Πολιτική οικονομία και κρατική οικοδόμηση στα κατεχόμενα
Το περιουσιακό κατά γενική ομολογία αποτελεί ένα από τα πιο περίπλοκα θέματα των συνομιλιών στο Κυπριακό πρόβλημα. Ωστόσο, οι τελευταίες εξελίξεις με την διεύρυνση της νομοθεσίας της επιτροπής αποζημιώσεων και τη συμπερίληψη των Τουρκοκυπρίων, εξαναγκάζουν σε μια πιο ολοκληρωμένη θεώρηση του περιουσιακού πέραν των νομικών (η και νομικίστικων) εκτιμήσεων της κατάστασης. Άλλωστε, το περιουσιακό αποτελεί δομικό κομμάτι της κυπριακής πολιτικής οικονομίας στο σύνολό της, ενώ την ίδια στιγμή σε συνθήκες μη επίλυσης του Κυπριακού επηρεάζει την πορεία οικοδόμησης χωριστών δομών στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Η διασφάλιση της βιωσιμότητας ενός παράνομου (και όχι μόνο) κράτους, είναι κριτήριο που επηρεάζει τις σχέσεις εξουσίας, αλλά και τις δυναμικές ιδεολογικής και πολιτικής του νομιμοποίησης. Η εξέλιξη της πολιτικής οικονομίας σε δομές όπως στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη, μπορεί να προκαλέσει την άνοδο αντιπολιτευτικών ρευμάτων προς την ιδρυτική ηγεσία χωρίς να αμφισβητείται ολοκληρωτικά η πολιτειακή κατάσταση. Μπορεί όμως να δημιουργήσει ευρύτερες φυγόκεντρες δυναμικές αποξένωσης από το στόχο κρατικής οικοδόμησης σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Επομένως, η εξελικτική πορεία της οικονομίας σε ένα τέτοιο χώρο, μπορεί να δημιουργήσει σε συγκεκριμένες συγκυρίες τις προοπτικές αντιφάσεων που να θέτουν συνολικά ερωτηματικά ενάντια στο «κράτος».
Στην κυπριακή περίπτωση, η βιωσιμότητα των χωριστών δομών εξουσίας αμέσως μετά την εισβολή του 1974 διασφαλιζόταν αρχικά και υπό αντιρρήσεις μέσα από την τουρκική χρηματοδότηση, το διαμοιρασμό των ελληνοκυπριακών περιουσιών σε ένα πλαίσιο πλιάτσικου, καθώς και μέσα από το διαμοιρασμό θέσεων στον υπό δημιουργία δημόσιο τομέα. Η δομή εξουσίας στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα στο διχοτομικό πλαίσιο του 1974, μετασχηματίστηκε σχεδόν αμέσως σε ένα τεράστιο δίκτυο πελατειακών σχέσεων, σε ένα είδος «κράτους πάτρωνα» που ανέλαβε όλες τις πτυχές της ανάπτυξης με επίκεντρο την ελληνοκυπριακή ιδιοκτησία γης, κατοικιών και επιχειρηματικών υποστατικών. Με αυτό τον τρόπο, οι περιουσίες των Ελληνοκυπρίων έγιναν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των Τουρκοκυπρίων, μετατράπηκαν σε ένα από τα κυρίαρχα μέρη της προσπάθειας χωριστής κρατικής οικοδόμησης. Την ίδια όμως στιγμή αποτελούσαν και μια σταθερή πηγή απονομιμοποίησης του καθεστώτος αφού η ανάπτυξη περνούσε μέσα από τα εγκαταλελειμμένα έπιπλα και τις αναμνήσεις των Ελληνοκυπρίων. Ο Οζγκέρ Γιασιήν στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα το 1976, περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο τις τραγικές αντιφάσεις που γεννούσαν τα «λάφυρα πολέμου» στη συλλογική συνείδηση της κοινότητας.
Κατά γενική ομολογία, η γενικευμένη κρίση των δομών στα κατεχόμενα μετά το 1974 είναι καθημερινά παρούσα. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι κορυφώνεται σε περιόδους θετικών εξελίξεων στο Κυπριακό, οι οποίες βεβαίως συνδυάζονται με μια προηγούμενη ρήξη τόσο στην εξωτερική, όσο και στην εσωτερική νομιμοποίηση του καθεστώτος. Δηλαδή, στο πρόσφατο παρελθόν η απονομιμοποίηση των δομών και η αποξένωση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ήταν αποτέλεσμα κινητικότητας στο Κυπριακό, η οποία ταυτίστηκε με συγκυριακές αδυναμίες στην τουρκική χρηματοδότηση και κατάρρευση του τοπικού πελατειακού συστήματος στα κατεχόμενα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περίοδος 2000-2004 που ξεκίνησε με την οικονομική κατάρρευση και κατέληξε με τα δημοψηφίσματα, έχοντας στο επίκεντρο τις μαζικές κινητοποιήσεις της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και την ανατροπή της ντενκτασικής εξουσίας.
Σε αυτό το σημείο, η σημασία του περιουσιακού επανήλθε στο προσκήνιο. Τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων απελευθέρωσαν τις δυναμικές για ένα ολοκληρωτικό μετασχηματισμό των δομών εξουσίας στα κατεχόμενα, κυρίως εκ μέρους της κυβέρνησης Έρντογαν. Ο αρχαϊκός τρόπος λειτουργίας της «ΤΔΒΚ» δε μπορούσε πλέον να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες και επιδιώξεις της τουρκικής πολιτικής για μια νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση και ενσωμάτωση των κατεχομένων στο ευρύτερο περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου. Η δημιουργία και διεθνής αποδοχή της επιτροπής αποζημιώσεων, αποτέλεσε ένα καθοριστικό βήμα για τον επιδιωκόμενο μετασχηματισμό σε μια σημαντική συγκυρία πλήρους απαξίωσης των δομών από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Όμως είναι γεγονός ότι η μη «απελευθέρωση» των ελληνοκυπριακών περιουσιών από το καθεστώς παρανομίας των κατεχομένων, συνέχιζε κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της επιτροπής να εμποδίζει την εκμετάλλευση τους για ανάπτυξη επενδύσεων και ενσωμάτωση σε μια διευρυμένη αγορά. Τόσο το επίπεδο αποτελεσματικότητας, όσο και η οικονομική βιωσιμότητα της επιτροπής, είναι στοιχεία που απασχολούν την τουρκική κυβέρνηση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Άγκυρα επεξεργάστηκε διάφορους τρόπους επιτάχυνσης της διαδικασίας «εκτουρκισμού» και ξεκαθαρίσματος των περιουσιών κυρίως μέσα από δύο άξονες: ο πρώτος είναι η συμπερίληψη του δικαιώματος των Τουρκοκυπρίων να αποτείνονται στην επιτροπή με στόχο να ανταλλάξουν τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στις ελεύθερες περιοχές με αυτές που χρησιμοποιούν τώρα. Ο δεύτερος είναι η απονομή μέρους της αποζημίωσης που θα παίρνει ο Ελληνοκύπριος νόμιμος ιδιοκτήτης από Τουρκοκύπριο χρήστη της περιουσίας. Η πρόσφατη αλλαγή στη νομοθεσία λοιπόν εντάσσεται στο προαναφερθέν πλαίσιο. Με αυτό τον τρόπο, το τουρκικό κεφάλαιο σταδιακά θα αποκτήσει περισσότερο ελεύθερο πεδίο δραστηριοποίησης σε ένα νευραλγικό τομέα όπως είναι η ανάπτυξη γης.
Υπό αυτή την έννοια, η νομοθετική αλλαγή είναι μέρος μιας ευρύτερης εξέλιξης στη διαδικασία χωριστής κρατικής οικοδόμησης, αλλά και αντιμετώπισης της γενικευμένης κρίσης στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Τέτοιες εξελίξεις δεν είναι αποκομμένες από το συνολικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο και οι επιπτώσεις τους σε συνθήκες διατήρησης του διχοτομικού στάτους κβο, είναι αρνητικές.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος