Home Νικόλας Κυριάκου Έξω οι τρέντυ από την (παλιά) Λευκωσία. Του Νικόλα Κυριάκου

Έξω οι τρέντυ από την (παλιά) Λευκωσία. Του Νικόλα Κυριάκου

Η αλλαγή στην ανθρωπογεωγραφία, το τοπίο και τον επιχειρηματικό προσανατολισμό της εντός των τειχών Λευκωσίας συντελείται με γοργούς ρυθμούς τον τελευταίο ένα με ενάμιση χρόνο. 


Ο συνωστισμός που παρατηρείται τα βράδια και τις μέρες αργίας στην παλιά Λευκωσία σε διάφορους χώρους διασκέδασης, οι οποίοι έχουν πολλαπλασιασθεί, είναι δηλωτικός της αλλαγής αυτής. Η νέα τάξη πραγμάτων φαίνεται να απορροφά πολύ από τον κόσμο που μέχρι πρόσφατα κινούνταν στην εκτός των τειχών πόλη. Με τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης, το γεωγραφικό σύνορο των τειχών χώριζε, μέχρι πρόσφατα, τους τρέντυ της Μακαρίου από την decadence των καμπαρέ και τους λίγους καφενέδες. Σήμερα, αφεντικά και δούλοι, ένα πράμα γίναμε ούλοι: πολλές φορές η απόπειρα να κινηθείς στην πέριξ της Φανερωμένης περιοχή είναι μια δοκιμασία και μπορεί να καταστήσει αγοραφοβικό ακόμα και τον πιο εξωστρεφή κοινωνικά άνθρωπο. Μαζί με τα λεφούσια, έρχεται και η γαϊδουρινή οδηγική ασυνειδησία, η οχληρία, οι διαπληκτισμοί για έναν χώρο που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως χώρος στάθμευσης.

Πέρα από τη μικρή καθημερινή κόλαση και τη ριζική μεταβολή του ιστορικού κέντρου σε lifestyle προορισμό για όσους ανακαλύπτουν τώρα την πόλη τους, έρχονται και τα σοβαρότερα ερωτήματα και θέματα. Είναι αυτού του είδους την ανάπτυξη που θέλουμε για την παλιά Λευκωσία; Αποτελεί η αναζωογόνηση από μόνη της προτεραιότητα, ή πρέπει να σκεφτούμε τώρα την ικανότητα απορρόφησης και συντήρησης των νέων αριθμών και δεδομένων; Η αίσθησή μου είναι ότι στην περίοδο που διανύουμε επικρατεί η λογική του Ελ Ντοράντο: τα μικρά καφέ ανοίγουν με την ίδια ταχύτητα που παλαιότερα άνοιγαν περίπτερα και συνοικιακά βίντεοκλαμπ, με σκοπό το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Μοιραία, και η παρακμή τους προϊόντος του χρόνου. Έτσι και τώρα το άπλωμα των τραπεζιών στους πεζοδρόμους της Λευκωσίας γίνεται χωρίς προοπτική, χωρίς σεβασμό στην πρωταρχική τους χρήση και με αμφιβόλου προθέσεων και αποτελεσμάτων αισθητική.

Μαζί με αυτά έρχονται και άλλα, όπως για παράδειγμα οι όλο και πυκνότερες συζητήσεις για την ασφάλεια σε αυτό το κομμάτι της πόλης. Κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, η δημόσια συζήτηση για το θέμα περιλαμβάνει μόνο τους θεσμικούς εκπροσώπους της πολιτείας και δεν έχει σαφές αντικείμενο. Αιωρείται, αντίθετα, μια εντύπωση ότι κάτι πρέπει να γίνει για το θέμα της ασφάλειας κι ότι δεν θα γίνει Εξάρχεια η Φανερωμένη. Η μετάφραση των κωδικοποιημένων μηνυμάτων λέει ότι οι μυστήριοι τύποι και τα φρικιά που μαζεύονται στα πέριξ θα πρέπει να φύγουν κι ότι κάτι πρέπει να γίνει με τους ξένους που έχουν ευθύνη για την εγκληματικότητα, τη βρομιά και την ανασφάλεια. 

Στα δικά μου αφτιά, όλα αυτά ακούγονται παραπλανητικά και υποκριτικά. Υποκριτικά αφού την ώρα που πίνεις υπερτιμημένους καπουτσίνους και βέλγικες μπίρες, δίπλα σου στοιβάζονται ξένοι σε ασυντήρητα σπίτια. Παραπλανητικά επειδή επιχειρούν να εστιάσουν σε ένα πρόβλημα που ενδεχομένως να μην υπάρχει. Η δημιουργία του αισθήματος ασφάλειας έρχεται να ανταποκριθεί στην «ανάπτυξη» των τελευταίων μηνών και να αλληλοτροφοδοτηθεί με αυτήν. Περισσότερη ανάπτυξη – περισσότερη ασφάλεια, και το ανάποδο. Όσο περισσότερο έχουμε την προσοχή μας σε αυτό το θέμα, τόσο απέχουμε από τη συζήτηση για την ορθολογική και ήπια οικονομική, αισθητική και προς το ανθρώπινο βελτίωση της παλιάς πόλης, τα αίτια του κράματος ανάπτυξης και παρακμής της και τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης όσων κατοικούν σε αυτήν.

 

Γράφει: Νικόλας Κυριάκου