Ομιλία του Επίκουρου Καθηγητή Παναγιώτη Σταυρινίδη στο Ευρωκοινοβούλιο στα πλαίσια εκδήλωσης της Ευρωομάδας της Αριστεράς για την παιδική σκλαβιά και κακοποίηση.
Πριν από μια δεκαετία περίπου, συμμετείχα ως ερευνητής σε μια από τις πρώτες προσπάθειες καταγραφής του επιπολασμού της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων στις χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης. Θυμάμαι τις συνεδρίες εμπειρογνωμόνων που είχαμε, στην προσπάθεια δημιουργίας ενός κοινού πλαισίου κατανόησης αυτού του προβλήματος. Επιγραμματικά, μπορώ να σας πω ότι από εκείνη την εργασία προέκυψε ένας αριθμός που ταρακούνησε αρκετούς στις κοινωνίες μας: ένα στα δέκα. Με άλλα λόγια, είτε σε κάποιες χώρες λίγο περισσότερο είτε σε κάποιες χώρες λίγο χαμηλότερο, μάθαμε ότι 10% των παιδιών και εφήβων βίωναν τουλάχιστον μια εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης μέχρι να ενηλικιωθούν. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το “ένα στα δέκα” ακουγόταν αρχικά στα αυτιά μου ίσως ως υπερβολή. Μου φαινόταν δηλαδή δύσκολο να δεχτώ ότι τόσα πολλά παιδιά (για παιδιά πρόκειται) θα βίωναν μια τόσο τραυματική εμπειρία πριν καν μπουν στην ενήλικη ζωή.
Ήταν επίσης εκείνη την περίοδο που ήρθα αντιμέτωπος με την έννοια της “σκοτεινής” επιδημίας ή αν προτιμάτε του “κρυφού αριθμού”. Για σκεφτείτε κυρίες και κύριοι το εξής: Αν βρούμε με κάποιο τρόπο σήμερα στην Κύπρο 100 παιδιά που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Από αυτά τα 100 παιδιά ούτε τα μισά δεν θα το μάθουν ποτέ οι γονείς τους. Από αυτά που θα το μάθουν οι γονείς τους, ουτε για τα μισά παιδιά δεν θα γίνει καταγγελία. Από αυτά, ούτε τα μισά δεν θα φτάσει η υπόθεση στην αστυνομία. Από αυτές τις περιπτώσεις που θα φτάσουν στην αστυνομία, ούτε για τις μισές δεν θα στοιχειοθετεί υπόθεση. Από αυτές, ούτε οι μισές δεν θα οδηγηθούν στο δικαστήριο. Και εκεί, δεν είναι βέβαιο πόσες καταδίκες θα έχουμε. Ισως μια ή δύο. Τόσες ήταν περίπου πάντως στα χρόνια που γινόταν εκείνη η καταγραφή. Φαντάζομαι ήδη βλέπετε γιατί επέλεξα τον τίτλο της “σκοτεινής επιδημίας”.
Που κατέληξε όμως εκείνη η ευρωπαϊκή προσπάθεια. Ήταν άλλωστε μια δεκαετία πριν. Υπήρξαν καμπάνιες ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης, συνέδρια, συζητήσεις, φαντάζομαι και κάποιος ίσως εκσυγχρονισμός μερικών νομοθεσιών. Θα έπρεπε όλα αυτά να έχουν ένα αποτέλεσμα. Σωστά; θα έπρεπε σήμερα, δέκα χρόνια μετά να είμαστε κάπου καλύτερα. Να μη χρειάζεται να μιλάμε για αυτό το ντροπιαστικό για τις κοινωνίες μας “ένα στα δέκα”.
Η αλήθεια είναι ότι στα χρόνια που ακολούθησαν είχα σταματήσει την δική μου εμπλοκή σε αυτό το πεδίο έρευνας. Άλλες μορφές κακοποίησης (για τις οποίες ίσως έχω τον χρόνο να μιλήσω σε λίγο) είχαν τεθεί στο επίκεντρο της έρευνας της ομάδας ερευνητών που συντονίζω στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Και που βρισκόμαστε σήμερα; Δύο χρόνια πριν, έμαθα ότι μερικοί καλοί συνάδελφοι μου από το Πανεπιστήμιο μου, είχαν εμπλακεί ενεργά σε μια νέα ευρωπαϊκή μελέτη για την έκταση του προβλήματος της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων στην Ευρώπη. Περίμενα με ενδιαφέρον τα ευρήματα αυτής της νέας συλλογικής προσπάθειας. Μάλιστα πρόσφατα, μετά την ανακοίνωση των ευρημάτων τους, η ομάδα αυτή των ευρωπαίων ερευνητών είχε ανακοινώσει επίσης το σλόγκαν με το οποίο θα ανανέωνε μια καμπάνια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης. Ίσως πολλοί από εσάς εδώ να το έχετε ήδη ακούσει: “ένα στα πέντε”. Σε αυτόν τον αριθμό και σε αυτές τις τρεις λέξεις συνοψίζεται η συλλογική μας αποτυχία ως πολίτες της ενωμένης ευρώπης. Πλέον, δεν μιλάμε για το “σοκαριστικό” ποσοστό του 10% της πρώτης δεκαετίας του 2000. Πλέον είμαστε στο 20%. Ένα στα πέντε παιδιά, πριν ενηλικιωθούν, θα βιώσουν κάποια μορφή σεξουαλικής κακοποίησης.
Είναι λοιπόν μια πραγματική επιδημία. Και γίνεται ακόμα πιο θλιβερή η εικόνα όταν αναλογιστεί κανείς και την κρυφή, την σκοτεινή της διάσταση. Όπως επίσης όταν αναλογιστούμε τις σοβαρές συνέπειες που συνοδεύουν πολλά από τα παιδιά θύματα αυτής της κακοποίησης. Κατάθλιψη, διπολική διαταραχή, αγχώδεις διαταραχές και πολλά άλλα. Και όλα αυτά σε μια περίοδο της ζωής τους που ακόμα οικοδομούνται βασικά συστατικά της προσωπικότητάς τους, καθώς και ιδιότητες της γνωστικής, συναισθηματικής και κοινωνικής τους λειτουργίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πολλά από τα περιστατικά αυτοκτονικού ιδεασμού ή και απόπειρας αυτοκτονίας προέρχονται από παιδιά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Δεν χρειάζεται φαντάζομαι να επαναλάβω το μέγεθος της συλλογικής μας αποτυχίας.
Επιτρέψετε μου στον χρόνο που μου απομένει να αναφερθώ και σε άλλες μορφές κακοποίησης παιδιών και εφήβων που και εκεί συχνά συναντάμε την κρυφή τους διάστασης. Τα τελευταία χρόνια οι συνεργάτες μου και εγώ προβαίνουμε σε σειρά ερευνών που αφορούν την ψυχολογία του σχολικού εκφοβισμού. Έχοντας πλέον δεδομένα από χιλιάδες παιδιά στην Κύπρο, γνωρίζουμε αρκετά για την έκταση, τις αιτίες και τις επιπτώσεις του εκφοβισμού στα παιδιά. Δεν θα σας κουράσω με λεπτομέρειες, άλλωστε ούτε ο χρόνος το επιτρέπει για μια εις βάθος ανάλυση του θέματος. Μπορείτε όμως όσοι έχετε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα να βρείτε στο διαδίκτυο τις εργασίες αυτές που έχουμε δημοσιεύσει. Θα περιοριστώ συνεπώς μόνο στο ότι από τα δεδομένα μιας και πλέον πενταετίας, προκύπτει και σε αυτό το φαινόμενο, μια μη αμελητέα ομάδα παιδιών που υποφέρουν. Και σε αυτό δυστυχώς, η έκταση του προβλήματος δεν είναι μακριά απο το “ένα στα πέντε”. Ένα στα πέντε παιδιά, βιώνει τον εκφοβισμό είτε ως δράστης, είτε ως θύμα, είτε και ως δράστης και θύμα ταυτόχρονα. Και δεν συμπεριλαμβάνουμε σε αυτή την εκτίμηση δύο ακόμα σημαντικές παραμέτρους: την άμεση ή έμμεση εμπλοκή των παρευρισκομένων παιδιών που παρατηρούν ένα επεισόδιο εκφοβισμού και την χρήση της τεχνολογίας που μας έφερε ενώπιον του γνωστού πλέον κυβερνοεκφοβισμού. Και στην εμπειρία του εκφοβισμού δυστυχώς, οι συνέπειες από την μακροχρόνια θυματοποίηση δεν είναι αμελητέες. Ήδη σε πολλές χώρες έχουν καταγραφεί περιστατικά αυτοκτονιών καθώς και περιστατικά εξόντωσης ως συνέπεια του εκφοβισμού. Και σε αυτό το πρόβλημα δυστυχώς, επιβεβαιώνεται η διάσταση της κρυφής επιδημίας. Τα παιδιά δεν μιλάν για αυτό που τους συμβαίνει. Είτε γιατί δεν μας εμπιστεύονται (και καλά κάνουν σε αρκετές περιπτώσεις), είτε γιατί φοβούνται, είτε γιατί ακόμα και μπορεί να ντρέπονται. Μην ξεχνάτε ότι είναι για παιδιά που μιλάμε.
Πριν κλείσω, πιστεύω πως αξίζει να αναφερθώ και σε ένα ακόμα πρόβλημα κακοποίησης με σκοτεινή επίσης διάσταση και αφορά την ομάδα των εφήβων. Πρόκειται για την βία στις ρομαντικές σχέσεις, γνωστό με την διεθνή ορολογία “dating violence”. Κυρίως το βιώνουν νεαρά κορίτσια στην εφηβεία καθώς αρχίζουν να δημιουργούν σχέσεις οικειότητας με παιδιά του αντιθέτου φύλου. Μια μικρή παρένθεση. Έχοντας πει αυτό, δεν σημαίνει ότι και αγόρια δεν γίνονται θύματα αυτής της μορφής κακοποίησης. Όπως επίσης το γεγονός ότι το συναντάμε και στις σχέσεις ομόφυλων ζευγαριών. Σε κάθε περίπτωση όμως, πρόκειται για μια ακόμα σοβαρή μορφή κακοποίησης με εξίσου σοβαρές επιπτώσεις. Σκεφτείτε μόνο ότι σε έρευνες που έχουν διενεργηθεί σε πολλές χώρες, δείχνουν ότι ακόμα και 50% των κοριτσιών βιώνουν μορφές λεκτικής, σωματικής, συναισθηματικής και σεξουαλικής βίας από τα αγόρια τους. Και σκεφτείτε επίσης ότι μιλάμε για παιδιά που τώρα δημιουργούν τις πρώτες τους ρομαντικές σχέσεις, που δυσκολεύονται συχνά να διακρίνουν ανάμεσα στην βία και στην αγάπη και που έχουν επίσης συχνά μεγάλη δυσκολία να μιλήσουν για αυτό που περνούν.
Κυρίες και κύριοι ευρωβουλευτές, φίλες και φίλοι,
Τα σύνθετα κοινωνικά προβλήματα απαιτούν δυστυχώς και σύνθετες λύσεις. Ένα συνδυασμό παρεμβάσεων από τη νομική, ψυχολογική, παιδαγωγική, οικογενειακή και κοινωνική εργαλειοθήκη. Και πάλι όμως για να δουλέψουν όλα αυτά χρειαζόμαστε ακόμα κάτι. Την έγκαιρη πρόληψη. Θα επικαλεστώ (και κλείνω μ’ αυτό) τη συζήτηση που είχα για το θέμα με τον καθηγητή David Farrington τον για πολλούς από εμάς κατ’ εξοχήν ειδικό σε ζητήματα εγκληματολογίας στην Ευρώπη. Και η άποψη του και δική μου, στηρίζεται σε αυτή την απλή αρχή: πρόληψη από την προσχολική ηλικία. Με επιστημονικά τεκμηριωμένες παρεμβάσεις που θα στοχεύουν στην ενδυνάμωση του παιδιού αλλά και του κοινωνικού του πλαισίου. Και όσοι βρίσκουν το οικονομικό σκέλος μιας τέτοιας προσέγγισης δυσβάστακτο στην εποχή μας, θα πω μόνο το εξής: Για κάθε ευρώ που μια χώρα δαπανά στην καλή πρόληψη, εξοικονομεί πολλαπλάσιες δαπάνες από μελλοντικό κόστος στην δυστυχώς αργοπορημένη όπως πάντα αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και των παράπλευρων τους συνεπειών.
Σας ευχαριστώ.
Γράφει: Παναγιώτης Σταυρινίδης