Διαβάζω με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις των συμπολιτών μας στην ελληνοκυπριακή πλευρά για την θαραλλέα άρνηση του τουρκοκύπριου Μουράτ Κανατλί να καταταγεί για άσκηση εφέδρων στα κατεχόμενα.
Με πολύ κουράγιο, ο Μουράτ δεν βρήκε καμιά δικαιολογία που θα μπορούσε ο κάθε ένας από εμάς να σκαρφιστεί για να αποφύγει τέτοια υποχρέωση. Αντίθετα, έκανε ξεκάθαρο ότι η άρνηση του προκύπτει από την συνείδησή του που δεν του επιτρέπει να συμμετέχει σε ασκήσεις ενός στρατού που μπορεί να τον καλέσει να πολεμήσει ενάντια (σε εμάς) στους συμπατριώτες του.
Θαυμασμός και ντροπή.
Και τα δύο αυτά συναισθήματα τα ένιωσα όταν διάβασα την σχετική είδηση. Θαυμασμό γιατί πιστεύω πως χρειάζεται διπλό θάρρος να αρνηθεί κανείς κάτι τέτοιο στον κατεχόμενο βορρά. Ντροπή γιατί προσωπικά δεν είχα ποτέ ούτε το μισό κουράγιο του Μουράτ.
Ομολογώ ότι πρόσφατα κλήθηκα σε στρατοδικείο. Μετά από επανελειμένες αδικαιολόγητες απουσίες μου από ασκήσεις εφέδρων, τελικά κλήθηκα σε απολογία αφού εικάζω ότι οι καταθέσεις μου στην αστυνομία δεν ήταν αρκούντως ικανοποιητικές.
Ενδιαφέρουσα εμπειρία. Πρώτη φορά βρισκόμουν σε αίθουσα δικαστηρίου, ακόμα περισσότερο ως κατηγορούμενος. Κάτι μεταξύ σουρεάλ και φτηνού θεάτρου, το όλο σκηνικό. Αυτά σκεφτόμουν καθώς ένας δικαστής έμπαινε της αίθουσας συνοδευόμενος από κάτι παλικάρια της στρατονομίας.
Μας φρουρούσαν να μην το σκάσουμε, εικάζω. Γελοίο αλλά πραγματικό.
Θυμάμαι μάλιστα ότι σηκωθήκαμε όρθιοι, ίσως πάλι να θυμάμαι καμιά σκηνή από τις παλιές παραστάσεις του Δημήτρη Ψαθά με τον Πιατά πρωταγωνιστή. Μπορεί να δίνω την εντύπωση ότι αντιμετώπιζα την όλη εμπειρία κυνικά, ίσως και θαρραλέα.
Λάθος.
Μέσα μου τρόμαζα. Δεν το έδειχνα αλλά τρόμαζα. Το περιβάλλον φρόντιζε για αυτό. Στα λεπτά που περίμενα να κληθώ στο εδώλιο, σκεφτόμουν τι ήταν ηθικό να πράξω: να πω την αλήθεια ή να σκαρφιστώ μια δικαιολογία. Η αλήθεια είναι ότι δεν πιστεύω στην χρησιμότητα της εθνικής φρουράς. Ούτε ως συστατικό αποτροπής, πολύ περισσότερο ως εργαλείο ανάκτησης. Επίσης, δεν θα ήθελα ποτέ να βρεθώ ξανά με ένα όπλο απέναντι από κανένα άνθρωπο. Ούτε τουρκοκύπριο, ούτε τούρκο. Από κανένα.
Ξέρω, η κατοχή.
Δεν με πείθει πλέον. Δεν με πείθει, ούτε θα συνεχίσω να υπηρετώ ένα θεσμό που από μόνος του είναι αποτρεπτικός για την επανένωση. Για να τερματίσει επιτέλους αυτό το κακό που δεκαετίες μας κρατά δέσμιους. Και εκείνους, και εμάς.
Τι έπραξα;
Το δεύτερο. Σκαρφίστηκα μια δικαιολογία. Φτηνή κιόλας. Επικαλέστηκα φόρτο εργασίας και “μέσα σε όλα αυτά τα τρεχάματα κύριε δικαστά (αλήθεια, είπα “κύριε δικαστά”), ξέχασα πως έπρεπε να παρουσιαστώ”. Κάτι τέτοιο. Φτηνό, πολύ φτηνό.
Τιμωρήθηκα.
Αφού συμβουλεύτηκε ψιθυριστά ο δικαστής τους δύο στρατιωτικούς που είχε δεξιά και αριστερά του (τώρα με κακολογάνε, σκέφτηκα) μου ανάγνωσε την ποινή σε χρηματικό πρόστιμο αναγνωρίζοντας το λευκό ποινικό μου μητρώο. Πλήρωσα, χαιρέτησα τα παιδιά της στρατονομίας και τους λειτουργούς του δικαστηρίου και έφυγα.
Κανονικά θα χαιρόμουν. Ίσως για λίγο να χάρηκα κιόλας. Όσο να’ ναι, με ένα πρόστιμο την γλύτωσα. Τέτοιες στιγμές όμως που ένας συμπατριώτης μου στον βορρά αρνείται να σταθεί με όπλο απέναντι σε εμένα, μια συγγνώμη την οφείλω. Όσο για πολλούς μεγάλους πατριώτες της δικής μας πλευράς που έσπευσαν με στόμφο να χαιρετήσουν την θαραλλέα και πατριωτική πράξη του Μουράτ, ένα να ξέρουν:
Την επόμενη φορά θα πω την αλήθεια.
Το χρωστάω σε κάποιον.
Γράφει: Παναγιώτης Σταυρινίδης
Σκίτσο: GreenRebel9