Εκτιμήσεις και Συμπεράσματα
Η νίκη του Καντρί Φελλάχογλου του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος (ΡΤΚ) στις εκλογές για τον τουρκοκυπριακό Δήμο Λευκωσίας, τελικά έμεινε στη σκιά της τεράστιας αποχής, η οποία και αποτέλεσε την χαρακτηριστικότερη εξέλιξη των τελευταίων χρόνων στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Ο νέος Δήμαρχος επικράτησε με περίπου εφτά χιλιάδες ψήφους και ποσοστό 34.8%. Ο Χασάν Σέρτογλου του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ) έμεινε στο 26.2%, ο Μουσταφά Αραμπατζίογλου του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΚ) πήρε 21.8%, ο Σουπχί Χιουντάογλου του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας (ΚΚΔ) κέρδισε 14.1% και ο Μουράτ Κανατλί του Κόμματος Νέα Κύπρος (ΚΝΚ) πήρε 1.6%. Οι έδρες του Δήμου κατανεμήθηκαν ως εξής: Έξι στο Ρεπουμπλικανικό, τέσσερις στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας, τρεις στο Δημοκρατικό και δύο στο Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας. Από τους 35.531 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους μόνο το 56.3% συμμετείχε στις εκλογές, καταγράφοντας ιστορικό ρεκόρ αποχής.
Το νέο «κόμμα» της αποχής
Οι εκλογές για τον τουρκοκυπριακό Δήμο Λευκωσίας στις 7 Απριλίου, αποτέλεσαν ουσιαστικά ένα γενικότερο αντικατοπτρισμό της μερικής έστω κατάρρευσης και φθοράς του πολιτικού συστήματος στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα έτσι όπως αυτό οικοδομήθηκε και λειτούργησε από το 1974 και μετά. Τα οικονομικά προβλήματα και τα πολιτικά αδιέξοδα του Δήμου, είναι η μικρή φωτογραφία της πραγματικότητας που βιώνουν οι Τουρκοκύπριοι τα τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με τον επιβαλλόμενο από την Άγκυρα μετασχηματισμό. Η αποχή από τις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής ήταν τέτοια που δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Αντίθετα, καταγράφει με γενικό τρόπο την απόσταση που χωρίζει ένα μέρος της κοινότητας από το πολιτικό και κομματικό περιβάλλον, υπογραμμίζει έντονα το πολιτικό κενό που δημιουργείται. Κάποιος θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί ότι οι Τουρκοκύπριοι επέλεξαν τις δημοτικές εκλογές για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στη γενικότερη πίεση που νιώθουν, αλλά και για την απουσία πολιτικού προγράμματος που να απαντά ικανοποιητικά στα δύο βασικά αιτήματα: την αυτοδιοίκηση και την προστασία της κυπριακής τους ταυτότητας.
Επιπλέον, είναι φανερό ότι το ποσοστό αποχής δημιουργεί ένα ακαθόριστο «μπλοκ μποϊκοταρίσματος» πολιτικών διαδικασιών, άγνωστο μέχρι σήμερα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αυτό το «μπλοκ» μπορεί υπό κάποιες προϋποθέσεις να αποτελέσει μια συγκεκριμένη ιδεολογική τάση την οποία θα επιδιώξουν να εγκολπωθούν διάφορες νέες κινήσεις και οργανώσεις που κάνουν σταδιακά την εμφάνισή τους στα κατεχόμενα. Πάντως είναι γεγονός ότι τα υφιστάμενα κόμματα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα αδυνατούν να κινητοποιήσουν τον κόσμο, ενώ τα πολιτικά τους προγράμματα δεν φαίνεται να δίνουν ικανοποιητικές απαντήσεις στο ζήτημα μιας εναλλακτικής εξουσίας και στο θέμα αλλαγής της δομής των σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία.
Η νίκη του Φελλάχογλου
Πέραν όμως της αποχής, σημαντική θα ήταν και μια σύντομη ανάλυση των μηνυμάτων των εκλογών με επίκεντρο τα κυριότερα πολιτικά κόμματα. Το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα κατάφερε για πρώτη φορά μετά το 2009 να κάνει μια δυναμική επιστροφή με άνοδο της εκλογικής του δύναμης, τουλάχιστον σε επίπεδο ποσοστών. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα ευνοήθηκε από τη μεγάλη αποχή και από τη φθορά των δύο κομμάτων της Δεξιάς – Εθνικής Ενότητας και Δημοκρατικού – τα οποία διαχειρίστηκαν το Δήμο από το 2006. Χαρακτηριστικά, ο Φελλάχογλου εκλέγηκε Δήμαρχος με περίπου τον ίδιο αριθμό ψήφων (7.000) που πήρε ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού, Σιμαβί Ασίκ, στις προηγούμενες δημοτικές χωρίς να εκλεγεί.
Ωστόσο, η σημασία της επιτυχίας του Ρεπουμπλικανικού «διανθίζεται» από την πολυπλοκότητα αλλά και το συμβολικό χαρακτήρα που έχει ο Δήμος της Λευκωσίας. Άλλωστε, δεν ήταν καθόλου τυχαία η πρώτη δήλωση του προέδρου του κόμματος, Οζκάν Γιοργκαντζίογλου, αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, με την οποία έσπευσε να παραλληλίσει την εκλογική επικράτηση στο Δήμο με τι επερχόμενες γενικές εκλογές το 2014.
Υπό κάποιες προϋποθέσεις η εκλογική επιτυχία του Ρεπουμπλικανικού, αλλά πολύ περισσότερο ο τρόπος που θα διαχειριστεί τις υποθέσεις του Δήμου για τους επόμενους 14 μήνες μέχρι και τις νέες δημοτικές εκλογές, μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω την παρουσία του ως εναλλακτική επιλογή έναντι στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας. Την ίδια στιγμή όμως το κόμμα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει κυρίως σε δύο άξονες: 1. τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις που τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και πιο έντονες, 2. τη θέση της ηγεσίας του, η οποία μέχρι και τις εκλογές της Κυριακής ήταν στο στόχαστρο των διαφορετικών τάσεων. Το επερχόμενο συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού θα καλεστεί σε αυτό το πλαίσιο να δώσει απαντήσεις.
Παράλληλα, τα πεπραγμένα στο Δήμο Λευκωσίας θα αποτελέσουν κριτήριο για τις θέσεις του κόμματος αναφορικά με την προσπάθεια επανακαθορισμού των σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία. Το δίλημμα αυτό είναι ίσως το κυριότερο. Είναι γεγονός ότι στο παρόν στάδιο τα τεράστια χρέη του Δήμου δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς την οικονομική συνδρομή του τουρκικού τραπεζικού τομέα. Συνεπώς το πρόγραμμα που θα εφαρμόσει το Ρεπουμπλικανικό, μπορεί να κρίνει και τη γενικότερη στάση του αναφορικά με την Τουρκία και τις σχέσεις εξάρτησης. Σε συμβολικό επίπεδο προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η προεκλογική δέσμευση του Φελλάχογλου ότι θα αλλάξει το όνομα του πάρκου «Άγκυρα», η οποία καταρχήν έδειξε μια αποφασιστικότητα έναντι του ασφυκτικού τουρκικού «εναγκαλισμού».
Η Τουρκοκυπριακή Δεξιά
Το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, αλλά και σε δεύτερο πλάνο το Δημοκρατικό, εισέπραξαν την αποτυχία τους στη διαχείριση του Δήμου τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και τη φθορά που προκαλεί η εφαρμογή του προγράμματος λιτότητας. Ιδιαίτερα το Κόμμα Εθνικής Ενότητας συγκεντρώνει το «συλλογικό θυμό» ενός μέρους της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ως αποτέλεσμα της «συλλογικής τιμωρίας» που επιβάλλει η Άγκυρα. Γιατί σε τελική ανάλυση ως «συλλογική τιμωρία» γίνεται αντιληπτό το τουρκικό πρόγραμμα μετασχηματισμού της κοινωνίας. Την ίδια στιγμή το Κόμμα Εθνικής Ενότητας επιβεβαιώνει ότι δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ομάδων Κιουτσιούκ και Έρογλου. Παρόλο που ο υποψήφιος του κόμματος, Χασάν Σέρτογλου, είναι γνωστός για τις καλές σχέσεις με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, εντούτοις φαίνεται ότι η ομάδα Έρογλου επιδίωξε την αποτυχία για να την χρεώσει στο περιβάλλον Κιουτσιούκ. Στο υπόβαθρο αυτής της εξέλιξης συνεχίζει να κρύβεται η διαφωνία για τους στόχους της τουρκικής κυβέρνησης αναφορικά με τη δομή των κατεχομένων. Συνεπώς δε θα πρέπει να αποτελέσει έκπληξη πιθανή νέα κρίση σε επίπεδο ηγεσίας της κοινότητας το επόμενο χρονικό διάστημα. Όμως σε καμιά περίπτωση δε θα πρέπει να υποτιμηθεί το ποσοστό που πήρε ο Σέρτογλου. Το κόμμα έδειξε ότι ακόμα και σε συνθήκες φθοράς μπορεί να χειρίζεται με «το δικό του τρόπο» τις πελατειακές σχέσεις κάθε είδους, ιδιαίτερα σε σχέση με τον τουρκικό πληθυσμό, σχέσεις που οικοδόμησε παράλληλα με την ενδυνάμωση των δομών από το 1974 και μετά. Με λίγα λόγια το Κόμμα Εθνικής Ενότητας συνεχίζει να διατηρεί την «πρωτοκαθεδρία» του στην ταύτιση «κόμματος-κράτους» και επομένως ως σημαντικού φορέα χωριστής συνείδησης εξουσίας ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Το Δημοκρατικό Κόμμα, παρά τα προβλήματα, φαίνεται να διατηρεί την επιρροή του στη Λευκωσία. Όμως πλέον είναι ξεκάθαρο ότι αναγκάζεται να διαφοροποιηθεί περισσότερο από το μεγάλο κόμμα της Δεξιάς, εάν επιθυμεί αύξηση των ποσοστών του. Φαίνεται ότι η στήριξη του Δημοκρατικού στις θέσεις Έρογλου στο Κυπριακό, προκαλεί μια γενική ταύτιση στο χώρο της Τουρκοκυπριακής Δεξιάς, χωρίς να δίνει την ευκαιρία ανάδειξης των διαφορών των δύο κομμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναμένεται ότι το κόμμα του Σερντάρ Ντενκτάς θα προχωρήσει στην ενίσχυση της παρουσίας ενός ιδιότυπου τουρκοκυπριακού εθνικισμού που επιδιώκει να θέσει αποστάσεις από τους Ελληνοκύπριους διαμέσου της καλλιέργειας ενός ανεξάρτητου (ακόμα και από την Τουρκία) τουρκοκυπριακού λαού και κράτους.
Η απουσία αριστερής συνεργασίας
Το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας, αλλά και το Κόμμα Νέα Κύπρος επιδίωξαν σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας να εισπράξουν με θετικό τρόπο την γενική απογοήτευση που επικρατεί στην κοινότητα. Την ίδια στιγμή προσπάθησαν να θέσουν τη σημασία των εκλογών στο Δήμο εντός του ευρύτερου πλαισίου των σχέσεων με την Άγκυρα με στόχο την καταγραφή ποσοστών αποδοκιμασίας όχι μόνο της πολιτικής της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας, αλλά και της Τουρκίας. Από το αποτέλεσμα φαίνεται ότι η διαμαρτυρία τελικά δεν εκφράστηκε με θετική ψήφο προς τους υποψηφίους των δύο αυτών κομμάτων, αλλά με την αποχή. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη εξέλιξη θα πρέπει να αναμένεται επανάληψη των συζητήσεων γύρω από τις προσπάθειες συνεργασίας των κομμάτων και οργανώσεων της ευρύτερης Αριστεράς εκτός του Ρεπουμπλικανικού. Η νέα εντατικοποίηση των ζυμώσεων στο συγκεκριμένο ιδεολογικό χώρο, ανεξάρτητα από τις προοπτικές επιτυχίας, αναγκάζεται πλέον να συμπεριλάβει πολύ πιο συγκεκριμένα ένα περιεκτικό πολιτικό πρόγραμμα γύρω από ζητήματα όπως οι σχέσεις με την Τουρκία, η επίλυση του Κυπριακού και το μέλλον των Τουρκοκυπρίων ως κυπριακή πολιτική κοινότητα.
Συμπερασματικά…
Το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών στη Λευκωσία μπορεί να μην αποτελεί την καταγραφή των τάσεων της Τουρκοκυπριακής κοινότητας με ολοκληρωμένο τρόπο, αλλά αφήνει πίσω του κάποια σημαντικά δεδομένα για τα «δύσκολα» χρόνια που ακολουθούν. Το 2014 θα είναι έτος δημοτικών και γενικών εκλογών, ενώ το 2015 οι Τουρκοκύπριοι θα καλεστούν να αναδείξουν τον ηγέτη της κοινότητάς τους. Όλα τα πιο πάνω επηρεάζονται μοιραία από τις εξελίξεις στην Τουρκία, αλλά και από τον τρόπο που αντιδρά η τουρκική εξωτερική πολιτική στις ανακατατάξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Παράλληλα όμως, οι διαφοροποιήσεις εντός Τουρκοκυπριακής κοινότητας επηρεάζονται με καθοριστικό τρόπο και από τις εξελίξεις εντός Ελληνοκυπριακής κοινότητας. Η κρίση προκαλεί στους Τουρκοκύπριους συνειρμούς περαιτέρω εξάρτησης από την Τουρκία και την ίδια στιγμή αναδεικνύει στο δημόσιο χώρο κοινά αιτήματα και διεκδικήσεις των δύο κοινοτήτων. Συνεπώς δε θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι πέραν του Κυπριακού, η διαχείριση της κρίσης από την Ελληνοκυπριακή ηγεσία είναι το ίδιο καθοριστική στη δημιουργία αρνητικών ή θετικών εντυπώσεων ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους, με σαφέστατες προεκτάσεις στο περιεχόμενο επίλυσης του πολιτικού μας προβλήματος.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος