Στο γερμανικό κρατίδιο του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας (Mecklembourg- Vorpommern) το ακροδεξιό λαϊκίστικο κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» έφτασε το ποσοστό του 20,8% στις τοπικές βουλευτικές εκλογές που έγιναν την περασμένη Κυριακή.
Με αυτό το ποσοστό είναι πλέον το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο κρατίδιο μετά από τους Σοσιαλδημοκράτες, ξεπερνώντας ακόμα και τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ στην εκλογική περιφέρεια της ίδιας της Καγκελαρίου.
Η αύξηση των ποσοστών της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» δεν είναι κάτι καινούριο. Μέχρι σήμερα πέτυχε σημαντικές νίκες, όπως στην Σαξονία (24,3%) και τη Βάδη-Βιδεμβέργη (15,1%). Στη Γαλλία και την Ολλανδία τα ξενοφοβικά, ρατσιστικά κόμματα «εθνικό μέτωπο» της Μαρί Λεπέν και «κόμμα της ελευθερίας» του Γκέερντ Βίλντερς αντίστοιχα, έχουν αυξημένα ποσοστά, με πολλές δημοσκοπήσεις να τα δείχνουν πρώτα σε δύναμη στις χώρες τους. Δυστυχώς το φαινόμενο είναι πανευρωπαϊκό και το αυγό του φιδιού του φασισμού και του σοβινισμού έχει πια εκκολαφθεί. Τη Δευτέρα, ο Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα κύριος Ζαΐντ Ραάντ Αλ Χουσεΐν κάκισε με τον πιο έντονο τρόπο τις ρατσιστικές και μισαλλόδοξες τάσεις που εκφράζονται στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή, εκφράζοντας τις ιδιαίτερες του ανησυχίες για το μέλλον της.
Τα ρατσιστικά, ξενοφοβικά και φασιστικά κινήματα δεν εξυπηρετούν κανένα άλλο εκτός από το μεγάλο κεφάλαιο και τους επι τόπου υπηρέτες του. Η δήθεν εναλλακτική λαϊκίστικη κριτική που ασκούν στην ΕΕ δεν στοχεύει στη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, την ενδυνάμωση του κοινωνικού κράτους ή τη δίκαιη κατανομή του πλούτου. Αντίθετα, τα ρατσιστικά, λαϊκίστικά παραληρήματα έχουν μόνο στόχο τη διάσπαση των εργαζομένων, και τον αποπροσανατολισμό τους από τα πραγματικά προβλήματα που φέρνει η επιβαλλόμενη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η μείωση μισθών και δικαιωμάτων τους, η φτωχοποίηση τους και η διάλυση του κοινωνικού κράτους. Απο τα πραγματικά προβλήματα που φέρνει η έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των λαών και η στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων.
Ως Αριστερά έχουμε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και πολλή καιρό. Η ΕΕ αντί να δείχνει έμπρακτη αλληλεγγύη στους γείτονες της γίνεται αρωγός των ιμπεριαλιστικών πολέμων των ΗΠΑ στην περιοχή. Αντί να δείχνει έμπρακτη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες που έρχονται στο έδαφος της εντείνει την αστυνόμευση στη Μεσόγειο και κλείνει συμφωνίες ντροπής για ανταλλαγή προσφύγων με την Τουρκία. Αντί να στηρίζει κοινωνικές πολιτικές που να προωθούν την κοινωνική ανάπτυξη και την ευημερία διαλύει ό,τι απόμεινε από το κοινωνικό κράτος μέσα από τις αντιλαϊκές, νεοφιλελεύθερες της οικονομικές πολιτικές. Αντί να καταπολεμήσει τη μακροχρόνια ανεργία και την τεράστια ανεργία των νέων, περιθωριοποιεί και φτωχοποιεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Το απάνθρωπο πρόσωπο της ΕΕ, το οποίο βγήκε στην επιφάνεια μετά την μεταναστευτική κρίση του περασμένου καλοκαιριού, τείνει να γίνει η επικρατούσα τάση μέσα από τις πιο αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις. Απο δυνάμεις που συμμετέχουν πλέον και σε κυβερνήσεις όπως της Ουγγαρίας, και της Πολωνίας. Ή απο φασιστικές δυνάμεις που συμμετέχουν στα διάφορα κοινοβούλια όπως η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, το ΕΛΑΜ στην Κύπρο και άλλα.
Η λαϊκή αντίδραση στην άνοδο των ρατσιστικών και ξενοφοβικών τάσεων πρέπει να είναι αποφασιστική. Τα λαϊκά, εργατικά και κοινωνικά κινήματα με τη συγκινητική αλληλεγγύη που δείχνουν προσφέροντας βοήθεια στους πρόσφυγες είναι ήδη τρανταχτά παραδείγματα αντίστασης στον ρατσισμό. Η αλληλεγγύη των λαών και των εργαζομένων είναι η απάντηση στη ξενοφοβία και το ρατσισμό και πρέπει να εντατικοποιηθεί σε όλη την Ένωση. Η Αριστερά, συνταγμένη με τα συνδικάτα και τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα είναι αυτή η απάντηση. Μέσα από την πάλη της για επικράτηση της ειρήνης, για διεύρυνση της δημοκρατίας και μια πιο δίκαιη και αλληλέγγυα κοινωνία, απαντά τόσο στο ρατσισμό όσο και στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας, οι οποίες οξύνουν τις κοινωνικές ανισότητες υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και εις βάρος των εργαζομένων. Αυτός είναι ο δρόμος ανακοπής της ανόδου των ρατσιστικών, ξενοφοβικών κινημάτων στην Ευρώπη.
Γράφει: Νεοκλής Συλικιώτης