«Το φυσικό αποτέλεσμα της επιχείρησης ειρήνης της 20ης Ιουλίου 1974 ήταν ότι σώσαμε τα δίκαια και την ανεξαρτησία μας και τα καταστήσαμε συγκεκριμένα στο κράτος μας. Το ύψιστο μας καθήκον είναι να προστατεύσουμε το κράτος μας… Το κράτος μας είναι το δώρο της αντίστασης μας»[1] .
[1] Παρατίθεται στο Sia Anagnostopulu, Türk Çağdaşlaşma, Atina 2004, s. 274. [Yunanca].
Με αυτά τα λόγια περιέγραψε κάποτε ο Ραούφ Ντενκτάς τη δημιουργία χωριστών δομών στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η ίδρυση του ντενκτασικού «κράτους», μπορεί να θεωρηθεί ως μια πράξη συνέχειας των δυναμικών που απελευθέρωσαν τόσο οι διακοινοτικές ταραχές της δεκαετίας του 1960, όσο και η εισβολή του 1974. Ως τέτοιες που ήταν οι «νέες» δομές εξουσίας στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, επιδίωξαν ταυτόχρονα να μετατραπούν και σε μια «ιερή» νομιμοποίηση για το δόγμα ενός «χωριστού λαού που χρειάζεται το κράτος του».
Η κυπριακή έκδοση του ακραίου κεμαλισμού
Η «ιδρυτική στιγμή» των δομών του 1983, τέθηκε σε ένα εθνικιστικό πλαίσιο. Ένα πλαίσιο που επιδίωξε να ξαναδημιουργήσει ένα συγκεκριμένο παρελθόν για τους Τουρκοκύπριους. Αυτό το ιστορικό παρελθόν θα ήταν ο καθοδηγητής του μέλλοντος μέσα από την αναπαραγωγή μιας συγκεκριμένης τουρκοκυπριακής μνήμης και συνεπώς μιας πολύ συγκεκριμένης τουρκοκυπριακής ταυτότητας. Στρατιωτικά μνημεία και ημέρες μνήμης της ελληνοκυπριακής βαρβαρότητας, ήταν δραστηριότητες που οικοδομούσαν και ουσιαστικά επέβαλλαν επιλεκτικά το ιστορικό υπόβαθρο της ύπαρξης των Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο. Το «κράτος» και η «κυριαρχία» των Τουρκοκυπρίων ήταν έννοιες οι οποίες υπό την ντεκτασική ηγεμονία έφεραν μαζί τους το «πνεύμα της ΤΜΤ». Επιδίωκαν να κατασκευάσουν μια συγκεκριμένη θεώρηση περί «κρατικής υπόστασης» της ταυτότητας της κοινότητας. Όμως τελικά η ντενκτασικές δομές δεν μετέτρεψαν την εθνο-κοινοτική ταυτότητα των Τουρκοκυπρίων σε κρατική. Αντίθετα την υπονόμευσαν, αφού πρώτα την υποβάθμισαν σε ένα τουρκικό-εθνικιστικό πλαίσιο. Έλεγε ο Ντενκτάς: «Δεν υπάρχει κανένα έθνος της Τ.Δ.Β.Κ. Είμαστε οι Τούρκοι της Τ.Δ.Β.Κ. Είμαστε περήφανοι για την τουρκικότητα μας. Η μητέρα πατρίδα είναι η δική μας μητέρα πατρίδα, είναι το έθνος μας. Είμαστε κομμάτι αυτού του έθνους που ίδρυσε κράτος στην Κύπρο»[1] .
Υπό αυτή την έννοια, μετά το 1983, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα ήταν αναγκασμένη να ζει σε δομές με συγκεκριμένο τουρκικό-ντεκτασικό ιδεολογικό περιεχόμενο. Αυτό το περιεχόμενο λειτουργούσε σε δύο σημαντικούς άξονες: Από τη μια προσπαθούσε να νομιμοποιήσει τους Τουρκοκύπριους ως ένα χωριστό λαό με ιδιαίτερες πολιτισμικές και εθνικές αξίες στα πλαίσια ενός ακραίου κεμαλισμού. Από την άλλη νομιμοποιούσε τον ίδιο τον Ντενκτάς ως τον μοναδικό φορέα και εκπρόσωπο αυτών των αξιών ακόμα και εντός Τουρκίας. Παράλληλα, το εθνικιστικό πλαίσιο των πολιτικών δομών οριοθετήθηκε με στόχο να περιθωριοποίησει όλες τις φυγόκεντρες δυναμικές εντός της κοινότητας. Οριοθετήθηκε με τρόπο που να εμποδίσει την ανάπτυξη των προοδευτικών τμημάτων της κοινότητας και να δημιουργήσει ένα ομοιογενές σύνολο, το οποίο θα καθοριζόταν από ένα κεμαλικού τύπου εκτουρκισμό του πληθυσμού και της οικονομίας. Επομένως αυτές οι δομές αποτέλεσαν τελικά και μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής μηχανικής που στόχευε στην επικράτηση μιας «ιδιαίτερης και μοναδικής» τουρκοκυπριακής ταυτότητας, προσαρμοσμένης στα συγκεκριμένα εθνικιστικά-κεμαλικά πρότυπα της ελίτ.
Η κυπριακή έκδοση του ισλαμικού μετασχηματισμού
Σήμερα ενώπιον μας ξεδιπλώνεται μια άλλη εξίσου συντηρητική κοινωνική μηχανική που επίσης προκαλεί τις αντιδράσεις της κοινότητας. Ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση της Θεολογικής Σχολής Χαλά Σουλτάν, τέθηκε στις 20 Ιουλίου 2012. Η συγκεκριμένη μέρα δεν επιλέγηκε τυχαία. Εάν η ακραία εθνικιστική-ντενκτασική ερμηνεία της 20ης Ιουλίου είχε στόχο να αναπαράγει μια συγκεκριμένη τουρκοκυπριακή ταυτότητα, η βούληση για ανέγερση της Θεολογικής Σχολής τη συγκεκριμένη μέρα, έρχεται σε συμβολικό επίπεδο για να ανατρέψει το παλιό ιδεολογικό πλαίσιο και στη θέση του να οικοδομήσει ένα νέο. Κατά την πρόσφατη εκδήλωση εγκαινίων της Θεολογικής Σχολής στις 27 Σεπτεμβρίου 2013, ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ΑΚΡ υπενθυμίζοντας το συμβολισμό του προηγούμενου έτους ανέφερε: «Αυτό το σύμπλεγμα κτιρίων εδώ είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη… Θα γίνει μια από τις σημαντικότερες σφραγίδες σε αυτό το νησί. Θα μετατραπεί σε μια από τις σημαντικότερες ενδείξεις της ύπαρξης των Τούρκων σε αυτό το νησί»[2] . Τα λόγια αυτά είναι χαρακτηριστικά της επιχείρησης «εθνικοποίησης της θρησκείας» και μετατροπής της σε δομικό στοιχείο της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας. Συνεπώς πρόκειται για μια επιχείρηση ανατροπής του προηγούμενου ιδεολογικού πλαισίου, με επίκεντρο μια νέου τύπου κοινωνική μηχανική.
Η κατανόηση αυτής της προσπάθειας του ΑΚΡ, η οποία έχει συγκεκριμένη «πολεοδομική έκφραση», απαιτεί προηγουμένως την αποκωδικοποίηση των ιδεολογικών κινήτρων του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας. Η επιλεκτική αντίληψη του ΑΚΡ για τη δημοκρατία και η εδραίωση του στην εξουσία, έθεσαν στο προσκήνιο την πεποίθησή του ότι αποτελεί φορέα μιας «ιστορικής αποστολής». Το ΑΚΡ αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, ως τον καθοδηγητή της πορείας του έθνους για τη δημιουργία μιας δύναμης παγκόσμιας εμβέλειας. Αυτή η μεγαλοσύνη της Τουρκίας, πρέπει να προκύπτει μέσα από την αναγέννηση του ισλαμικού της πολιτισμού. Πρέπει όμως την ίδια στιγμή να εκφράζεται χωροταξικά και οπτικά. Τα τεράστια έργα υποδομής, το σύγχρονο οδικό δίκτυο και τα γιγάντια εμπορικά κέντρα που θεοποιούν τον καταναλωτισμό, πρέπει να συνοδεύονται απαραίτητα από τα θρησκευτικά μνημεία, τα τζαμιά και τις θεολογικές σχολές.
Η «κυπριακή μετάφραση» του πιο πάνω έχει περίπου ως εξής: Το τζαμί του «πανεπιστημίου Εγγύς Ανατολής», θα είναι το μεγαλύτερο της Κύπρου. Θα φαίνεται ακόμα και από το νότιο μέρος του νησιού. Κατά τα πρότυπα της «σημαίας» στον Πενταδάκτυλο, θα πρέπει να υπενθυμίζει σε Ελληνοκύπριους, αλλά και σε Τουρκοκύπριους, το νέο ιδεολογικό πλαίσιο, όπου το σουννιτικό Ισλάμ μετατρέπεται σε στοιχείο αναπαραγωγής της ύπαρξης ενός χωριστού λαού στην Κύπρο. Το ΑΚΡ επιδιώκει να αποτυπώσει «χωροταξικά και οπτικά» την ιδεολογική του ηγεμονία. Θέλει να ελέγξει, μεταξύ άλλων, ακόμα και την αναμόρφωση του αστικού χώρου με τρόπο που να αναπαράγει τα δικά του ιδεολογικά πρότυπα. Το τεράστιο μέγεθος, η μεγαλοπρέπεια και το μεγάλο χρηματικό κόστος του τζαμιού, αποτελούν τελικά μια «χωροταξική πρόβα» μέσα από την οποία επιδιώκεται να γεννηθεί η «νέα» Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Είναι η οπτική όψη ενός νέου πολιτικού οράματος. Αυτό το πολιτικό όραμα ετοιμάζεται να φανερωθεί συνοδευόμενο από τα τζαμιά του, τους μιναρέδες του και τις θεολογικές του σχολές. Ετοιμάζεται να εξοστρακίσει το προηγούμενο στρατιωτικο-ντεκτασικό πολιτικό όραμα.
…και η κυπριακή έκδοση της αντίστασης
Όμως πέραν των πιο πάνω, οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν επιβεβαιώσει ακόμα μια σημαντική δυναμική που υπάρχει στην ίδια την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οι Τουρκοκύπριοι για μια ακόμη φορά αντέδρασαν έντονα σε αυτή την ιδιότυπη τακτική «εξισλαμισμού» που εισάγεται από την Τουρκία. Ανακοινώσεις συντεχνιών, οργανώσεων και κομμάτων του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, υπογράμμισαν τα διαφορετικά στοιχεία της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας μέσα στο γενικότερο κυπριακό τους πλαίσιο. Το σημαντικότερο όλων, ήταν η καταγραφή της βούλησης για αλλαγή των υφιστάμενων σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης έντασης.
Σε αυτό το πλαίσιο οι βασικές επικρίσεις ενός μεγάλου μέρους της κοινότητας προσανατολίστηκαν περισσότερο προς την «κυβερνητική» συνεργασία του Ρεπουμλικανικού Τουρκικού Κόμματος και του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι πρόσφατη εκλογική διαδικασία όπως ήταν αναμενόμενο καλλιέργησε προσδοκίες για μια πιο συνεπή στάση των ηγεσιών των δύο αυτών κομμάτων απέναντι στην κυβέρνηση Έρντογαν. Το νέο στοιχείο που αναδεικνύεται και το οποίο ενόψει της πρωτοβουλίας στο Κυπριακό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, είναι η ανολοκλήρωτη προσπάθεια των αντιπολιτευτικών ρευμάτων εντός της κοινότητας για ένα εναλλακτικό σχέδιο εκσυγχρονισμού που θα καταργεί το υφιστάμενο «εισαγόμενο» από την Άγκυρα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η αδυναμία σχετίζεται, μεταξύ άλλων, από τη μείωση των προσδοκιών για επιτυχή κατάληξη των συνομιλιών. Επομένως η διατήρηση της ελπίδας για ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού, κατά πολύ συγκεκριμένο και απτό τρόπο στο τραπέζι των συνομιλιών, έχει να προσφέρει πολλά στη δημιουργία ενός κοινού πολιτικού οράματος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για το κυπριακό κράτος που θα πρέπει να διεκδικήσουν.
[1]Niyazi Kızılyürek, Milliyetçilik Kıskacında Kıbrıs, İstanbul 2002, s. 295-296.
[2]Kıbrıs Postası, “Hala Sultan İlahiyat Koleji”, 27.9.2013.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος