Σκεφτόμουν αυτό το ερώτημα καθώς μια μοτοσυκλέτα περνούσε από δίπλα μου στον αυτοκινητόδρομο με ταχύτητα που άξιζε να αναρωτηθώ εάν ο Αϊνστάιν είχε τελικά δίκαιο για την ταχύτητα του φωτός.
Οδηγό δεν πρόλαβα να δω, εικάζω όμως ότι υπήρχε.
Πέρα από τους υπαρξιακούς μας φόβους, για την ζωή, για τον θάνατο, ερχόμαστε συχνά αντιμέτωποι με τους φόβους της καθημερινότητάς μας. Κάποτε τους προσωπικούς, συχνά όμως και τους συλλογικούς μας φόβους.
Για αυτούς τους τελευταίους σκεφτόμουν, αυτά δηλαδή που κρατούν μια κοινωνία αιχμάλωτη. Αιχμάλωτη γιατί δεν πιστεύω ότι ο φόβος μπορεί να οδηγήσει ποτέ μια κοινωνία στην πρόοδο, στην δημιουργία.
Σκέφτομαι αρχικά για την εξελικτική χρησιμότητα του φόβου. Προφανώς, αυτό το αρχέγονο συναίσθημα, ένστικτο εάν προτιμάτε, μας προστάτευσε από κινδύνους στο περιβάλλον καθώς αργά αλλά σταθερά βασιζόμασταν ολοένα και περισσότερο στην συνείδησή μας και λιγότερο στα ένστικτα επιβίωσης. Ειδικά όμως σε πρωτόγονες εποχές που οι κίνδυνοι δεν προέρχονταν από τους Moody’s ούτε από κάποια τρόικα, μπορώ να φανταστώ γιατί ο άνθρωπος εκείνης της εποχής θα φοβόταν πράγματα, στα όρια του σημερινού παρανοϊκού ιδεασμού. Τότε, βγαίνοντας από την σπηλιά σκεφτόσουν αν η φύση θα σου επέτρεπε να επιστρέψεις. Σήμερα που έχουμε βγει για τα καλά από την σπηλιά, η φύση έχει δώσει την θέση της στο ΔΝΤ.
Ο άνθρωπος φοβάται το άγνωστο, ισχυρίζεται σχεδόν αυταρχικά η γνωστή κοινοτοπία, που δεν σου αφήνει περιθώριο να διαφωνήσεις. Και παρά την υπερβολή, παραδέχομαι ότι στα δικά μου αυτιά ηχεί με αρκετή δόση αλήθειας. Ειδικά όταν σκέφτομαι τους φόβους που πλέον στοιχειώνουν ολόκληρο τον πλανήτη, ή τέλος πάντων ένα μεγάλο κομμάτι του.
Στην Ελλάδα, έχει μετατραπεί ένα νόμισμα σε θανάσιμο κίνδυνο για μια ολόκληρη κοινωνία. Και δεν υποτιμώ τις συνέπειες μιας βίαιης επιστροφής των ελλήνων στο εθνικό νόμισμα. Αναρωτιέμαι όμως ταυτόχρονα, πως τα καταφέραμε και μετατρέψαμε ένα εργαλείο οικονομικής συναλλαγής σε απαραίτητο δομικό συστατικό για την επιβίωση μιας ολόκληρης χώρας. Κάτι σαν το DNA οικοδόμησης κοινωνιών. Όσο αυτό είναι υγιές, οι κοινωνίες δικαιούνται να ελπίζουν σε διαιώνιση. Μια ανεπιθύμητη μετάλλαξη όμως, μπορεί πλέον να κατατάξει ολόκληρες χώρες μαζί με τους δεινόσαυρους. Τουλάχιστον αυτοί έφυγαν από μετεωρίτη, σκέφτομαι, όχι από το κέρμα των δύο ευρώ. Με ενοχλεί που χώρες πλέον κινδυνεύουν να εξαλειφθούν από ένα νόμισμα.
Η ιδέα της ενωμένης Ευρώπης με βρήκε και εξακολουθεί να με βρίσκει θερμό υποστηρικτή. Ίσως και με αρκετή δόση αφελούς ρομαντικού ουμανισμού, σκεφτόμουν ότι καθώς θα διαγράφουμε τα σύνορα, την ίδια στιγμή θα αγκαλιάζαμε και θα οικοδομούσαμε πάνω σε αυτά που μας ενώνουν. Στις αξίες. Στα δικαιώματα του ανθρώπου, στο κράτος πρόνοιας, στην ελευθερία και δημοκρατία, και στην αλληλεγγύη. Δεν μπορώ να πω ότι ειδικά για το τελευταίο νιώθω ιδιαίτερα περήφανος τον τελευταίο καιρό. Σε στιγμές ευφορίας της προηγούμενης δεκαετίας, ήταν εύκολο, σχεδόν υποκριτικά εύκολο, για μιαν Ευρώπη να μιλάει για την εξάλειψη του ρατσισμού, για το δικαίωμα στην εργασία, και για την αλληλεγγύη μεταξύ των λαών. Στην πρώτη όμως σοβαρή αναποδιά τα ξεχάσαμε όλα. Εδώ μας ήθελα. Στην περίοδο του φόβου, η δικιά μου Ευρώπη δεν θα αναβίωνε πρωτόγονες μάχες επιβίωσης με σφενδόνες, σημαδεύοντας με ρατσιστικά εξώφυλλα περιοδικών, ένθεν και ένθεν. Το ρόπαλα έδωσαν την θέση τους στα βέλη, τα βέλη στα όπλα, τα όπλα στις στάχτες των παγκόσμιων πολέμων, και από τις στάχτες μετατρέψαμε τα ρόπαλα σε πληροφορία. Πλέον φοβόμαστε την επικείμενη υποβάθμιση των Standard and Poor’s, πυροβολούμε τον παρθενώνα με το εξώφυλλο του Spiegel και σχεδόν φοράμε πανοπλίες για να προστατευθούμε από μια δήλωση της Christine Langarde.
Φτάνοντας στο τέλος του αυτοκινητόδρομου, θυμήθηκα την μοτοσυκλέτα, με την ελπίδα ότι ο οδηγός της έφτασε και αυτός στον προορισμό του και δεν είχε διακτινιστεί στο νεφέλωμα της Ανδρομέδας.
Στο σπίτι μου πλέον, οι ειδήσεις στην τηλεόραση μιλούσαν για αποκλεισμό των χωρών του ευρωπαϊκού νότου από τις διεθνείς αγορές, θυμίζοντας μου τους φόβους που σκεφτόμουν. Τελικά, μπορεί σήμερα να μη φοβόμαστε να βγούμε από την σπηλιά, αλλά δυστυχώς φοβόμαστε γιατί η αρχαία αγορά έδωσε τη θέση της στις αγορές.
Κρίμα.
Γράφει: Παναγιώτης Σταυρινίδης