Στις 25 Ιανουαρίου 2013, υπογράφτηκε το πρωτόκολλο για την ανέγερση του Θεολογικού Κολεγίου Χαλά Σουλτάν στην κατεχόμενη Λευκωσία, με χρηματοδότηση από την Ένωση Επιμελητηρίων Τουρκίας. Η είδηση μέχρι εδώ δεν περιέχει κάτι, πέραν των συνηθισμένων, που να προκαλεί το ενδιαφέρον του ελληνοκυπριακού κοινού.
Όμως το γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο της πιο πάνω εξέλιξης και οι αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε, αναδεικνύουν σημαντικά πολιτικά στοιχεία για την πορεία του τόπου και τη συνεργασία των δύο κυπριακών κοινοτήτων.
Ο Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, Μπεσίρ Αταλάϊ, στην εκδήλωση υπογραφής του συγκεκριμένου πρωτοκόλλου δήλωσε: «Όπως όλοι γνωρίζουμε η Βόρεια Κύπρος είναι ένας χώρος που έχει την ανάγκη θρησκευτικής εκπαίδευσης. Με αυτό το πρωτόκολλο ικανοποιείται αυτή η ανάγκη… Μακάρι να είναι καλορίζικο (το θεολογικό κολέγιο) και να αναθρέψει προκομμένες γενιές. Να αναθρέψει μια γενιά που να δίνει αξία στο μέλλον της Κύπρου και στις σχέσεις με την Τουρκία». Από αυτό το απόσπασμα εξάγεται το πρώτο στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων. Καταρχήν εκφράζεται μια παραδοσιακή αντίληψη του πολιτικού Ισλάμ για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στα συγκεκριμένα πλαίσια, οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν ποτέ ούτε «αρκετά Μουσουλμάνοι», ούτε και «καλοί Μουσουλμάνοι». Συνεπώς ήταν πάντα «ύποπτοι» για την αστάθεια στις σχέσεις με την Τουρκία.
Παράλληλα όμως, εκφράζεται ξεκάθαρα και η βούληση της κυβέρνησης Έρντογαν για την ανάπτυξη μιας «κοινωνικής μηχανικής» που επιδιώκει να προσαρμόσει το αξιακό πλαίσιο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σε αυτό της Τουρκίας. Η νέα Τουρκία του ΑΚΡ, δεν μπορεί να συμβιώσει – σε ιδεολογικό επίπεδο – με μια κοινότητα ομολογουμένως κοσμική, με μια κοινότητα που διακρίνεται για την φιλελεύθερη ερμηνεία των θρησκευτικών της παραδόσεων. Επομένως η εξαγωγή του σημερινού τουρκικού μοντέλου εκσυγχρονισμού στα κατεχόμενα που στο οικονομικό πεδίο εκφράζεται με τα τρίχρονα πρωτόκολλα, θα πρέπει να επεκταθεί με τρόπο που να νομιμοποιείται πολιτικά και ιδεολογικά. Στο σημείο αυτό, υπογραμμίζεται η ανάγκη για την εμφάνιση αυτής της «νέας γενιάς» που σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Έρντογαν, θα δίνει σημασία στις σχέσεις με την Τουρκία και θα ικανοποιεί την «γνωστή σε όλους» ανάγκη κάλυψης του «θρησκευτικού κενού» των ιθαγενών.
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Επιμελητηρίων Τουρκίας, Ριφάρ Χισαρτζικλίογλου, στη συγκεκριμένη εκδήλωση αφού υπενθύμισε ότι η Κύπρος ήταν ένας από τους πρώτους χώρους εξισλαμισμού και η κατάκτησή της αναγγέλθηκε από τον Προφήτη Μωάμεθ, δήλωσε ότι: «Η Χαλά Σουλτάν πήρε μέρος σε αυτή την κατάκτηση. Εάν η Χαλά Σουλτάν στα 86 της χρόνια θυσιάστηκε σε αυτά τα εδάφη για τη διάδοση της ισλαμικής θρησκείας, τότε το δικό μας καθήκον είναι να αναθρέψουμε γενιές που να ταιριάζουν με αυτά». Από το συγκεκριμένο απόσπασμα εξάγεται το δεύτερο στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων. Η Κύπρος ως γεωγραφικός χώρος διατηρεί τη γεωστρατηγική της σημασία, αλλά αυτή η σημασία θα πρέπει να ανανεώσει το ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς. Η Κύπρος παραμένει σημαντική γιατί τελικά είναι καθοριστική στον ίδιο τον ισλαμικό χώρο. Επομένως οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, θα πρέπει να υπηρετούν την προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας τάξης πραγμάτων που να ταιριάζει με τη συγκεκριμένη θέση της Κύπρου.
Σε αυτό το σημείο, η ιδιωτική εκπαίδευση έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Μέσα από την ανάπτυξη του λεγόμενου ισλαμικού κεφαλαίου στην εκπαίδευση και τη δημιουργία πανίσχυρων δικτύων ιδιωτικών σχολείων από τα Βαλκάνια μέχρι και την Κεντρική Ασία, το πολιτικό Ισλάμ της Τουρκίας κατάφερε να ενισχυθεί στην παραγωγή στελεχών. Κατάφερε να δημιουργήσει το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο αργότερα θα αναδεικνυόταν πρωταγωνίστρια δύναμη στην εφαρμογή των πολιτικών της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης. Αυτός ήταν ένας τομέας που έλειπε από τα κατεχόμενα.
Το τρίτο στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων είναι οι τουρκοκυπριακές αντιδράσεις στα πιο πάνω. Οι Τουρκοκύπριοι για μια ακόμη φορά αντέδρασαν έντονα σε αυτή την ιδιότυπη τακτική «εξισλαμισμού» που εισάγεται από την Τουρκία. Ανακοινώσεις συντεχνιών, οργανώσεων και κομμάτων του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, υπογράμμισαν τα διαφορετικά στοιχεία της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας μέσα στο γενικότερο κυπριακό τους πλαίσιο. Όμως το σημαντικότερο όλων, ήταν η καταγραφή της βούλησης για αλλαγή των υφιστάμενων σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης έντασης.
Η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να αξιολογηθεί ορθά από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η αντιπαράθεση που υπάρχει αυτή την στιγμή στα κατεχόμενα παράγει κοινά κυπριακά αιτήματα και διεκδικήσεις, ενώ την ίδια στιγμή ανοίγει τις προοπτικές αναθεώρησης του ρόλου της σημερινής Τουρκίας στην κυπριακή ιστορία. Υπό αυτή την έννοια, αποδεικνύεται ξανά ότι η πλατιά συνεννόηση των προοδευτικών τμημάτων των δύο κοινοτήτων απονομιμοποιούν την κατοχική παρουσία της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, αποδεικνύεται οι ελληνοκυπριακές εθνικιστικές ερμηνείες που μετέτρεπαν συνολικά την Τουρκοκυπριακή κοινότητα σε μια «άβουλη προέκταση» επιθετικότητας της Τουρκίας στην Κύπρο, δεν έχουν κανένα ιστορικό και πρακτικό αντικατοπτρισμό.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος