Σήμερα διεξάγονται «εκλογές» στα κατεχόμενα για την ανάδειξη ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Η χωριστή έκφραση της πολιτικής βούλησης των δύο κοινοτήτων της Κύπρου είναι κάτι που ισχύει από συστάσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, άλλα και από πριν στο βαθμό που δόθηκε η δυνατότητα άσκησης πολιτικών δικαιωμάτων κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας. Υπάρχει βεβαίως η ειδοποιός διαφορά ότι από το 1974 μέχρι σήμερα η έκφραση της πολιτικής βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας, πραγματοποιείται εκτός της συνταγματικής τάξης του νόμιμου κράτους, κάτω από τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και κατοχής και των συνεπειών της, με προεξάρχουσες τη βαριά σκιά του κατοχικού στρατού και του εποικισμού που αλλοιώνει τόσο της δημογραφική σύνθεση όσο και την πραγματική βούληση της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Παραμένει ωστόσο γεγονός ότι οι δύο κοινότητες της Κύπρου ουδέποτε, ακόμα και στα πλαίσια της νόμιμης συνταγματικής σύνταξης δεν είχαν τη δυνατότητα έκφρασης της λαϊκής τους βούλησης ως κοινό πολιτικό σύνολο. Οι μεν ελληνοκύπριοι εξέλεγαν χωριστά τον ελληνοκύπριο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι δε τουρκοκύπριοι τον τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο. Έτσι η ηγεσία του κράτους αντλούσε πολιτική νομιμοποίηση από την οποία απουσίαζε ένα σημαντικό μέρος του κυπριακού λαού, το 20% στην περίπτωση του Προέδρου και το 80% στην περίπτωση του Αντιπροέδρου.
Συνεπακόλουθα είχαμε διαμόρφωση συνθηκών κάτω από τις οποίες οι ηγέτες απευθύνονταν και λογοδοτούσαν όλο και περισσότερο και εν τέλει αποκλειστικά στο πολιτικό σύνολο από το οποίο αντλούσαν τη νομιμοποίηση τους, γεγονός που οδηγούσε σε μια αμφίδρομη αποξένωση μεταξύ των δύο κοινοτήτων τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και επίπεδο κοινωνίας. Οι ελληνοκύπριοι και οι τουρκοκύπριοι αναγνώριζαν πολιτικά την ηγεσία μόνο την ηγεσία για την οποία εξέφραζαν την πολιτική τους βούληση. Αυτό δεν ήταν βεβαίως η μόνη αιτία της αποξένωσης και της σύγκρουσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Υπήρξαν ξένες επεμβάσεις και υπόθαλψη, εξωτερική και εσωτερική, των διακοινοτικών ταραχών. Όμως υπήρξε και τούτη η «θεσμική» πτυχή, που αποτελεί και αυτή μιας μορφής εξωτερική επέμβαση αφού αποτελεί επινόηση αυτών που επεδίωκαν τη διαιώνιση του «διαίρει και βασίλευε» μέσω του δοτού συντάγματος του 1960.
Η έννοια του κυπριακού λαού ως κοινού πολιτικού συνόλου δεν υπήρχε πουθενά στο δοτό σύνταγμα, ούτε δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της. Το πολιτικό σύστημα που επινοήθηκε οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια, στην αποξένωση και το διαχωρισμό.
Επειδή συχνά μιλώντας για λύση του κυπριακού κάνουμε λόγο για την ανάγκη αυτή η λύση να επανενώνει το κράτος, το λαό, τους θεσμούς και την οικονομία, είναι σημαντικό να αντλούμε τα σωστά διδάγματα από τις παγίδες του παρελθόντος αλλά και να συνειδητοποιούμε με ποιο τρόπο αυτή η προσδοκία μπορεί να μετουσιωθεί σε πράξη.
Η λύση του κυπριακού έχει πολλές σημαντικές πτυχές: αποχώρηση στρατευμάτων, κατοχύρωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, άρση του εποικισμού και των εγγυήσεων.
Ταυτόχρονα, λυδία λίθος μιας μακρόπνοης και στέρεας λύσης, τουλάχιστον ως προς τις εσωτερικές πτυχές του κυπριακού, είναι η διαμόρφωση ενός συστήματος διακυβέρνησης που θα δίνει επιτέλους τη δυνατότητα στον κυπριακό λαό να εκφράζεται ως κοινό πολιτικό σύνολο, ως ένας λαός, κατά την εκλογή της ηγεσίας του ενωμένου κράτους και θα εξαναγκάζει την ηγεσία να κυβερνά συναισθανομένη την υποχρέωση της να λογοδοτεί στο σύνολο του λαού.
Μόνο έτσι θα ξεπεραστούν οι εθνοτικοί ανταγωνισμοί και θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για λειτουργία του πολιτικού συστήματος στη βάση κοινωνικοπολιτικών φιλοσοφιών όπως σε κάθε σύγχρονη δημοκρατία. Για να μπορούμε να προσβλέπουμε σε μια μακρόπνοη και στέρεα λύση και σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον.
Γράφει: Μενέλαος Μενελάου