχισε τη ζωή της. Περνάω συχνά από τη γειτονιά και καθώς βρίσκομαι δίπλα από το γήπεδο, οι ιαχές “Καϊ, καϊ, καϊμακλί” ξαναζωντανεύουν. Η εξέδρα είναι γεμάτη κόσμο, τα φώτα ανάβουν και στο πρώτο καλάθι της φαντασίας μου καταλαβαίνω πόσο πλούσια μεγαλώσαμε τα παιδιά εκείνης της εποχής του Αχιλλέα.
Αλήθεια, ελάτε να μιλήσουμε για το “γήπεδο”.
Γράφει: Παναγιώτης Σταυρινίδης