Αναγνωρίζω ότι με τις συνθήκες στην κυπριακή οικονομία, οποιαδήποτε συζήτηση για την ανάγκη λύσης του κυπριακού μπορεί να παρεξηγηθεί, να παρερμηνευθεί, ακόμα και να της προσδώσει κανείς αλλότρια κίνητρα. Κίνητρα για «γρήγορο κλείσιμο», κίνητρα για «ξεπούλημα» και πολλά άλλα περιρρέοντα.
Δεν επιθυμώ τίποτα από αυτά.
Επιθυμώ όμως να ξαναζωντανέψει η ελπίδα για επανένωση. Έστω και μέσα από μια οικονομία που δεν την λες και στα καλύτερα της. Στο κάτω κάτω, θέλω επίσης να καταλάβω πότε ακριβώς θα είναι η κατάλληλη στιγμή για τα συμφέροντα μας. Όταν η οικονομική κατάσταση μας πετούσε στα ουράνια, φοβόμασταν ότι η λύση θα κατέστρεφε την οικονομία μας. Τώρα που η οικονομία είναι στα τάρταρα, φοβόμαστε ότι η λύση θα είναι εκβιαστική.
Γιατί κάτι δεν μου αρέσει σε όλο αυτό;
Γιατί το συμπέρασμα είναι προφανές. Εάν στα καλά μας αποφεύγαμε την λύση από τον φόβο της καταστροφής και εάν στα χειρότερα μας αποφεύγουμε την λύση από τον φόβο του εκβιασμού, τότε η σκέψη οδηγείται σε αδιέξοδο: η οικονομία δεν θα μπορέσει ποτέ να λειτουργήσει ως καταλύτης για λύση.
Και που μας αφήνει;
Ίσως πριν (συνο)μιλήσουμε ξανά με τους τουρκοκύπριους, να πρέπει να ξανανοίξουμε την κουβέντα μεταξύ μας. Με ειλικρίνεια όμως, με δόση αυτοκριτικής αλλά και με διάθεση συναίνεσης.
Ξεκινώντας από το πρώτο, πιστεύω ότι όσοι ψηφίσαμε ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, έχουμε αρκετά να αναθεωρήσουμε. Πρώτα απ’ όλα τους αφορισμούς. Δεν είναι εθνικιστές (όπως γενικευμένα τους αποκαλούσαμε) όσοι ψήφισαν ΟΧΙ. Ούτε απορριπτικοί. Ούτε ρατσιστές έναντι των τουρκοκυπρίων. Κάποιοι ίσως και να είναι όλα αυτά. Αλλά σίγουρα δεν είναι η πλειοψηφία. Πράξαμε πολλά λάθη εκείνη την περίοδο. Από το περιεχόμενο του σχεδίου λύσης, μέχρι ακόμα και στο ύφος. Καθώς ξανασκέφτομαι ψύχραιμα πλέον, με ενοχλεί όλο και περισσότερο το ύφος αρκετών που ανέλαβαν εκείνη την περίοδο να εκπροσωπήσουν την θετική ψήφο στο δημοψήφισμα. Στην καλύτερη ήταν αλαζονικό και στην χειρότερη ήταν αυταρχικό. Όχι πάντα. Αλλά συχνά.
Φυσικά αντίστοιχη (αυτό)κριτική πρέπει να γίνει και για πολλούς που υποστήριξαν το ΟΧΙ. Δεν ήμασταν προδότες όσοι ψηφίσαμε ΝΑΙ. Άνθρωποι που νοιαζόμαστε για τον τόπο μας είμαστε, τουλάχιστον όσο και οποιοσδήποτε άλλος συμπατριώτης μας. Αυτό είμαστε. Και πάλι, ίσως όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι. Ούτε πληρωθήκαμε από κάποια αόρατα χέρια για την ψήφο μας. Συνειδητά το πράξαμε γιατί αυτό πιστεύαμε ότι επανένωνε τον τόπο. Ούτε ρατσιστική ήταν η λύση που προτάθηκε. Προβλήματα είχε, ναι. Αλλά επανένωνε τον τόπο. Και στο τέλος τέλος, η απόρριψη (εκείνης) της λύσης δοκιμάστηκε. Η αποδοχή της θα παραμείνει για πάντα υποθετικό ενδεχόμενο.
Και σήμερα;
Εννιά χρόνια μετά, συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε τόσο άτρωτοι όσο νομίζαμε ότι ήμασταν. Ούτε νομίζω πλέον να υπάρχει κανείς (ακόμα και ο πλέον ευρωπαϊστής) που να πιστεύει ότι οι εταίροι μας (να βάλω εισαγωγικά; αναρωτιέμαι) θα πιέσουν την Τουρκία να αποδεχτεί λύση όπως (μόνο) εμείς έχουμε στο μυαλό μας.
Συνεπώς, τι κάνουμε;
Καταρχήν φεύγουμε από τα ΝΑΙ και τα ΟΧΙ του 2004. Δεν οδηγούν πουθενά. Ξεκινάμε ένα διάλογο μέσα στην κοινωνία, μέσα στα κόμματα, μέσα στους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς για την λύση που μπορούμε να διεκδικήσουμε. Όχι αυτήν που φανταζόμαστε. Αλλά εκείνη που μπορεί να λειτουργήσει και εκείνη που μπορούμε να επιτύχουμε. Αυτά τα δύο. Μαζί. Γιατί δεν έχει νόημα το ένα χωρίς το άλλο.
Και επιδιώκουμε συνομιλίες με εντιμότητα. Μακριά από καιροσκοπικούς τακτικισμούς, μακριά από θεωρίες συνομωσίας, μακριά από ιδεατές λύσεις που διαιωνίζουν την διχοτόμηση. Να δεχθούμε με αξιοπρέπεια υποχωρήσεις και να διεκδικήσουμε με αξιοπρέπεια υποχωρήσεις από την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή πλευρά. Έτσι, ίσως πετύχουμε μια λύση μακριά από στρατεύματα και εξοπλισμούς που κόστισαν δισεκατομμύρια (με διαδρομές του χρήματος που θα έπρεπε ίσως να γνωρίζαμε καλύτερα) και που είναι αμφίβολο πόση προστασία μας πρόσφεραν από την εισβολή και μετά. Μια λύση που θα επανενώσει τον λαό και θα μας επιτρέψει να ξαναχτίσουμε την χώρα.
Και τότε ναι. Τότε θα μπορούμε πραγματικά να ελπίζουμε.
Αλλιώς;
Γράφει: Παναγιώτης Σταυρινίδης