Μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση γίνεται ανάλυση αποτελεσμάτων και εξάγονται συμπεράσματα.
Η ανάλυση αυτή πραγματοποιείται από πολιτικούς αναλυτές, επικοινωνιολόγους, δημοσιογράφους και κόμματα. Τα κόμματα χρησιμοποιούν τα στοιχεία εκείνα που θα τους επιτρέψουν να παρουσιάσουν μια ωραιοποιημένη εικόνα επιτυχίας. Ο καθημερινός βομβαρδισμός των πολιτών με κάθε είδους επιχειρηματολογία, είτε πραγματική είτε διαστρεβλωμένη, είτε ψευδή είτε αληθή, που αυξάνεται ακόμη περισσότερο με την πληθώρα των ΜΜΕ, έχει δημιουργήσει ένα κυκεώνα πληροφόρησης και παραπληροφόρησης, που προκαλεί σύγχυση στην κοινή γνώμη. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιπλέον, δημιουργούν ένα άλλο περιβάλλον, που δίνει το δικαίωμα στον καθένα να εκφράζεται ελεύθερα. Πολλοί μάλιστα είναι αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους ως πολιτικές αυθεντίες.
Το άκρον άωτον της διαστρέβλωσης είναι όταν ένας ηττημένος των εκλογών θριαμβολογεί. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή θέλει να συνεχίσει να επιβιώνει στην πολιτική κονίστρα. Επειδή θέλει να αναδειχθεί σε ηγέτη, στηριζόμενος προφανώς στη λογική ότι στην πολιτική όλα είναι πιθανά. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία της ανθρωπότητας όμως, θα διαπιστώσουμε ότι μόνο σε μια μάχη οι ηττημένοι έχουν δοξαστεί περισσότερο από τους νικητές, κι αυτή ήταν η ένδοξη μάχη των Θερμοπυλών.
Στη Δημοκρατία, οι ηττημένοι, άλλοτε εξαφανίζονται από το προσκήνιο, άλλοτε όμως βρίσκουν τρόπο να επιβιώνουν, ιδιαίτερα στα δημοκρατικά πολιτεύματα της Νότιας Ευρώπης. Το πολιτικό παιγνίδι το διαμορφώνουν οι επικοινωνιολόγοι και το υλοποιεί το χρήμα. Τον τελευταίο λόγο όμως τον έχει ο λαός και αυτός έχει και το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης. Όταν στεκόμαστε σε μια συνθηματολογία που μπορεί να κτυπά τις πιο ευαίσθητες χορδές της συνείδησής μας και να διεγείρει τη φαντασία και τους πόθους μας, χωρίς να προσφέρει διέξοδο προς το μέλλον, τότε υπάρχει το ενδεχόμενο του μοιραίου λάθους. Όταν η συνθηματολογία και ο λαϊκισμός υπερβούν τη λογική και καταστούν βίωμα, τότε η διαχείριση των ανθρώπων στα χέρια των ισχυρών είναι ακόμη πιο εύκολη υπόθεση.
Οι τελευταίες εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση έστειλαν κάποια μηνύματα κι έδωσαν αρκετά διδάγματα. Παρόλο που έχουν διαφορετική χροιά από τις βουλευτικές και τις προεδρικές εκλογές, εν τούτοις έχουν τη δική τους σημασία, αφού δεν αποσυνδέονται πλήρως από αυτές, έχουν σε μεγάλο βαθμό ως κινητήριο δύναμη τους κομματικούς μηχανισμούς, καθώς και πολιτικές και κομματικές στοχεύσεις. Σε κάποιο βαθμό υπεισέρχεται και η κρίση της τοπικής κοινωνίας, η οποία επίσης ελαύνεται από κομματικές πεποιθήσεις.
Πρώτο και ηχηρό μήνυμα είναι η μεγάλη αποχή, περίπου στο 45%, που δεν είναι περιστασιακή αλλά ενδεικτικό μήνυμα μιας συνεχούς και αυξανόμενης τάσης, με τη μεγαλύτερη μερίδα να αντιστοιχεί στην αποχή των νέων. Παρόλο που υπήρχε πληθώρα υποψήφιων Δημάρχων, Δημοτικών Συμβούλων, Κοινοταρχών, Κοινοτικών Συμβούλων και Σχολικών Εφόρων, ούτως ώστε όλοι οι κύπριοι ψηφοφόροι να έχουν κάποιους ή κάποιο υποψήφιο συγγενή, φίλο, γνωστό ή γνωστό του γνωστού, και μάλιστα εντός στενού τοπικού κύκλου, που από φιλότιμο και μόνο θα έπρεπε να στηρίξουν, εντούτοις η αποχή υπήρξε αντιστρόφως ανάλογη.
Πού οφείλεται όμως ένα τόσο μεγάλο ποσοστό αποχής και αδιαφορίας σε μια δημοκρατία, με ανασφαλές περιβάλλον και αβέβαιο μέλλον; Φαίνεται ότι υπεισήρθε ο κορεσμός από την πολιτική ηχορύπανση, ότι πλέον είναι διάχυτη η διαπίστωση πως αυτό που ενδιαφέρει τους πολιτικούς είναι η ικανοποίηση των προσωπικών τους φιλοδοξιών και συμφερόντων, ότι η αξιοκρατία θυσιάζεται πια στο βωμό των σκοπιμοτήτων και στραγγαλίζεται από το σύνδρομο των μετριοτήτων.
Δεύτερο δυνατό μήνυμα, είναι η αισθητή μείωση των ψηφοφόρων που ανήκουν στα παραδοσιακά κόμματα, ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ. Το γεγονός ότι η μείωση των ποσοστών δεν φαίνεται ξεκάθαρα, οφείλεται στη μεγάλη αποχή. Αυτό πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα τα κόμματα.
Τρίτο μήνυμα είναι ότι πλέον ο λαός έχει αντιληφθεί τις πολιτικές ίντριγκες, τις κρυφές διαβουλεύσεις στο παρασκήνιο και τις πολιτικές στοχεύσεις των ηγεσιών των πολιτικών κομμάτων, προς ίδιον όφελος.
Είναι εμφανές ότι παρουσιάζεται πλέον επιτακτικά η ανάγκη αναδιάρθρωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης με τη συμπλεγματοποίηση Δήμων και Κοινοτήτων. Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι, με βασικότερο το οικονομικό. Πρωτίστως όμως είναι αναγκαίο η διενέργεια των εκλογών αυτών να γίνεται ταυτόχρονα με τις Ευρωεκλογές. Πρόσφατο και οικείο το παράδειγμα της Ελλάδας, όπου ήδη έχει ψηφιστεί η τροποποίηση του νόμου, ώστε οι εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης να συγχρονιστούν με τις Ευρωεκλογές και να γίνονται κάθε 5 αντί κάθε 4 χρόνια.
Δεν θα μπορούσα να μην ολοκληρώσω τον προβληματισμό μου με μια αναφορά στο συσχετισμό ανδρών και γυναικών, όσον αφορά στη χρήση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Για το δημαρχικό αξίωμα έχουν θέσει υποψηφιότητα 105 άνδρες και 7 γυναίκες, ένα ποσοστό γυναικών 6,25%. Έχουν εκλεγεί 35 άνδρες και 4 γυναίκες, που αντιστοιχεί στο 10,25% σε ποσοστό γυναικών, που είναι μεγαλύτερο από αυτό που αντιστοιχεί στις υποψηφιότητες γυναικών.
Στις θέσεις των δημοτικών συμβούλων έχουν εκλεγεί 384 άνδρες και 94 γυναίκες, δηλαδή ποσοστό γυναικών 19,66%. Για το αξίωμα του κοινοτάρχη έχουν υποβληθεί υποψηφιότητες από 534 άνδρες και 55 γυναίκες, δηλαδή ποσοστό γυναικών 9,33% και έχουν εκλεγεί 228 άνδρες και 22 γυναίκες, δηλαδή 8,8% γυναίκες. Στις θέσεις των κοινοτικών συμβούλων έχουν εκλεγεί 1192 άνδρες και 222 γυναίκες, ένα ποσοστό γυναικών που αντιστοιχεί στο 15,7%.
Προκύπτει το συμπέρασμα ότι το ποσοστό του γυναικείου φύλου, τόσο όσον αφορά στις υποψηφιότητες, όσο και στους εκλεγέντες, είναι πολύ μικρό. Το ποσοστό γίνεται ακόμη μικρότερο στις κοινότητες (ύπαιθρος) σε σχέση με τους δήμους (πόλεις). Πολύ μικρότερο ποσοστό παρουσίας του γυναικείου φύλου παρατηρείται στα αξιώματα των δημάρχων και κοινοταρχών, σε σχέση με τα δευτερεύοντα αξιώματα των συμβούλων. Πληθυσμιακά οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άνδρες, ως εκ τούτου διαφαίνεται ότι μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη χαμηλή εκπροσώπηση του γυναικείου φύλου στην τοπική αυτοδιοίκηση έχουν οι ίδιες οι γυναίκες. Αυτό δεν δικαιολογείται στην εποχή που ζούμε.
Φρονώ ότι το δημοκρατικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι έχει χάσει την από αρχαιοτάτων χρόνων ηθική, πνευματική, δημιουργική και ουσιαστική του αξία, έχει διαβρωθεί από το κύμα της πολιτικής υπεροψίας και τον οχετό της κομματικής διαφθοράς και έχει τελικά απαξιωθεί στα μάτια των πολιτών που παρακολουθούν εκ του μακρόθεν ή αποδέχονται απαθώς την επιλογή-εκλογή των «αρχόντων» από ένα περιορισμένο, μη αντιπροσωπευτικό ποσοστό συμπολιτών τους.
Γράφει: Όλγα Δέρβη Παπαδήμου