Λέγεται ότι ο Jean-Paul Sartre εμπνεύστηκε την περιγραφή του σκηνικού του θεατρικού έργου «Οι Μύγες» (“Les Mouches”) από ένα χωριό της Σαντορίνης, στο οποίο βρέθηκε κατά τις διακοπές του στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1937, μαζί με την Simone de Beauvoir.
Στο χωριό αυτό τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν γεμάτα μύγες. Μάλιστα, η παρουσία των μυγών στα πρόσωπά τους αλλοίωνε, σε κάποιες περιπτώσεις, και τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους. Τα φορτωμένα με μύγες πρόσωπα στον ξένο επισκέπτη προκαλούσαν συναίσθημα έντονης απέχθειας, όμως, για τους κατοίκους του χωριού ήταν μέρος της πραγματικότητάς τους, ήταν «φυσιολογικό» ή «κανονικό» στοιχείο της καθημερινής τους ζωής. Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό του πως μια κατάσταση ή συμπεριφορά (ανεξάρτητα από το αν είναι σωστή ή λανθασμένη) «κανονικοποιείται», παίρνοντας διαστάσεις κοινωνικής νόρμας, θεωρείται δηλαδή ως «φυσιολογική» συμπεριφορά στο πλαίσιο μιας κοινωνίας.
Τις μύγες της Σαντορίνης μου τις θύμισαν οι αναφορές του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο οποίος μεταξύ άλλων δήλωσε ότι: «Η διαφθορά στην Κύπρο είναι τόσο ριζωμένη σε ορισμένα θέματα και υπάρχει τέτοιο κατεστημένο, που ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης είναι οι συντονισμένες ενέργειες πολλών ανθρώπων και πολλών υπηρεσιών […]. Αυτό που με ενοχλεί είναι ότι πολλοί δημόσιοι λειτουργοί που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα θεωρούν ότι δεν πρέπει να δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Ακόμα και όταν εντοπίσεις κάποιον που έχει εμπλακεί σε επιλήψιμες ενέργειες, μπορεί να το θεωρήσει ότι δεν τρέχει και τίποτα. Υπάρχουν περιπτώσεις που αντί να σκύψουν το κεφάλι, συνεχίζουν να κυκλοφορούν και να μιλούν με έναν αέρα και ένα ύφος που καταδεικνύει μια πολύ κακή κουλτούρα σε τέτοια θέματα» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Πολίτης», 05/10/2014).
Όπως οι μύγες στα πρόσωπα των συγκεκριμένων Σαντορινιών θεωρούνταν φαινόμενο «φυσιολογικό» να συμβαίνει, έτσι και εδώ στο νησί μας η διαφθορά «κανονικοποιήθηκε» από κάποιους (δυστυχώς ανάμεσα σ’ αυτούς αξιωματούχοι και συνομοταξία φερέγγυων και ευυπόληπτων πολιτών) και θεωρήθηκε «φυσιολογική» πράξη, κατά τρόπο μάλιστα που την κατέστησαν εγγενές στοιχείο του συλλογικού μας βίου. Έτσι, το «δεν τρέχει τίποτα» και το «σιγά και τι έγινε» έγιναν κυρίαρχα μοντέλα συμπεριφοράς. Υπήρχαν και υπάρχουν, βεβαίως, και αυτοί που σιχαίνονταν τις μύγες. Το αποτέλεσμα όμως δείχνει πως τις ανέχτηκαν. Εξάλλου, η κοινωνική επιρροή όσων αρέσκονταν στις μύγες ήταν τόσο μεγάλη που δύσκολα μπορούσαν όσοι τις αποστρέφονταν να επιφέρουν ρωγμές στην κυρίαρχη «κανονικοποιημένη» διαφθορά.
Στο σημερινό σημείο δεν οδηγηθήκαμε στα ξαφνικά. Φτάσαμε εδώ μέσα από πολλές και συνεχιζόμενες πράξεις και στάσεις που σωρευτικά έφτιαξαν το «τείχος» της διαφθοράς, στο οποίο προσκρούσαμε και «τραυματιστήκαμε σοβαρά» ως κράτος και ως κοινωνία. Μια κάποια εξήγηση στο πως συνέβη αυτό μπορεί να δώσει η ακόλουθη συμπαθητική μεταφορά με τον βάτραχο, την οποία βρίσκει κανείς σε συγγράμματα σχετικά με τη διοίκηση αλλαγής: Αν ρίξουμε τον βάτραχο σε μια κατσαρόλα γεμάτη με ζεστό νερό, θα προσπαθήσει αμέσως να πεταχτεί έξω. Αν όμως τον τοποθετήσουμε ήπια σε κατσαρόλα που περιέχει νερό σε θερμοκρασία δωματίου και αυξάνουμε σιγά-σιγά τη θερμοκρασία, τότε ο βάτραχος σταδιακά θα καεί και θα είναι αδύνατο να βγει έξω από την κατσαρόλα. Στην πρώτη περίπτωση, ο βάτραχος αισθάνεται αμέσως ότι το νερό είναι ζεματιστό και το ένστικτο επιβίωσής του τον ωθεί την ίδια στιγμή να πεταχτεί έξω από την κατσαρόλα. Στη δεύτερη περίπτωση, η σταδιακή (και σχεδόν δυσδιάκριτη κάθε φορά) αυξητική μεταβολή της θερμοκρασίας κάνει τον βάτραχο αρχικά να συνηθίζει και ακολούθως να καίγεται, γιατί η απώλεια των δυνάμεων του δεν του επιτρέπει να τραπεί σε φυγή.
Όπως ο φίλος μας ο βάτραχος, έτσι και εμείς, αρχικά βολευτήκαμε στο νερό της κατσαρόλας. Νιώσαμε άνετα. Μας άρεσε, γιατί νομίζαμε ότι είναι ένας χώρος μικρός, ελεγχόμενος από μας. Όμως σιγά-σιγά η θερμοκρασία ανέβαινε. Η σταδιακή «λεηλασία» του κράτους, τα φαγοπότια από δημόσιες συμβάσεις, οι «πατέντες» υπεξαίρεσης χρημάτων, η ευρείας κλίμακας φοροδιαφυγή αύξαναν όλο και περισσότερο τη θερμοκρασία. Η ανοχή, η ατιμωρησία, το κουκούλωμα, μαζί με την απουσία λογοδοσίας και διαφάνειας ανέβασαν την θερμοκρασία στα ύψη και το νερό έγινε για τα καλά ζεματιστό.
Οπότε, η σημερινή κατάσταση διαφθοράς είναι αποτέλεσμα της θρασύτητας όσων θεωρούσαν τη διαφθορά αναπόσπαστο μέρος του συλλογικού μας εαυτού (αυτών που θεωρούσαν τα φορτωμένα με μύγες πρόσωπα «φυσιολογικό» φαινόμενο), αλλά και της αδράνειας και του εφησυχασμού των υπολοίπων. Ο συνδυασμός των δύο οδήγησε στο να τσουρουφλιζόμαστε σήμερα στο καυτό νερό.
Οι πιθανότητες για επιβίωση του βατράχου που σταδιακά ζεσταίνεται στο νερό είναι μηδενικές. Οι δικές μας όμως είναι πολλές. Και αυτό έγκειται στην ειδοποιό διαφορά ανάμεσα σε μας και στο βάτραχο: τη λογική και τη φρόνηση.
Γράφει: Παναγιώτης Σεντώνας