Μια ανασκόπηση των μετατοπίσεων την περίοδο του ΑΚΡ
Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι βρίσκονται ενώπιον ακόμα μιας σημαντικής διαδικασίας συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
Οι συγκυρίες, ιστορικές και πολιτικές, που επηρεάζουν τη νέα προσπάθεια των δύο Κύπριων ηγετών, δημιουργούν ένα πολυσύνθετο περιβάλλον. Η κατάσταση που βιώνει η Τουρκία, αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δημιουργούν πολλές ανατροπές, μέσα από τις οποίες επηρεάζεται καθοριστικά το πλαίσιο των συνομιλιών στο Κυπριακό. Μεγάλη πρόκληση για όλους λοιπόν, παραμένει η συνεπής παρακολούθηση των εξελίξεων, των δυναμικών, των συνεχειών και των ρήξεων που προκαλεί το περιβάλλον, τόσο διεθνώς, όσο και περιφερειακά. Με αυτά τα δεδομένα, η ανάπτυξη της τουρκικής πολιτικής στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια, πρέπει να αποτελεί πεδίο συνεχών αναζητήσεων και κατανόησης κάποιων προαπαιτούμενων, με στόχο μια σφαιρική ανάλυση των προοπτικών λύσης του Κυπριακού.
Οι βάσεις μιας νέας αντιμετώπισης του Κυπριακού
Στις 24 Νοεμβρίου 2002, ο Έρντογαν μετά από συνάντηση του με τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρο του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, Ντενίζ Μπαϊκάλ, υπογράμμισε τα εξής: «Δεν προσπαθούμε να προστατεύσουμε κανένα στάτους κβο ούτε στην εσωτερική, ούτε στην εξωτερική μας πολιτική»[1]. Την ίδια μέρα και λίγες ώρες μετά κατά την αναχώρηση του για επίσκεψη στην Πορτογαλία ανέφερε: «Δεν υπάρχει θέμα μη αλλαγής κρατικών πολιτικών αιωνίως. Εάν τα συμφέροντα της χώρας επιβάλλουν αλλαγή στην πολιτική, αυτή θα πρέπει να γίνεται»[2]. Και οι δύο δηλώσεις του ηγέτη του κυβερνώντος κόμματος (ακόμα δεν ήταν Πρωθυπουργός), έγιναν ως απάντηση σε σφοδρές κριτικές εναντίον του ότι με την πολιτική που ακολουθούσε «είχε πουλήσει την Κύπρο».
Αυτές οι κριτικές είχαν στο επίκεντρο τους τη διαφοροποίηση που παρατηρήθηκε στις παραδοσιακές θέσεις του πολιτικού Ισλάμ σχετικά με την Κύπρο και που υπογραμμίστηκαν εντονότερα στο κυβερνητικό πρόγραμμα της νεοεκλεγμένης τότε κυβέρνησης Γκιούλ. Το Νοέμβριο του 2002, ο τουρκικός «νεωτερισμός» αναφορικά με τη λύση του Κυπριακού καταγράφηκε στο κομματικό και κυβερνητικό πρόγραμμα του ΑΚΡ ως εξής: «Το κόμμα μας πιστεύει ότι οπωσδήποτε θα πρέπει να βρεθεί μια λύση στο Κυπριακό πρόβλημα. Αναμφίβολα στη λύση που θα βρεθεί δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ύπαρξη και η ταυτότητα του τουρκικού λαού του νησιού, ούτε και το δικαίωμα του να καθορίζει το δικό του μέλλον. Η ίδρυση μιας κρατικής διοίκησης που θα δημιουργηθεί από τις δύο κυρίαρχες κοινότητες όπως και στο Βέλγιο, είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών»[3].
Η απομάκρυνση της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) από τη θέση περί λύσης δύο κυρίαρχων κρατών στην Κύπρο, ήταν συνδεδεμένη με εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες της εποχής. Οι «οργανικές» αλλαγές στην κοινωνική δομή της Τουρκίας κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών και η προσαρμογή αυτών των αλλαγών στο διεθνές και περιφερειακό πλαίσιο, ανάγκαζαν την νέα τουρκική-ισλαμική ελίτ σε αναπροσαρμογές των «εθνικών οραμάτων» και γεωγραφικών φαντασιώσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Κύπρος δεν έχασε την στρατηγική σημασία στη διατήρηση της τουρκικής επιρροής στην περιοχή. Όμως η σημασία της κυπριακής γεωγραφίας διευρύνθηκε με τρόπο που να πιστοποιεί ακριβώς το νέο περιεχόμενο της «εθνικής ασφάλειας», έτσι όπως το Ισλάμ του ΑΚΡ και οι κοινωνικές του δυνάμεις το καθόριζαν.
Η ανατροπή του στάτους-κβο ως ένας νέος στόχος
Αργά αλλά σταθερά και μέσα από το βηματισμό των τότε πρωτοβουλιών στο Κυπριακό, η κυρίαρχη τουρκική πολιτική στην Κύπρο έπαψε να ταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με την προστασία του διχοτομικού στάτους-κβο που δημιουργήθηκε το 1974. Το στάτους-κβο του 1974, σύμφωνα με τις νέες δυναμικές της περιοχής καθώς και της νέας κοινωνικής διάρθρωσης της Τουρκίας, ήταν «αρχαϊκό». Υπό αυτή την έννοια εμπόδιζε την τουρκική άρχουσα τάξη να προσαρμόσει την Κύπρο στην ευρύτερη στρατηγική οικονομικής και εμπορικής ενσωμάτωσης που ήθελε να ακολουθήσει σε ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η παρατήρηση του Νταβούτογλου ότι η σημασία της Κύπρου ήταν τέτοια «που δεν μπορεί να παραβλεφθεί από κανένα κράτος που θέλει να έχει περιφερειακή και παγκόσμια επιρροή»[4], δεν αποτέλεσε μια «απλή συνέχεια» επεκτατικών στόχων, αλλά μια διαφοροποίηση του δόγματος ότι «το Κυπριακό λύθηκε το 1974». Η «μεγαλοσύνη» της Τουρκίας έπαυε σε αυτό το σημείο να ταυτίζεται με την προστασία της στρατιωτικού τύπου «εθνικής ασφάλειας» η οποία εκφραζόταν με τη «λύση 1974». Αντίθετα, ο προσανατολισμός θα έπρεπε να οδηγούσε σε μια διευθέτηση του προβλήματος με τρόπο που να αλλάζει το στάτους-κβο στην Κύπρο και να βοηθά την τουρκική επιρροή να προσαρμόζεται στο νέο περιεχόμενο της «εθνικής ασφάλειας» στην περιοχή: το οικονομικό, εμπορικό και ενεργειακό. Την 1η Ιανουαρίου 2003, σε τοπικό τηλεοπτικό κανάλι της περιοχής Ρίζε, ο Έρντογαν ανέφερε: «Δεν υποστηρίζω τη συνέχιση της πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία 30-40 χρόνια στην Κύπρο. Η Κύπρος δεν είναι προσωπική υπόθεση του κυρίου Ντενκτάς»[5].
Η διαφωνία του ΑΚΡ με το στρατιωτικό-γραφειοκρατικό κατεστημένο της Άγκυρας και με τον Ντενκτάς σχετικά με τη λύση του Κυπριακού, ήταν από τη μια προϊόν του «αρχαϊκού» στάτους-κβο στην Κύπρο που έπρεπε να αλλάξει, αλλά και ζήτημα μετατροπής του Κυπριακού σε θέμα ανοιχτής πολιτικής αντιπαράθεσης και εκδημοκρατισμού του τουρκικού δημόσιου χώρου ενώπιον της τότε εντονότερης ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Σε αυτό το σημείο, η δυναμική εντάθηκε εξαιτίας των λαϊκών κινητοποιήσεων στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, οι οποίες ακριβώς πιστοποιούσαν ότι το θέμα έπαυε να είναι πλέον «προσωπική υπόθεση» του Ντενκτάς.
Τα τρία στάδια ανασυγκρότησης μετά τα δημοψηφίσματα του 2004
Η αποσταθεροποίηση λοιπόν στην Κύπρο, ήταν εμπόδιο σε πολλαπλούς προσανατολισμούς της νέας τουρκικής κυβέρνησης. Η ανάδειξη της Τουρκίας σε δύναμη ενσωμάτωσης ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου και συνεπώς συνεχούς «εμπορευματοποίησης» της γεωγραφίας, δεν μπορούσε να υλοποιηθεί υπό το βάρος ανοιχτών εκκρεμοτήτων. Μόνο σε ένα σταθερότερο και νομιμοποιημένο περιβάλλον, θα μπορούσε η «νέα» Τουρκία να αναπαράγει το ρόλο της ως «εμπορικό κράτος» και ως κράτος-φορέα των νεοφιλελεύθερων αξιών στην περιφέρεια. Άρα η διευθέτηση του Κυπριακού δεν ήταν μια «επικοινωνιακή» αναγκαιότητα, αλλά μια πραγματική πρόκληση μεγιστοποίησης των δυνατοτήτων της Τουρκίας στο περιφερειακό περιβάλλον.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων το 2004 στην Κύπρο, παρόλο που άφησαν την «εκκρεμότητα» ανοιχτή, εντούτοις ριζοσπαστικοποίησαν τις δυναμικές ανασυγκρότησης της τουρκικής πολιτικής υπό το ΑΚΡ. Καθόλου τυχαία, ο Πρωθυπουργός Έρντογαν μιλώντας σε σύνοδο των επαρχιακών επιτροπών του ΑΚΡ μια μέρα μετά τα δημοψηφίσματα ανέφερε ότι: «Το σημείο που έφτασε το Κυπριακό σήμερα, είναι η πιο πετυχημένη περίοδος ολόκληρης της τουρκικής διπλωματίας των τελευταίων πενήντα χρόνων»[6]. Έτσι η φιλοσοφία αλλαγής του στάτους-κβο θα μπορούσε να υλοποιηθεί σταδιακά στο περιβάλλον που δημιουργούσε το «ναι» των Τουρκοκυπρίων και το «όχι» των Ελληνοκυπρίων.
Στη νέα περίοδο, η πολιτική της Άγκυρας βασίστηκε σε τρία στάδια: Το πρώτο ήταν η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον «ηθικής ανωτερότητας» που απέκτησε διεθνώς λόγω της στήριξης της σε σχέδιο λύσης προερχόμενο από τον ΟΗΕ. Το δεύτερο στάδιο ήταν η δημιουργία ενός νέου, αλλά προσωρινού στάτους-κβο στα κατεχόμενα με τρόπο που να διασφάλιζε τα πολιτικά κεκτημένα του δημοψηφίσματος. Το τρίτο στάδιο, ήταν ο σχεδιασμός του «τελικού νέου καθεστώτος» μέσα από τη λύση, το οποίο όμως συνδέεται με την εξελικτική πορεία του δεύτερου σταδίου. Οι νέες αυτές δυναμικές αντικατοπτρίστηκαν και στις προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης Έρντογαν. Από τη θέση περί βελγικού μοντέλου των «δύο κυρίαρχων κοινοτήτων», το ΑΚΡ μετατοπίστηκε στη θέση περί αναβάθμισης της «ΤΔΒΚ» και ενσωμάτωσης της στις ισορροπίες της Ανατολικής Μεσογείου, τόσο στο πρόγραμμα του 2007, όσο και στο πρόγραμμα του 2011.
Τα «ισχυρά μέρη» της κυπριακής κρατικής δομής
Σήμερα με διάφορες ευκαιρίες, παρατηρείται επίσης μια έντονη επαναφορά ενός πιο συγκεκριμένου λεχτικού για τη μορφή λύσης του Κυπριακού. Για παράδειγμα πολύ πρόσφατα ο Πρωθυπουργός Έρντογαν από τις Βρυξέλλες υπογράμμισε εμφαντικά ότι η λύση του Κυπριακού «θα είναι μια ομοσπονδιακή δομή βασισμένη στα δύο συνιστώντα κράτη». Το Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας, σε επίσημο έγγραφο που κατέθεσε στην Εθνοσυνέλευση, στο κεφάλαιο για το Κυπριακό αναφέρει: «Συνεχίζουμε με αποφασιστικότητα την πολιτική μας για λύση του Κυπριακού, η οποία θα βασίζεται στην πολιτική ισότητα και τη διζωνικότητα που είναι παράμετροι του ΟΗΕ, στο ισότιμο καθεστώς των δύο συνιστώντων κρατών που θα περιλαμβάνονται στην ίδρυση του νέου συνεταιρισμού, καθώς και στη συνέχιση των συμφωνιών εγγυήσεων και συμμαχίας»[7].
Πέραν όμως των νομικών ορολογιών ή άλλων ερμηνειών της Άγκυρας, είναι γεγονός ότι η ισλαμική ελίτ αντιλαμβάνεται ότι η εσωτερική δομή της Κύπρου θα πρέπει να οικοδομηθεί με τρόπο που να βοηθά το ξεπέρασμα της εθνο-κοινοτικής σύγκρουσης σε κάποιο βάθος χρόνου και με τη διασφάλιση ευρείας αυτονομίας των δύο κοινοτήτων. Σε μια πιο λεπτομερειακή περιγραφή αυτής της αντίληψης, ο Νταβούτογλου παλαιότερα ξεκαθάρισε πως «για να κρατηθεί ενωμένη η Κύπρος, το ορθότερο θα ήταν μια ενοποίηση της που να διαχέεται σε βάθος χρόνου και να προστατεύεται η διζωνικότητα, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον μέχρι και την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.»[8].
Ένας χώρος που επηρεάζει: Το τραπέζι των συνομιλιών
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή οδηγούν φυσιολογικά σε μετατοπίσεις της πολιτικής της τουρκικής κυβέρνησης, έχοντας όμως ως σταθερό σημείο την αναγκαιότητα για ανατροπή του μη βιώσιμου στατους-κβο. Φαίνεται ότι η Τουρκία επιθυμεί την τελική διευθέτηση του Κυπριακού με τρόπο που να διασφαλίζεται τουλάχιστον μια «χαλαρή σύνδεση» των δύο κοινοτήτων στην κυπριακή κρατική δομή. Εντούτοις το ακριβές περιεχόμενο των συγκεκριμένων λεπτομερειών δεν μπορεί παρά να φανεί κατά τη διάρκεια των συνομιλιών και στη βάση της κατάθεσης προτάσεων. Πάντως η πιο ξεκάθαρη μετατόπιση της Άγκυρας «του ΑΚΡ» εντοπίζεται στην ανατροπή της προηγούμενης ρητορικής προστασίας του διχοτομικού στάτους-κβο ως απόδειξη της κατανόησης της γεωστρατηγικής σημασίας της Κύπρου και της Ανατολικής Μεσογείου. Σήμερα η κατανόηση της μεγάλης σημασίας της περιοχής αλλά και του νησιού, οδηγεί την Τουρκία προς την αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τον «αρχαϊκό» κεμαλικό τρόπο αντιμετώπισης του περιφερειακού περιβάλλοντος.
Συνεπώς από τη «μη λύση ως λύση», η Άγκυρα μετακινείται σε μια κίνηση που, ακριβώς επειδή αντιλαμβάνεται τη σημασία της περιοχής, διεκδικεί τη διευθέτηση του Κυπριακού. Μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, οι ερμηνείες του τύπου «η τουρκική κρίση εξάγει κρίση», ή «η τουρκική κρίση εμποδίζει τις διαδικασίες στο Κυπριακό», στο παρόν στάδιο περιθωριοποιούνται. Απομένει φυσικά ο δύσκολος και σημαντικότερος δρόμος των συνομιλιών των δύο ηγετών, ο οποίος διαθέτει τις δικές του δυναμικές που καθόλου δεν πρέπει να υποτιμούνται. Δυναμικές τέτοιες που μπορούν σε συνδυασμό με το ευρύτερο περιβάλλον να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα του περιεχομένου της λύσης.
[2] Στο ίδιο.
[3]“Her Şey Türkiye için. AK Parti Seçim Beyannamesi 2002”, Ankara 2002.
[4] Ahmet Davutoğlu, Stratejik Derinlik. Türkiye’nin Uluslararası Konumu, Küre Yayınları, İstanbul 2008, σ. 176.
[5]«Denktaş’a ağır eleştiri”, Sabah, 2.1.2003.
[6]http://www.akparti.org.tr/site/haberler/ak-parti-il-baskanlari-toplantisi-genel-baskan-ve-basbakan-erdogan-hicbir-m/3081
[7] “2014 yılına girerken dış politikamız”, Türkiye Dışişleri Bakanlığı 2014, σ. 42-43.
[8] Ahmet Davutoğlu, Teoriden Pratiğe. Türk Dış Politikası Üzerine Konuşmalar, Küre Yayınları, İstanbul 2011, σσ. 125-126.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος