Πρόσφατα, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού προχώρησε στη δημοσιοποίηση των αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό για τα πρώτα δύο χρόνια λειτουργίας του Νέου Σχεδίου Διορισίμων (σχολικές χρονιές: 2018-19 και 2019-20).
Οι ανάγκες χωρίζονται σε μόνιμες και έκτακτες. Οι έκτακτες ανάγκες συνήθως πληρούνται με ετήσιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η σημαντικότερη διαφορά με τη μόνιμη θέση είναι ασφαλώς πως όταν δεν υπάρχουν ανάγκες, ο συμβασιούχος μπορεί να μην επαναδιοριστεί και να οδηγηθεί στην ανεργία. Από το 2018 όμως, μπαίνει στην εξίσωση και ο κατάλογος διορισίμων. Πλέον οι συμβασιούχοι δε θα διορίζονται μόνο από ένα κατάλογο αλλά από δύο, με αναλογία 50% – 50%. Επομένως, ακόμη και να υπάρχουν ανάγκες, το ενδεχόμενο να μείνει ένας συμβασιούχος άνεργος είναι πλέον ορατό με τη λειτουργία των δύο καταλόγων.
Οι μόνιμες θέσεις τις οποίες προβλέπει το ΥΠΠ είναι ελάχιστες σε σχέση με τις έκτακτες θέσεις. Προδημοτική: 17 μόνιμες, 66 έκτακτες, Δημοτική: 10 μόνιμες, 319 έκτακτες και Ειδική: 2 μόνιμες, 172 έκτακτες. Το ποσοστό των μόνιμων θέσεων που θα δοθεί τη διετία 2018-2020 είναι μικρότερο από 5%.
Γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για έκτακτες θέσεις; Ποιος καθορίζει τις έκτακτες ανάγκες και ποιος τις μόνιμες;
Υπάρχει η αντίληψη πως οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι απαραίτητες στην εκπαίδευση λόγω των αυξομειώσεων των αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό. Το γεγονός αυτό δίνει μια σχετική ευελιξία στο Υπουργείο Παιδείας, ώστε να μπορεί να υλοποιήσει την καθεχρονική στελέχωση των σχολείων, λαμβάνοντας υπόψη τις αυξομειώσεις σε αριθμούς μαθητών, τις μεταγραφές μαθητών, τις ανάγκες που προκύπτουν από εκπαιδευτικές πολιτικές ή ανάγκες που προκύπτουν από τα σχέδια υπηρεσίας των εκπαιδευτικών. Από τη στιγμή όμως που το ΥΠΠ προβλέπει πως όχι μόνο δε θα υπάρχει μείωση σε ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό τα επόμενα τρια χρόνια αλλά θα υπάρχει αύξηση, ποιος ο λόγος να εργοδοτεί αυτούς τους εκπαιδευτικούς με το καθεστώς ορισμένου χρόνου και να μην προχωρεί στη μονιμοποίησή τους;
Σύμφωνα με την έκθεση Ευρυδίκη (2013), οι πλείστες χώρες χρησιμοποιούν συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την αντικατάσταση απόντων εκπαιδευτικών και την απασχόληση μη πλήρως καταρτισμένων εκπαιδευτικών στη διδασκαλία. Η Κύπρος έχει την εξής πρωτοτυπία που αναφέρεται στην έκθεση Ευρυδίκη: «Στην Κύπρο, οι ετήσιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου συνάπτονται λόγω της έλλειψης εγκεκριμένων θέσεων μονίμων εκπαιδευτικών σε εθνικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι στην πράξη, οι εκπαιδευτικοί μπορεί να εργάζονται με ετήσιες συμβάσεις για πολλά χρόνια πριν να τοποθετηθούν υπό δοκιμή και αναλάβουν καθήκοντα και υποχρεώσεις ως μόνιμοι εκπαιδευτικοί». Επομένως, η συχνή χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου για πρόσληψη έκτακτων εκπαιδευτικών δε γίνεται επειδή δε δικαιολογείται η μονιμοποίησή τους, αλλά επειδή υπάρχει έλλειψη εγκεκριμένων θέσεων. Λες και οι εγκεκριμένες μόνιμες θέσεις πρέπει να εγκριθούν από κάποια ανώτερη δύναμη, για την οποία δεν έχουμε κανένα απολύτως έλεγχο ως κράτος.
Οι θέσεις τις οποίες το Υπουργείο Παιδείας παρουσιάζει ως έκτακτες για τα επόμενα χρόνια, είναι στην πραγματικότητα ανάγκες πάγιες και διαρκείς, οι οποίες καταχρηστικά πληρούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου δικαιολογείται μόνο όταν ο εργοδότης μπορεί να παρουσιάσει στοιχεία πως η συγκεκριμένη θέση είναι προσωρινή. Οι 500 περίπου θέσεις στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση που παρουσιάστηκαν από το ΥΠΠ ως θέσεις που θα πληρωθούν έκτακτα με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην πραγματικότητα είναι πάγιες και διαρκείς. Τα ίδια τα στοιχεία που έχει παρουσιάσει το ΥΠΠ το αποδεικνύουν. Υπενθυμίζουμε την απόφαση – σταθμό του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με εκπαιδευτικούς στην Ιταλία πως «η ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη αναγκών οι οποίες δεν είναι στην πραγματικότητα προσωρινές, αλλά πάγιες και διαρκείς, δεν δικαιολογείται». Εξάλλου, γι’ αυτό υπάρχει και η γνωστή νομοθεσία «αορίστου χρόνου» για την οποία έχουμε ακούσει τόσα πολλά τον τελευταίο καιρό. Σκοπός της νομοθεσίας είναι η προστασία του εργοδοτούμενου από τη χρήση καταχρηστικών συμβάσεων. Ακόμη και τη νομοθεσία αυτή το ΥΠΠ αρνείτο να την εφαρμοσεί παρά τη νίκη του κ. Κούλλουρου στο δικαστήριο εργατικών διαφορών. Πλέον το ΥΠΠ αναγκάζεται να την εφαρμόσει αλλά προσπαθεί εναγωνίως να βρει τρόπους να «κλείσει τη στρόφιγγα» των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου. Ο λόγος που γίνονται όλες αυτές οι «αλχημείες» είναι απλός. Αν προχωρήσει στην πλήρωση αυτών των πάγιων και διαρκών αναγκών με μόνιμες θέσεις, οι θέσεις που θα μείνουν για διεκδίκηση με το Νέο Σχέδιο Διορισίμων θα είναι ελάχιστες, και το όλο εγχείρημα θα καταρρεύσει. Ουσιαστικά δεν θα έχει λόγο ύπαρξης.
Το ΥΠΠ στην προσπάθειά του να παρουσιάσει το ΝΣΔΕ ως δελεαστικό στους ενδεχόμενους υποψήφιους και άρα πως υπάρχουν θέσεις προς διεκδίκηση, έχει προχωρήσει σε δημόσια παραδοχή της ανορθόδοξης και παράτυπης πρακτικής του! Η πρακτική αυτή όμως, με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει την Πολιτεία και το Εκπαιδευτικό Σύστημα σε ένα φαύλο κύκλο, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Συγκεκριμένα, οι εκπαιδευτικοί που κατέχουν αυτές τις πάγιες και διαρκείς θέσεις και λόγω του ΝΣΔΕ δεν επαναδιοριστούν τα επόμενα χρόνια, θα μπορούν να κινηθούν με αξιώσεις νομικά εναντίον του ΥΠΠ. Αν συνυπολογιστεί το γεγονός πως ήδη έχουν ξεκινήσει νομικές διαδικασίες από επηρεαζόμενους από το καθεστώς αορίστου χρόνου που επίσης συνδέεται άρρηκτα με το ΝΣΔΕ, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς σε τι περιπέτειες οδηγείται ο χώρος της Εκπαίδευσης τα αμέσως επόμενα χρόνια. Και όλα αυτά εξαιτίας της επιδερμικής προσέγγισης των δεδομένων, ξεκάθαρης μη τήρησης ευρωπαϊκών πρακτικών, αλλά και εξόφθαλμων πολιτικών – οικονομικών σκοπιμοτήτων.
Γράφουν: Μιχάλης Αλεξόπουλος και Λεωνίδας Χατζηλοΐζου