Τα τελευταία χρόνια η Κυπριακή εκπαίδευση έχει στοχοποιηθεί από πολλούς, είτε δημοσιογράφους είτε κρατικούς αξιωματούχους, είτε εκπροσώπους των βιομηχάνων.
Αφορμή άλλοτε, οι υπερβολικές δαπάνες για την εκπαίδευση χωρίς ανάλογες επιδόσεις σε διεθνείς έρευνες, άλλοτε οι μέρες εργασίας και οι αργίες, οι άδειες ασθενείας κλπ κλπ. Οι πλείστες αναφορές γίνονται με τρόπο ισοπεδωτικό, σχεδόν πάντα μονόπλευρα, χωρίς το στοιχείο της αντικειμενικότητας ή έστω της δημοσιογραφικής ή τεχνοκρατικής έρευνας και τις πλείστες φορές αποσπασματικά. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που γίνεται επίκληση διεθνών ερευνών/μελετών αλλά μόνο των κομματιών εκείνων που βολεύουν τους επικριτές της Κυπριακής εκπαίδευσης.
Οι Διεθνείς Έρευνες και ο … χιλιοπροβεβλημένος πάτος …
Η συμμετοχή της Κύπρου στις διεθνείς αξιολογήσεις της TIMSS, PISA και TALIS, διαχρονικά προκαλούσε ερωτηματικά ως προς τα κίνητρα και τους στόχους της Επίσημης Πλευράς, ιδίως από τη στιγμή που η φιλοσοφία τέτοιων ερευνών αμφισβητείται έντονα από ακαδημαϊκούς κύκλους και έχει αναπτυχθεί και σχετική βιβλιογραφία – κριτική διεθνώς, που παραθέτει σειρά επιχειρημάτων που καταδεικνύουν σοβαρά κενά, τόσο ως προς τις έρευνες όσο και για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων τους.
Η εμπειρία της Κύπρου από τη συμμετοχή στις έρευνες αυτές, έχει δείξει ότι συμμετέχει απλά για χάριν της συμμετοχής. Πέραν της συμμετοχής στις διεθνείς έρευνες και της ανακοίνωσης της κατάταξης της Κύπρου, καμία έκθεση αποτελεσμάτων, συμπερασμάτων και εισηγήσεων για βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν έχει εκπονηθεί και φυσικά δεν έχει εφαρμοστεί. Τα αποτελέσματα όμως, χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως μοχλός πίεσης προς τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, και αποτελούν την αιχμή του δόρατος για αποδόμηση του κύρους των εκπαιδευτικών και χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Συχνή δε, είναι η εμφάνιση πηχυαίων τίτλων από τους πάντα … πρόθυμους δημοσιογράφους να αποτελέσουν το δεκανίκι της κυβερνητικής πολιτικής, για «πάτο στα αποτελέσματα», για «ανίκανους εκπαιδευτικούς», για «πεταμένα εκατομμύρια στην εκπαίδευση που δεν αποδίδουν»…
Εκείνο που φαίνεται να αγνοούν οι εκπρόσωποι του Τύπου, οι πολιτικοί ταγοί, ο Γενικός Ελεγκτής και γενικά όσοι εύκολα προβαίνουν σε αφορισμούς είναι το γεγονός πως τα αποτελέσματα τέτοιων ερευνών εντοπίζουν/αξιολογούν ένα περιορισμένο εύρος μάθησης, αγνοώντας παραμέτρους πολύ σημαντικές για την παιδεία όπως τη φυσική, ηθική, κοινωνική, αισθητική ανάπτυξη των παιδιών. Μελέτες καταδεικνύουν πως η αξιοπιστία των δοκιμίων που χρησιμοποιούνται είναι πολύ χαμηλή, με την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων μεγάλου ποσοστού των εξεταζομένων να είναι αμφισβητούμενη.
Η προστιθέμενη αξία της συμμετοχής στις διεθνείς έρευνες είναι μηδαμινή τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο κυρίως για τους μαθητές αφού το μόνο που εισπράττει η εκπαίδευση είναι μία θέση σε έναν πίνακα κατάταξης των χωρών. Αξίζει να αναφερθεί πως οι έρευνες αυτές δεν στοχεύουν στη βελτίωση της εκπαίδευσης και της ζωής των παιδιών, σε ένα δημοκρατικό σχολείο. Την ίδια ώρα υπάρχει σαφής διασύνδεση με κερδοσκοπικούς οργανισμούς που ελπίζουν σε τυχόν εκπαιδευτικά ελλείμματα (πραγματικά ή υποτιθέμενα) για να προσφέρουν υπηρεσίες βελτίωσής τους, με τα ανάλογα οικονομικά οφέλη. Συνδράμουν δε, τα μέγιστα στον περιορισμό της αυτονομίας του δασκάλου, καθοδηγώντας την ύλη, τους στόχους και εντέλει τη σχολική καθημερινότητα στους ρυθμούς των απαιτήσεών τους. Συνεπώς, αντιστρατεύεται την αυτονομία και δημιουργικότητα των συμβαλλόμενων μερών στη διαδικασία της μάθησης.
Ενώ οι έρευνες αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εργαλείο αναστοχασμού και χάραξης στοχευμένης εκπαιδευτικής πολιτικής, χωρίς πανικό και με όραμα, στην Κύπρο δυστυχώς, δείχνουν να είναι προκατειλημμένες υπέρ του οικονομικού και εργασιακού χαρακτήρα της εκπαίδευσης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη σημαντικότερη αποστολή των σχολείων: την προετοιμασία των μαθητών για συμμετοχή και ευημερία σε δημοκρατικές κοινωνίες.
Η Έκθεση του Γενικού Ελεγκτή που «κόπτεται» για την παιδεία …
Τον τελευταίο καιρό, σταθερά στην επικαιρότητα είναι η έκθεση του Γενικού Ελεγκτή για τις απαλλαγές που προσφέρονται σε εκπαιδευτικούς, για διδακτικό χρόνο έναντι άλλων υπηρεσιών του δημοσίου ή συγκρίσεις με εκπαιδευτικά συστήματα του εξωτερικού. Οι αναφορές αυτές, κρέμονται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τους εκπαιδευτικούς, που για ακόμα μια φορά βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, βλέποντας το ρόλο τους αλλά και τη θέση τους στην κοινωνία να απαξιώνεται, να αποδομείται και να εξευτελίζεται. Πόσο μάλλον όταν οι αναφορές απαξιώνουν το έργο του εκπαιδευτικού με επιλεκτική επίκληση δεδομένων, τα οποία δεν αντανακλούν την πραγματικότητα. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών δεν πρέπει να περνά μέσα από την αμφισβήτηση του κύρους του εκπαιδευτικού και την αποψίλωση του δημόσιου σχολείου.
Η συγκεκριμένη έκθεση και η μονόπλευρη για ακόμα μια φορά παράθεση επιλεγμένων (!) αποσπασμάτων από μακροσκελέστατες/πολυσέλιδες εκθέσεις προκαλεί βάσιμες απορίες και ερωτηματικά για τη στόχευσή της και τα πραγματικά της κίνητρα. Για παράδειγμα στις ίδιες πηγές που επικαλείται ο Γενικός Ελεγκτής, υπάρχουν αναφορές για καθορισμό σχεδόν από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες της προσφοράς και της ζήτησης των εκπαιδευτικών, ο μέγιστος αριθμός μαθητών ανά προσωπικό για ηλικίες 1 μέχρι 5 ετών στην Ευρώπη που είναι καταδικαστικός για την Κύπρο, αναφορά πως στις πλείστες χώρες οι εκπαιδευτικοί παίρνουν επιδόματα πέραν του βασικού μισθού τους κ.ά. Μέσα στα πλαίσια θεσμικού ελέγχου, γιατί δεν γίνεται επίκληση και αυτών των ευρημάτων – παραμέτρων; Γιατί η ετεροβαρής παρουσίαση μόνο αρνητικών στοιχείων για το εκπαιδευτικό γίγνεσθαι στην Κύπρο, σύμφωνα φυσικά με την κρίση του Γενικού Ελεγκτή, και όχι η σφαιρική παρουσίαση και στοιχείων και πολιτικών που δεν εφαρμόζονται στην Κύπρο και ενδεχομένως να βοηθούσαν το Εκπαιδευτικό μας σύστημα;
Το ύφος της Έκθεσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί τίποτα άλλο παρά μια επίθεση στην εκπαίδευση και την εκπαιδευτική κοινότητα. Τέτοιου είδους επιθέσεις είναι από κάθε άποψη αδικαιολόγητες και κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό στον ευαίσθητο και πολυσήμαντο χώρο της εκπαίδευσης. Σαφώς και η εκπαίδευσή μας ταλανίζεται από πολλά προβλήματα και είναι δεδομένο πως θα μπορούσε να είναι κατά πολύ καλύτερη. Όμως, οι επιθέσεις που γίνονται πρόσφατα από ένα θεσμό του κράτους και που επαναλαμβάνονται με ξεκάθαρο στόχο να παραμένουν στην επικαιρότητα, δεν έχουν σκοπό να κάνουν την εκπαίδευση καλύτερη. Έχουν σκοπό να υποσκάψουν τη δημόσια εκπαίδευση και τους λειτουργούς της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται …
Προκύπτει δε, εύλογα το ερώτημα, γιατί ο Γενικός Ελεγκτής επέλεξε τη δημόσια αντιπαράθεση με ανταλλαγή και δημοσίευση σειράς επιστολών – οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις είναι διάσπαρτες από ανοίκειους χαρακτηρισμούς και ειρωνικό πνεύμα. Είναι γνωστό πως η Ελεγκτική Υπηρεσία, καταπιάνεται με πλειάδα ελέγχων σε οργανισμούς, υπηρεσίες και φυσικά πρόσωπα και είναι γεγονός πως παντού εντοπίζονται παρατυπίες. Γιατί δεν βλέπουν όλες το φως της δημοσιότητας; Γιατί γίνεται επιλογή του τι παρουσιάζεται; Γιατί σε κάποιες περιπτώσεις οι αναφορές γίνονται επαναλαμβανόμενα με στόχο τη διατήρησή τους στην επικαιρότητα; Μήπως υπάρχουν συγκεκριμένες στοχεύσεις και ενδεχομένως σκοπιμότητες στο θέμα «παιδεία»;
Με αναφορές που ξεκάθαρα βάζουν στο στόχαστρο τους εκπαιδευτικούς, υπονομεύοντας το κύρος τους και στρέφοντας την κοινωνία εναντίον τους, είναι ξεκάθαρο πως πλήττεται ο κοινωνικός και δημοκρατικός χαρακτήρας της δημόσιας εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση δεν μπορεί να αποτιμάται μόνο με όρους της οικονομίας, με τη συνεχή επίκληση της σχολικής αποτελεσματικότητας. Με δεκανίκια από την έκθεση του Γενικού Ελεγκτή γίνεται ακόμη μια προσπάθεια να δικαιολογηθούν οι περικοπές των δαπανών για την εκπαίδευση, σύμφωνα με τις επιταγές της Τρόικα και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η εκπαιδευτική πολιτική όμως, σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να μετριέται με λογιστικούς – οικονομίστικους όρους.
Η ανάγνωση της παιδείας του τόπου με όρους αγοράς και η προσπάθεια για ποσοτική απόδοση των ικανοτήτων των μαθητών και των εκπαιδευτικών, προκαλεί έντονη ανησυχία. Η επιλεκτική αναφορά και εκμετάλλευση δεδομένων ερευνών (εγχώριων και διεθνών), αλλά και εκθέσεων (όπως η Ευρυδίκη), συνοδευόμενες από αφορισμούς κατά των εκπαιδευτικών, μόνο αλλότριες σκοπιμότητες εξυπηρετούν. Την ίδια ώρα που η Δημόσια Εκπαίδευση βάλλεται, δεν φαίνεται να υπάρχει η βούληση για ουσιαστική υποστήριξη των σχολείων ώστε να διαχειριστούν τις δυσκολίες και τα προβλήματα.
Γράφει: Μιχάλης Αλεξόπουλος