Είναι λίγες μέρες τώρα που γυροφέρνουν σκέψεις στο μυαλό μου τι να γράψω.
Ήρθε το κακό μαντάτο με τη βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα. Σάλεψα. «Τι να γράφω τώρα για το Κυπριακό;». Και όμως, να που μέσα από ακόμη και τον ίδιο το θάνατο το διαολεμένο υπάρχει η δυνατότητα να απομυζήσεις και κάτι θετικό. Σε πρόσφατή μου περιδιάβαση στο Facebook, πέφτει το μάτι μου στη συλλυπητήρια ανάρτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τα θύματα και το Τούρκικο λαό. Τεράστιας σημασίας πράξη από τον κύριο Αναστασιάδη. Συμπορευόμενοι με τον Πρόεδρο πολλοί συμπατριώτες μας Ελληνοκύπριοι, καταδεικνύοντας τα σημεία των καιρών. Και έχουν αλλάξει, το έχω ξαναπεί και είναι ηλίου φαεινότερο. Κρίνοντας το ιδεολογικό παρελθόν πολλών συμπατριωτών μας σε σχέση με τις θέσεις τους σήμερα, έχω περιέλθει σε ένα συμπέρασμα το οποίο ομολογώ ότι μου είχε επιδείξει πρόσφατα ένας αξιόλογος συνομιλητής. Ίσως να έπρεπε να το καταλάβω ιδίοις όμμασι για να το αντιληφθώ πραγματικά.
Είναι λοιπόν πραγματικά αξιοθαύμαστο το πως οι λαοί μέσα από τις πράξεις τους και τα συναισθήματά τους μπορούν να προκαλέσουν τέτοια αλλαγή στην πολιτική ατμόσφαιρα που να επιβάλλει στους ηγέτες να ακολουθήσουν ευλαβικά. Αυτό μου δίνει τεράστια ελπίδα. Ελπίδα ότι η λύση θα είναι όντως η επιθυμητή. Ότι δεν θα επιβληθεί στο λαό από τα υψηλά κέντρα αποφάσεων αλλά το αντίθετο. Εμείς, ο λαός της Κύπρου, αποφασίζουμε τώρα. Ο λαός πρέπει να καθοδηγήσει αυτούς που αναγορεύει με τη ψήφο του ως ηγέτες του. Και αυτό κάνει ο Κυπριακός λαός τώρα. Έχουμε βαρεθεί τα μίση, τα πάθη, τις διενέξεις. Τυφλωθήκαμε. Δε μπορούμε πλέον να δούμε αυτά που μας χωρίζουν. Δεν υπάρχουν. Γιατί είμαστε ένα. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πανέμορφη ομιλία του Τάκη Χάτζηδημητρίου στην αναγόρευση του ως Ευρωπαίου Πολίτη της χρονιάς μαζί με τον Αλί Τουντζάι:
«Ύστερα από χρόνια αλλεπάλληλων κύκλων συνομιλιών γύρω από πολιτικά, οικονομικά και συνταγματικά ζητήματα, η ΕΚ και ΤΚ ηγεσία είδαν την ανάγκη να περιλάβουν μέσα στα πλαίσια των συνομιλιών και τον πολιτισμό. Είναι τότε το 2008 που αποφασίστηκε η ίδρυση της Τεχνικής Επιτροπής Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΤΕ). Οι όροι εντολής που την συνόδευσαν ήταν μεγαλόπνοοι και αποσκοπούσαν σε μια συνολική αναθεώρηση. Όχι πια δύο διαφορετικές και συγκρουόμενες προσεγγίσεις για την πολιτιστική κληρονομιά, αλλά μία και ενιαία και που ν’ αποσκοπεί στον αμοιβαίο σεβασμό και αλληλοκατανόηση. Η ΤΕ από την πρώτη της συνεδρίαση μετακίνησε το θέμα της πολιτιστικής κληρονομιάς από το επίπεδο της σύγκρουσης σε αυτό της συνεργασίας και της επιδίωξης κοινών στόχων.»
Εδώ επίκειται και η ουσία του σημειώματός μου προς τους δύο ηγέτες της Κύπρου. Γιατί έτσι είναι. Η «Τ.Δ.Β.Κ.» δεν είναι κράτος ούτε από πλευράς αναγνώρισης ούτε και θεσμικά, ούτε λειτουργικά ή έμπρακτα σε αντίθεση με την διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Μουσταφά Ακκιντζί επί πρακτέου ηγείται μίας κοινωνίας ατόμων, της έταιρης κοινότητας της Κύπρου, και μαζί με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη αποτελούν τους δύο ηγέτες του νησιού. Εδώ έγκειται το εξής παράδοξο κατά τη γνώμη μου: ενώ ακόμα και σε αυτό το κύμα συναίνεσης, αισιοδοξίας και κοινού στόχου, ο κάθε ηγέτης ξεχωριστά συγκεντρώνει τις ανησυχίες του αποκλειστικά στη δική του κοινότητα. Γίνεται λόγος, κυρίως από την πλευρά μας, για ‘έντιμο’ ή ‘οδυνηρό’ συμβιβασμό. Η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή που έδωσε ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ στον Άντρο Κυπριανού στα πλαίσια συζήτησης του Κυπριακού στο Ευρωκοινοβούλιο μόλις τον περασμένο μήνα: «δεν γνωρίζω καμία ειρήνη που δεν είναι έντιμη». Εν αγνοία του όμως έχει τόσο δίκαιο. Γιατί, οι δύο ηγέτες της Κύπρου, που γεωγραφικά παραμένει ένα νησί με ένα πληθυσμό, δε θα μιλούσαν για έντιμο συμβιβασμό, αλλά απλώς, για ειρήνη.
Καλώ λοιπόν τους δύο ηγέτες στην εξής λογική: η πορεία του Κυπριακού έχει πάρει πλέον μια διαδρομή χωρίς γυρισμό. Αυτόν την συμφωνίας και του επικείμενου διπλού δημοψηφίσματος. Είναι προφανές ότι χρειάζεται ένα ισχυρό ΝΑΙ και από τις δύο κοινότητες ούτως ώστε να μπορέσει να εφαρμοστεί η όποια συμφωνία χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί. Άρα, η εν λόγω πιθανή συμφωνία πρέπει, επίσης προφανέστατα, να ικανοποιεί τις ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων. Που και πάλι είναι πασιφανές ότι αυτές θα πηγάζουν από την κοινή θέληση για τη θέσπιση μιας συμφωνίας που να διασφαλίζει την ενότητα, την ειρήνη και την ασφάλεια σε βάθος χρόνου.
Κατά τον γράφοντα η κοινή θέληση λοιπόν, πρέπει να μεταφραστεί ως παράγωγο αναγνώρισης της Κύπρου ως πατρίδας όλων των παιδιών της. Ως παράγωγο ενός αδιαίρετου Κυπριακού λαού. Και ως οι δύο ηγέτες αυτού του λαού πρέπει να δρούν στις διαπραγματεύσεις οι δύο κορυφαίοι πολιτευτές της Κύπρου. Ας βρουν τα ενοποιητικά στοιχεία και τον κοινό δρόμο. Ας καθίσουν μαζί στο τραπέζι οι δύο κύριοι και όχι απέναντι. Ο κάθε ηγέτης σαφώς και αναγνωρίζει τις ανησυχίες της πλευράς του και προχωρά σε κάθε συνάντηση με γνώμονα αυτό. Για αλλαγή όμως, ας γίνει το αντίθετο. Ας εισέρχονται οι δύο ηγέτες στις διαπραγματεύσεις έχοντας κατά νου πρώτα τις ανησυχίες της άλλης πλευράς. Η ενσυναίσθηση και η αλληλεγγύη να αποτελέσει το εργαλείο που θα ωφελήσει τον Κυπριακό λαό στην ολότητά του, ούτως ώστε να βρεθεί η τομή όπου να αντανακλά το κοινό όραμα, τα κοινά συμφέροντα και το κοινό μέλλον. Και όπως δήλωσε πρόσφατα ο Νίκος Αναστασιάδης, άμα υπάρχει πραγματική πολιτική βούληση, και διορατικότητα προσθέτω εγώ, η συμφωνία που να διασφαλίζει όσα προβληματίζουν τον λαό της Κύπρου είναι θέμα (ελαχίστου) χρόνου. Οψομεθά.
Γράφει: Νεοκλής Νεοκλέους