Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ:
Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη η διαλεκτική ερμηνεύεται ως η μέθοδος αναζήτησης και εύρεσης της αλήθειας μέσω μιας διαδικασίας επάλληλων ερωταποκρίσεων, είτε γενικά μέσω της συζήτησης είτε μέσω του συστηματικού διαλόγου. Ως ουσιαστικό η κριτική, που συναντάται ήδη στον Πλάτωνα ως κριτική τέχνη, συνίσταται στον εντοπισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων σε θέσεις και απόψεις, στην τεκμηριωμένη αξιολόγησή τους και τη θετική ή αρνητική αποτίμησή τους.[1] Η κριτική διαλεκτική είναι η διαλεκτική όπου διά των ερωταποκρίσεων ασκείται κριτική με σκοπό την ανάδειξη και συσπείρωση εκείνων των θέσεων οι οποίες, στη ροή των ερωταποκρίσεων, θα αντέξουν στην κριτική και θα αναδειχθούν ως γνήσιες. Αφού τόσο ο κριτικός λόγος όσο και ο συνεχής διάλογος αποτελούν ουσιώδη συστατικά του ακαδημαϊκού βίου, προφανής είναι η αξία της κριτικής διαλεκτικής για την ανάδειξη γνησίων θέσεων επί ακαδημαϊκών ζητημάτων.
Στο ευρύ πεδίο της κριτικής διαλεκτικής (και αλλού) αναγνωρίζονται μεταξύ των διαλεγομένων ερασιτέχνες και επαγγελματίες. Οι ερασιτέχνες συνδιαλέγονται για ένα ζήτημα που δεν κατέχουν για την προσωπική τους ικανοποίηση ή για την τόνωση του εγωισμού τους. Οι ερασιτέχνες ενίοτε αποφαίνονται με ύφος ειδημόνων και μιλούν ως αυθεντίες για θέματα που αγνοούν, ή λοιδορούν όσους επισημαίνουν την ανεπάρκειά τους. Σε άλλο σημείο της αρνητικής σφαίρας της κριτικής διαλεκτικής ανευρίσκονται ορισμένοι επαγγελματίες που εφαρμόζουν, όμως, τη διαλεκτική μέθοδο της κριτικής αντιπαράθεσης με τον πλέον αδίστακτο τρόπο, ώστε να παρουσιάσουν τις θέσεις των συνομιλητών τους ως σκιάχτρα. Τέτοιοι «επαγγελματίες» πρεσβεύουν ότι μια θέση αναδεικνύεται «σωστή» όταν κατορθώσει να επιβληθεί ως τέτοια, και ότι δίκαιο έχει όποιος επιβάλλει το δικό του δίκαιο. Η μεγαλομανία τέτοιων «επαγγελματιών» εκβάλλει ως ψευδαίσθηση μεγαλείου (βλέπε illusion de grandeur) που, συνεπικουρούμενη από την ημιμάθειά τους, συμπαρασύρει στον προφορικό και γραπτό τους λόγο ένα κονιορτό από αναληθή και ασυνάρτητα στοιχεία. Τέτοια στοιχεία είναι, μεταξύ πολλών, πραγματολογικά λάθη και «ανορθογραφίες», οι παραποιήσεις των θέσεων των άλλων, συστηματικές και εξόφθαλμες αντιφάσεις, ψευδείς και διάτρητες διαβεβαιώσεις, πομπώδης φρασεολογία ως περιτύλιγμα των αυτονόητων, σμήνος από «πεφωτισμένες» ρήσεις, απατηλές απαντήσεις στις επισημάνσεις των κριτών τους, με έσχατο το αχαλίνωτο εναντίον τους υβρεολόγιο. Τέτοιου «ποιού» ερασιτέχνες και «επαγγελματίες» θα μπορούσαν δυνητικά, όταν υπερισχύσουν, να υπονομεύσουν επικίνδυνα την αξία της κριτικής διαλεκτικής.
Προϋπόθεση επιτυχίας (δηλαδή, εύρεσης της αλήθειας) για την κριτική διαλεκτική είναι, επομένως, η έντιμη προσέγγιση των διαλεγομένων και ο αμοιβαίος αλληλοσεβασμός και εκτίμηση κατά την άσκηση της εκατέρωθεν κριτικής τους. Τέτοιες προϋποθέσεις ισχύουν αυτόματα εκεί όπου εκλείπουν ερασιτέχνες και επαγγελματίες με «χαρίσματα» ως τα ανωτέρω. Η κριτική διαλεκτική έχει, έτσι, συντριπτική πιθανότητα επιτυχίας στον ακαδημαϊκό χώρο όπου θεωρούνται (και πρέπει να είναι) δεδομένα, ως αυτονόητα συστατικά των ακαδημαϊκών αρχών, η αταλάντευτη προσήλωση στις ηθικές αξίες, η ελευθερία και ο σεβασμός της έκφρασης, και η συνέπεια και εγκυρότητα του λόγου. Με τέτοια ευοίωνη προοπτική επιτυχίας υποστηρίζω και προωθώ την κριτική διαλεκτική ως τημόνη μέθοδο για την αναζήτηση και ανεύρεση της αλήθειας σε μείζονα ακαδημαϊκά ζητήματα.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ:
Ένα πρόσφατο σμιλεμένο, κριτικό άρθρο του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου, που διαβάστηκε, σχολιάστηκε και συζητήθηκε πλατειά, μπορεί να θεωρηθεί ως η απαρχή της κριτικής διαλεκτικής για ένα μείζον ζήτημα που απειλεί να δυναμιτίσει τα ακαδημαϊκά θεμέλια του ιδρύματος: εκείνου των ανελίξεων και του συνταξιοδοτικού των Επίκουρων Καθηγητών και Λεκτόρων. Το παρόν εκτενές δοκίμιο αποτελεί, ως συνεισφορά στην κριτική διαλεκτική, την απαντητική συνέχεια στο άρθρο του Πρύτανη. Το δοκίμιο περιέχει τις αυθεντικές και δι’ ιδίας χειρός ερωταποκρίσεις μου. Ελπίζω ότι η κριτική διαλεκτική θα διανοίξει το βήμα για την προβολή των κινδύνων που ελλοχεύουν και την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Όσο το ζήτημα παραμένει εγγεγραμμένο στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας και όσο υπάρχει η «προοπτική» να συζητηθεί μέχρι τον ερχόμενο Οκτώβρη στην Ολομέλεια της Βουλής για να «κλείσει», ο κίνδυνος παραμένει (και δεν έχουμε προλάβει τίποτα).
ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ:
- «Καταρχάς, δεν υιοθετώ την άποψη ότι το Πανεπιστήμιο Κύπρου παρανομούσε από το 2001 στο θέμα του συνταξιοδοτικού». Η θεμιτή αντίρρηση που εγείρεται είναι ουσιώδηςκαι προδικάζει πολλά, αν όχι τα πάντα. Χρήζει, επομένως, ενδελεχούς εξέτασης. Πολλοί είναι εκείνοι που, στηριγμένοι σε πραγματολογικά λάθη, έχουν διατυπώσει ολάκερα κατεβατά θεωριών που καλύπτουν με κονιορτό την απλή, πολύ απλή πραγματικότητα: Από το 2001 καταργήθηκε διά Νόμου η διάκριση μεταξύ μονίμων και μη μονίμων θέσεων, και όλες οι θέσεις είναι συνδυασμένες. Και μάλιστα με τρόπο που δεν χωρούσε οποιαδήποτε (επιθυμητή ή σκόπιμη) «εποικοδομητική ασάφεια». Η κατάργηση δεν έθεσε προϋποθέσεις ή συνθήκες. Ήταν, επομένως, γενική και αφορούσε πάσα διάκριση των θέσεων. Αφού, σύμφωνα με τη Νομοθεσία περί Συντάξεων της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι μόνιμες οργανικές και μόνο θέσεις είναι συντάξιμες, όλες οι (συνδυασμένες πλέον) θέσεις είναι συντάξιμες. Έπεται ότι όλα τα Μέλη του Ακαδημαϊκού Προσωπικού δικαιούνται ένταξη στο συνταξιοδοτικό σχέδιο.
- «Το Πανεπιστήμιο ενέτασσε πάντα τους συνάδελφους στο σχέδιο αφότου ανελίσσονταν στη θέση του Αναπληρωτή Καθηγητή.»Αυτό είναι σχεδόν ορθό, παρόλο που στις περιπτώσεις προσφάτων ανελίξεων δεν φαίνεται να ίσχυσε, όσον αφορά τουλάχιστον την επιστροφή της διαφοράς των εισφορών τους στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί από τον εργοδότη. Ακόμη και αν ήταν εντελώς ορθό, είναι γνωστό, ως βασική νομική αρχή, ότι δεν υπάρχει ισότητα στην παρανομία. Εν πάση περιπτώσει, αυτό, κατά την κρίση μου, δεν είναι το σημαντικότερο σημείο των διευκρινίσεων του Πρύτανη.
- «Όλοι μας γνωρίζαμε όταν ήρθαμε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ότι με την ανέλιξή μας στη θέση του Αναπληρωτή θα εντασσόμασταν αυτόματα στο συνταξιοδοτικό σχέδιο∙ αυτό είχαμε, αυτό θέλουμε να διατηρήσουμε, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο». Όντως αυτό γνωρίζαμε αλλά μόνο όσοι ήρθαμε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου πριν το 2001, όταν υπήρχε ακόμη η διάκριση μεταξύ μονίμων και μη μονίμων θέσεων: ότι, δηλαδή, με την «ανέλιξη» στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, η οποία συνιστούσε τότε μόνιμη θέση, θα εντασσόμαστε στο συνταξιοδοτικό σχέδιο.
- «Με τι χρήματα θα γινόταν και με ποιο προϋπολογισμό; Ποιος θα τον ενέκρινε; Θα ανέμενα ότι τουλάχιστον για όσους συναδέλφους γνωρίζουν από προϋπολογισμούς αυτό θα ήταν ξεκάθαρο». Ας εξετάσουμε πρώτα τα χρήματα για τις αναδρομικές επιστροφές προς τους Επίκουρους Καθηγητές και Λέκτορες που διορίστηκαν πριν την 1.10.2011 (συμπεριλαμβανομένων και όσων ανελίχθηκαν ήδη στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή). Τα χρήματα αυτά αφορούν τη διαφορά των εισφορών τους προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί από τον εργοδότη. Νοείται, βεβαίως, ότι η διαφορά αυτή πρέπει να συμψηφιστεί με την αποκοπή της Έκτακτης Εισφοράς τους προς το Ταμείο Συντάξεων και των εισφορών τους προς το Ταμείο Χηρών και Ορφανών. Τα χρήματα αυτά δεν απαιτούνται αμέσως, εφόσον οι ίδιοι συγκατατίθενται για τη μη άμεση επιστροφή τους. (Το πότε οι συνάδελφοι θα πάρουν αναδρομικά τα χρήματα αυτά είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.) Υποθέτω, όμως, ότι για τη συγκατάθεση των συναδέλφων θα αρκούσε μια απόφαση του Συμβουλίου ώστε να γίνει αμέσως η (αναδρομικά από το 2001) ένταξή τους στο συνταξιοδοτικό σχέδιο. Αυτή ακριβώς ήταν η πρότασή μου προς το Συμβούλιο, την οποία κατέθεσα γραπτώς κατά τη Συνεδρία του στις 14.7.2014. Και ενδεχομένως, συνοδευτικά προς την απόφαση, μια γραπτή βεβαίωση προς τον κάθε συνάδελφο ότι αποφασίστηκε η άμεση ένταξή του/της στο συνταξιοδοτικό σχέδιο (αναδρομικά από το 2001), με άμεση διόρθωση των εισφορών του/της, και ότι αναγνωρίζεται βάσει της απόφασης η υποχρέωση του Πανεπιστημίου Κύπρου για τα ανωτέρω αναδρομικά, τα οποία θα δοθούν με τρόπο και σε χρόνο που θα είναι αμοιβαία συμφωνημένοι. Ο ακριβής τρόπος και χρόνος των επιστροφών που θα συμφωνηθεί θα ληφθεί τότε υπόψη κατά τον καταρτισμό των ετησίων προϋπολογισμών του ιδρύματος. Κρίνω ότι η διευθέτηση αυτή διασφαλίζει πλήρως τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων (που διορίστηκαν πριν την 1.10.2011) και έχω την εντύπωση ότι αυτή θα ήταν αποδεκτή από τους επηρεαζόμενους.
- «Και ας υποθέσουμε ότι «ξεγελούσαμε τη Βουλή» και μεταξύ Επιτροπής Παιδείας (Τρίτη) και ολομέλειας (Πέμπτη) υλοποιούσαμε αυτή την πρόταση (που εξάλλου οι Υπηρεσίες μας δεν είναι τεχνικά έτοιμες να εφαρμόσουν).» Απορρίπτω ως ανάρμοστη, κατά την κρίση μου, τη διατύπωση ότι θα «ξεγελούσαμε τη Βουλή», η οποία, ως παραποίηση θέσης, είναι ατυχέστατη αφού θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία παραπλανητικών εντυπώσεων. Μήπως, με την ίδια λογική, δεν θα συνιστούσε η μη ένταξη των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο «ξεγέλασμά» τους; Σήμερα, όμως,κανείς δενμπορείσήμερα να ξεγελάσει κανένα! Τα περί «ξεγελάσματος της Βουλής», λοιπόν, στην άκρη. Επί της ουσίας ότι γινόταν θα γινόταν σε πλήρη διαφάνεια, και εν γνώσει της Βουλής. Αυτό δεν θα ήταν παρά η εφαρμογή του Νόμου που ψήφισε η ίδια η Βουλή το 2001. Έχω τη θέση ότι δεν υπάρχει νομιμότερη πράξη από την άμεση εφαρμογή του Νόμου. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν η εφαρμογή του Νόμου συνάδει με τις ερμηνείες του Γενικού Εισαγγελέα. Παραδίδω στην κρίση του αναγνώστη το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα από σχετική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28.3.2014, με θέμα «Ένταξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού που προσλήφθηκε πριν την 01.10.2011 σε Επαγγελματικό Σχέδιο Συντάξεων»: «Αφού έλαβα υπόψη μου όσα αναφέρονται πιο πάνω, θεωρώ ότι ενδείκνυται να επαναδιατυπώσω την άποψη της Γενικής Υπηρεσίας, γι’ αυτό και καταλήγω στο συμπέρασμα, στηριζόμενος κυρίως στις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 21(4) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμων, ότι οι Λέκτορες/Επίκουροι Καθηγητές που υπηρετούσαν πριν την 1.10.2011, θεωρείται ότι κατέχουν μόνιμη θέση, με αποτέλεσμα την ένταξή τους στο Επαγγελματικό Σχέδιο Συντάξεων.» Πως θα μπορούσε κάποιος να διανοηθεί καν «παγοποίηση» της εφαρμογής του Νόμου και της συμμόρφωσης με τη σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα;
- «Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Θα δικαιώναμε όλους τους εχθρούς του Πανεπιστημίου που θα μας αποκαλούσαν πλέον αναξιόπιστους συνομιλητές και θα χάναμε και όλους όσοι θέλουν να μας βοηθήσουν». Κατά την κρίση μου, η απάντηση είναι απατηλή. Διαφωνώ καταρχάς με τη λογική που θέτει την αξιοπιστία του Πανεπιστημίου στους εχθρούς του υπεράνω του νομίμου δικαιώματος των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων να ενταχθούν αμέσως στο συνταξιοδοτικό σχέδιο. Όσο για αυτούς που θέλουν να μας βοηθήσουν, είμαι βέβαιος ότι αντιλαμβάνονται και συναισθάνονται την υποχρέωση του Πανεπιστημίου να αποκαταστήσει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του προσωπικού του. Επομένως δεν θα τους «χάναμε», μα θα τους «κερδίζαμε» περισσότερο με την αποφασιστική στάση μας και την προσήλωσή μας σε αρχές παρά σε αμφιλεγόμενες «τακτικές».
- «Σε αυτές τις δύσκολες ώρες, όπου κάποιοι επιδιώκουν να ψηφιστούν νέα νομοσχέδια, δεν είναι σοφό να απομακρύνεσαι από τους κοινοβουλευτικούς σου συμμάχους. Αντίθετα, προσπαθείς να δημιουργήσεις και νέους, πείθοντας με τα επιχειρήματά σου και ενημερώνοντας καλύτερα.» Αυτό αποτελεί ευσεβή πόθο, και ενδεχομένως υποκρύπτει, κατά την κρίση μου, πολιτική συναλλαγή, η δε ορθότητά του θα φανεί στην πορεία. Όπως θα φανεί και ποιοι είναι οι πραγματικοί «κοινοβουλευτικοί σύμμαχοί» μας. Τότε, όμως, θα πρέπει να έχουμε όλοι τη στοιχειώδη ειλικρίνεια να τους κατονομάσουμε παραμερίζοντας «επίκαιρα» προσωπικά οφέλη και συμφέροντα και όποια ιδεολογική ή άλλη σύγκρουση συμφέροντος.
[ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ένταξη στο συνταξιοδοτικό σχέδιο; Εννοούμε την έμπρακτη αναγνώριση από το Πανεπιστήμιο Κύπρου ότι η θέση είναι συντάξιμη. Με πράξεις που θα αποτελούν συμμόρφωση προς όσα εκάστοτε προσδιορίζονται για τις συντάξιμες θέσεις τόσο από τη Νομοθεσία περί Συντάξεων όσο και από τη Νομοθεσία περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Εν ολίγοις, με την αποκοπή των ορθών εισφορών, εκείνωνπου αντιστοιχούν σε συντάξιμες θέσεις, προς το συνταξιοδοτικό σχέδιο και το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Όσον αφορά την εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ισχύουν τα ακόλουθα: Δυνάμει του Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι εισφορές προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων όσων είναι διορισμένοι σε συντάξιμες θέσεις είναι μικρότερες από τις εισφορές εκείνων που δεν είναι (π.χ., των συμβασιούχων), και μεγαλύτερη, αντίστοιχα, η εισφορά του εργοδότη. Για όσον αφορά το χρονικό διάστημα προ του 2001, η πρακτική αυτή, την οποία το Πανεπιστήμιο Κύπρου ακολουθούσε από ίδρυσής του όσον αφορά τις μόνιμες και τις μη μόνιμες θέσεις, ήταν απόλυτα νόμιμη αφού υφίστατο τότε διά του Νόμου η διάκριση των θέσεων σε μόνιμες και μη μόνιμες (μέχρι και την τροποποίηση του Νόμου το 2001). Όπως και ήταν νόμιμη, για το ίδιο το προ του 2001 χρονικό διάστημα, η πρακτική της επιστροφής της διαφοράς των (πραγματικών) εισφορών που αντιστοιχούσαν σε μη μόνιμες και μόνιμες θέσεις στους Επίκουρους Καθηγητές που κατόρθωναν τότε την «ανέλιξή» τους σε θέση Αναπληρωτή Καθηγητή. Έχω θέσει την «ανέλιξη» εντός εισαγωγικών επειδή δεν υπήρχε καν τότε η έννοια της ανέλιξης, και η ιστορία είναι πολύ γνωστή τουλάχιστον στους παλαιότερους για να την αναλύσω εκτενώς εδώ. Επιγραμματικά, η «ανέλιξη» μπορούσε τότε να γίνει μόνο μέσα από επιτυχή αίτηση σε νέα θέση, εάν και εφόσον το Τμήμα ήθελε και μπορούσε (μάλλον μπορούσε και ήθελε) να προκηρύξει νέα θέση στην ειδικότητα του ενδιαφερομένου ή των ενδιαφερομένων (και ποιων). [ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΕΝΤΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ: Αυτό ακριβώς είναι το σύστημα «ανελίξεων» που θα αποκτήσουμε αν ψηφιστεί το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο θα καταστήσει ξανά τους Επίκουρους Καθηγητές και Λέκτορες συμβασιούχους.] Μετά, όμως, από την τροποποίηση του Νόμου το 2001, μόνη ορθή πρακτική (ως προς την εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων) καθίσταται η εξίσωση των εισφορών όλων των Μελών σε εκείνες που προνοούνται από τη Νομοθεσία για τις μόνιμες θέσεις.
Όσον αφορά τώρα την εισφορά στο συνταξιοδοτικό σχέδιο ισχύουν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με πρόσφατη Νομοθεσία, όποιος κατέχει συντάξιμη θέση υπόκειται σε Έκτακτη Εισφορά σε ποσοστό 3% στο Ταμείο Συντάξεων. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου αποκόπτει την Εισφορά από τους Καθηγητές και Αναπληρωτές Καθηγητές, όχι όμως από τους Επίκουρους Καθηγητές και τους Λέκτορες.
Προκύπτει, λοιπόν, από όλα τα παραπάνω ότι οι Επίκουροι Καθηγητές και Λέκτορες δεν είναι αυτή τη στιγμή εντεταγμένοι στο συνταξιοδοτικό σχέδιο αφού, πρώτον, καταβάλλουν μεγαλύτερη εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων από ότι προνοείται νομοθετικά για τις συντάξιμες θέσεις, ενώ, δεύτερον, δεν καταβάλλουν την Έκτακτη Εισφορά στο Ταμείο Συντάξεων. Και, δυστυχώς, για ένα τρίτο ακόμη λόγο σχετικό με την υποχρέωση καταβολής σε ποσοστό 2% προς το Ταμείο Χηρών και Ορφανών από κάθε κάτοχο συντάξιμης θέσης: Γεγονός αποτελεί ότι στους Επίκουρους Καθηγητές και Λέκτορες δεν γίνεται αποκοπή της εισφοράς αυτής, ως και να μην ήταν διορισμένοι σε συντάξιμη θέση. [ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΕΝΤΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ: Η μη ένταξη των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο συνιστά δυσανάλογη αδικία ως προς την ορθότατη ένταξη όλων των Μελών του Διοικητικού Προσωπικού στο συνταξιοδοτικό σχέδιο από την πρώτη μέρα του διορισμού τους στο Πανεπιστήμιου Κύπρου. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου ορθότατα θεωρεί ότι η θέση που κατέχουν κατά την περίοδο δοκιμασίας τους, διάρκειας μέχρι και δύο έτη, μέχρι την επικύρωση του διορισμού τους είναι συντάξιμη. Πλην, όμως, υιοθετεί δύο μέτρα και δύο σταθμά.] Αβίαστα, λοιπόν, προκύπτει το παράπλευρο συμπέρασμα ότι η άμεση ένταξη των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων (που διορίστηκαν πριν την 1.10.2011) στο συνταξιοδοτικό σχέδιο θα ενισχύσει άμεσα τα κρατικά ταμεία αφού, με αυτή, ο καθένας τους θα κληθεί να καταβάλλει μηνιαίως σε ποσοστό 2% προς το Ταμείο Χηρών και Ορφανών και σε ποσοστό 3% προς το Ταμείο Συντάξεων. (Αντί τούτου, οι εισφορές αυτές αποκόπτονται «αναδρομικά» από τους Επίκουρους Καθηγητές και Λέκτορες με την ανέλιξή τους στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Δείτε τη συνέχεια.)]
Και μάλιστα όλα τα Μέλη του Ακαδημαϊκού Προσωπικού δικαιούνται την χωρίς προϋπόθεση ένταξη στο συνταξιοδοτικό σχέδιο αφού ο Νόμος δεν έθεσε καμία απολύτως προϋπόθεση που θα είχε να κάνει με τη βαθμίδα, ή με οτιδήποτε άλλο, για την κατάργηση της διάκρισης.
Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι το Πανεπιστήμιο Κύπρου εισήγαγε από το 2001 εξωγενή προϋπόθεση για την ένταξη των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο. Η προϋπόθεση ήταν και παραμένει η (εντός της συνδυασμένης θέσης) ανέλιξη στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Μέχρι την ανέλιξη (εάν, εφόσον και όποτε ήθελε αυτή επιτευχθεί), οι Επίκουροι Καθηγητές και Λέκτορες δεν είναι εντεταγμένοι στο συνταξιοδοτικό σχέδιο αφού, όσον μεν αφορά τις εισφορές τους στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αυτές αντιστοιχούν σε μη συντάξιμες θέσεις. Όσον δε αφορά την Έκτακτη Εισφορά τους στο Ταμείο Συντάξεων και την εισφορά τους στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών, αυτές είναι μηδενικές ως και η θέση τους να ήταν μη συντάξιμη. Πώς θα μπορούσε να ήταν νόμιμη η εισαγωγή τέτοιας μη σύννομης προϋπόθεσης;
Η ορθότητα του συλλογισμού μου επαληθεύεται με αντιφατικό τρόπο από τον ίδιο τον Πρύτανη στη συνέχεια, όταν, στην απόπειρά του να επιχειρηματολογήσει διά της εις άτοπον απαγωγής εναντίον της ένταξης των συναδέλφων Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο, παραδέχεται ότι κάποια μέλη της Βουλής άδικα αμφισβητούν τη νομοθεσία μας: «Ας υποθέσουμε τώρα για χάριν συζήτησης ότι θα έπρεπε να εντάξουμε στο συνταξιοδοτικό σχέδιο όλους τους συναδέλφους, παρά το γεγονός ότι κάποια μέλη της Βουλής αμφισβητούν (άδικα!) τη νομοθεσία μας.» Αφού «άδικα!» αμφισβητείται η νομοθεσία μας, τότε όλοι οι συνάδελφοι πρέπει να ενταχθούν στο συνταξιοδοτικό σχέδιο.
Παρά ταύτα, το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου απέρριψε την άμεση ένταξη των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο, και μάλιστα χωρίς να έχει τοποθετηθεί για το κατά πόσον ή όχι η παράλειψη της άμεσης ένταξής τους αποτελεί παρανομία ως προς το Νόμο του 2001.
Κατανοώ, φυσικά, τους χρονικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζουν οι αρμόδιες Υπηρεσίες όταν καλούνται να περατώσουν τους υπολογισμούς για την ένταξη συναδέλφων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο και την επιστροφή των προηγουμένων εισφορών τους. Ενώ, όμως, οι περιορισμοί υπήρχαν πάντοτε, τελευταία μόνο η επιστροφή των εισφορών δεν ολοκληρώνεται από τις Υπηρεσίες ταυτόχρονα με την ανέλιξη, κατά παράβαση πολυετούς πρακτικής.
Όσοι όμως ήρθαμε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου μετά το 2001 γνωρίζαμε εκ των προτέρων την τροποποίηση του Νόμου διά της οποίας καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ μονίμων και μη μονίμων θέσεων. Έτσι γνωρίζαμε ότι είχαμε, ένεκα της κατάργησης της διάκρισης, νομοθετικώς κατοχυρωμένα συντάξιμα δικαιώματα. Αναμέναμε, επομένως, ότι με το διορισμό μας σε συντάξιμη θέση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου θα εντασσόμασταν αυτόματα στο συνταξιοδοτικό σχέδιο, χωρίς να χρειάζεται να περιμένουμε την ανέλιξή μας στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή για να ενταχθούμε. [ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Και αν, παρ’ ελπίδα, η ανέλιξη δεν επιτύχει; Αν ο συνάδελφος επιλέξει να αποχωρήσει από το Πανεπιστήμιο Κύπρου πριν την ανέλιξή του; Τότε, σύμφωνα τουλάχιστον με τη διευκρίνιση του Πρύτανη, η ένταξη στο συνταξιοδοτικό σχέδιο θα παραμείνει όνειρο θερινής νυκτός, και κανένα δικαίωμα σε σύνταξη, ανάλογη των όσων ετών υπηρεσίας, δεν θα είναι διασφαλισμένο στην πράξη, παρά το ότι αυτό κατοχυρώθηκε νομοθετικά το 2001.] Προς διάψευση τωνπροσδοκιών μας αυτό δεν έγινε όπως το αναμέναμε. Συνεπώς δίκαια, κατά την κρίση μου, οι Επίκουροι Καθηγητές και Λέκτορες ζητούν αλλαγή της καθιερωμένης «πρακτικής» και την άμεση ένταξή τους στο συνταξιοδοτικό σχέδιο με την άμεση διόρθωση των εισφορών τους. Να που θέλουν, λοιπόν, κάτι περισσότερο από την ένταξή τους στο συνταξιοδοτικό σχέδιο όταν και εφόσον ανελιχθούν, και τυχόν ισχυρισμός περί άλλης επιθυμίας τους θα συνιστούσε, κατά την κρίση μου, «ανορθογραφία». Αποτελεί για μένα βασική θέση αρχής ότι το αίτημά τους οφείλει να ικανοποιηθεί δυνάμει της τροποποίησης του Νόμου το 2001.
Ας μου επιτραπούν δύο μικρές διορθώσεις και μια κριτική στο λεκτικό της διευκρίνισης. Πρώτον, η «αυτόματη» ένταξη στο συνταξιοδοτικό σχέδιο (με την ανέλιξη στη «θέση» του Αναπληρωτή Καθηγητή) ίσως να μην είναι πλέον τόσο αυτόματη. Δεύτερον, δεν υφίσταται και δεν νοείται πλέον η «θέση» του Αναπληρωτή Καθηγητή αφού, με τη διά Νόμου κατάργηση της διάκρισης μεταξύ μονίμων και μη μονίμων θέσεων, οι θέσεις είναι πλέον συνδυασμένες. Αυτό ακριβώς όφειλε να είναι το κύριό μας επιχείρημα.
Ας πάμε τώρα στα χρήματα που θα χρειαστούν για τις αναθεωρημένες συνεισφορές για τους Επίκουρους Καθηγητές και Λέκτορες στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίες θα είναι αυξημένες ως προς την τρέχουσα «πρακτική» κατά το 3.85% (όπως ισχύει από την 1/1/14) που θα επωμίζεται πλέον το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ευτυχώς μια λύση έδωσε ο ίδιος ο Πρύτανης, τον οποίον και ευχαριστώ, κατά τη Γενική Συνέλευση του Ακαδημαϊκού Προσωπικού στις 9.7.2014! Τα χρήματα αυτά μπορούν να αντληθούν από τα Ίδια Έσοδα του Πανεπιστημίου, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα αντληθούν και τα χρήματα για την αναδρομική επιστροφή χρημάτων προς τους 28 Επίκουρους Καθηγητές που ήδη ανελίχθηκαν στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, τα οποία αφορούν τις εισφορές του 3.85% προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που δεν θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί από τους ίδιους αλλά από τον εργοδότη (δυνάμει της τροποποίησης του Νόμου το 2001). Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει τέτοια άντληση Ιδίων Εσόδων; Είτε με κατάθεση Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού για τις επιστροφές που θα (συμφωνηθούν να) γίνουν εντός του 2014, είτε με τη συμπερίληψή τους στους επόμενους ετήσιους προϋπολογισμούς για τις επιστροφές που θα (συμφωνηθούν να) γίνουν σε επόμενα έτη.
Θα ανέμενα ότι τα ανωτέρω μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτά ακόμη και από όσους δεν γνωρίζουν καθόλου από προϋπολογισμούς.
Όσον αφορά την (ισχυριζόμενη) μη τεχνική ετοιμότητα των Υπηρεσιών να εφαρμόσουν τέτοια απόφαση, επαναλαμβάνω ότι θα αρκούσε να ληφθεί η απόφαση για την άμεση ένταξη. Η εργασία των Υπηρεσιών (για τους υπολογισμούς των επιστροφών, όπως και οι ίδιες οι επιστροφές) θα ακολουθούσε σε εύθετο χρόνο. Αλήθεια, όμως, δεν θα έπρεπε να ήταν οι Υπηρεσίες τεχνικά έτοιμες να εφαρμόσουν μια τέτοια απόφαση; Aν, «παρ’ ελπίδα» βρεθούμε προ της ανάγκης εφαρμογής της, πώς θα αντιδράσουμε;
Αν, πάντως, είχαμε «καλούς συμμάχους» στη Βουλή, δεν θα τρέχαμε κάθε καλοκαίρι να σώσουμε τα αυτονόητα, και δεν θα χρειαζόταν να πασχίσουμε για να «πείσουμε» με τα επιχειρήματά μας και να «ενημερώσουμε» καλύτερα. Οι καλοί μας «σύμμαχοι» θα ήταν πεπεισμένοι και ενημερωμένοι. (Παρεμπιπτόντως, κατανοούμε άραγε όλοι ότι οι σύμμαχοι του Πανεπιστημίου δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τους προσωπικούς μας «συμμάχους»;) Να φανταστείτε, όμως, ότι τις επιθέσεις τις δεχόμαστε από τους «συμμάχους» μας. Με τέτοιους φίλους τι να τους κάνουμε τους εχθρούς!
- «Δεν συμμερίζομαι τις αναλύσεις που θέλουν μια ολόκληρη Βουλή και ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα να μας αντιμάχεται μετά μανίας. Είναι κοντόφθαλμη ανάλυση και θα μας οδηγήσει σε δυσκολότερους δρόμους». Αυτή είναι η μια άποψη, που καθρεφτίζεται, κατά την κρίση μου, ως «πεφωτισμένη» ρήση. Η άλλη λέει ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τη σοβαρότητα του κινδύνου. Με άλλα λόγια, είμαστε βαθειά νυχτωμένοι.
- «Ας υποθέσουμε και πάλι ότι «ξεγελούσαμε τη Βουλή», όπως ήταν η χθεσινή πρόταση στο Συμβούλιο του Πανεπιστημίου (που ευτυχώς έλαβε μόνο μια ψήφο)». Επαναλαμβάνω ότι η πρότασή μου στο Συμβούλιο του Πανεπιστημίου δεν πρότεινε αυτό, δηλαδή να «ξεγελάσουμε τη Βουλή», και η παρούσα διευκρίνιση του Πρύτανη αποτελεί παραποίηση της θέσης μου. Η πρότασή μου είναι διαθέσιμη σε όποιον αναγνώστη επιθυμεί, ώστε να κρίνει μόνος του.
Όσο για την ατυχή διατύπωση ότι «ευτυχώς έλαβε μόνο μια ψήφο»: Εξέφραζα πάντοτε τη συμπάθειά μου προς όσους παρασύρονται αφελώς σε τέτοιου είδους υποτιμητικές και χλευαστικές διατυπώσεις, που δεν δείχνουν παρά τη θρασύτητα με την οποίαν επιχειρείται ενίοτε η γελοιοποίηση των διαφωνούντων. Σημαντικότερο, εν πάση περιπτώσει, είναι να δούμε ποιες ήταν οι άλλες (όλες εναντίον) ψήφοι. Γιατί μόνο τότε μπορούμε να ερμηνεύσουμε σωστά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.
Λοιπόν, οι τέσσερεις από αυτές προέρχονται από τα εξωτερικά (διορισμένα από τη Σύγκλητο ή το Υπουργικό Συμβούλιο) Μέλη του Συμβουλίου. Οφείλω να διευκρινίσω, προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, ότι αποδίδω στο μέγιστο βαθμό την οφειλόμενη εκτίμηση και ευγνωμοσύνη στα εξωτερικά Μέλη του Συμβουλίου για όσα προσφέρουν στο Πανεπιστήμιο. Πλην όμως αδυνατώ να αναγνωρίσω ότι θα μπορούσαν, όντας εξωτερικά Μέλη, να είχαν βιώσει πραγματικά, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο εμπλοκής τους στα του Πανεπιστημίου, τη θεμελιώδη σημασία της διατήρησης του θεσμού των ακαδημαϊκών ανελίξεων, που είναι, ουσιαστικά, η πορεία προς τα εμπρός του Πανεπιστημίου. Ούτε και θα μπορούσαν (στο ίδιο στάδιο) να είχαν βιώσει τη σημασία διασφάλισης της άμεσης ένταξης των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο.
Είναι και κάτι άλλο που αδυνατώ να αποσιωπήσω, το οποίο (θέλω να τονίσω) δεν αποτελεί κριτική και αφορά τα εκάστοτε εξωτερικά Μέλη του Συμβουλίου που διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και προέρχονται ενδεχομένως από τον ίδιο πολιτικό χώρο. Δυνάμει και ελέω της τροποποίησης του Νόμου του Πανεπιστημίου τον Οκτώβριο του 2013, τα Μέλη αυτά διορίζονται «κατά την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου, που περιλαμβάνει τη γενική διεύθυνση και τον έλεγχο της διακυβερνήσεως της Δημοκρατίας, τη διεύθυνση της γενικής πολιτικής, το συντονισμό και την εποπτεία πασών των δημοσίων υπηρεσιών». Επομένως, είναι αντιληπτό ότι τέτοια Μέλη προορίζονται να μεταλαμπαδεύσουν στο Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου τη γενική διεύθυνση, έλεγχο και πολιτική της εκτελεστικής εξουσίας. Με άλλα λόγια υποστηρίζουν την (εκάστοτε) κυβερνητική πολιτική, και δεν αποτελούν παρά το «μακρύ χέρι» της εκτελεστικής εξουσίας στο Πανεπιστήμιο. Επομένως, η ψήφος των Μελών αυτών δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως η έκφραση της κυβερνητικής πολιτικής. Δεν είχα ποτέ, πρέπει να πω, καμιά ψευδαίσθηση ως προς την απήχηση της πρότασής μου στα κυβερνητικά στρώματα όταν ιδίως τυγχάνει αυτή να στρέφεται ουσιαστικά εναντίον του Νομοσχεδίου που κατέθεσε το κυβερνών κόμμα (πάντοτε, βέβαια, υπό την υπόθεση εύλογης σύμπνοιας μεταξύ κυβέρνησης και κυβερνώντος κόμματος). Εφόσον, λοιπόν, τα τεκταινόμενα διασυνδέονται με την κυβερνητική πολιτική, κρίνω ως απόλυτα δικαιολογημένη (και αναμενόμενη) την καταψήφιση της πρότασής μου από τα Μέλη που διορίστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Δύο άλλες ψήφοι προέρχονταν από τους (αιρετούς, κατά περίπτωση) εκπροσώπους του Ακαδημαϊκού Προσωπικού, τους οποίους, επίσης, εκτιμώ ως οφείλω. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τον ακριβή τρόπο εκπροσώπησης που υιοθετούν ή έχουν συμφωνήσει με τους εκπροσωπούμενους να υιοθετούν. Γνωρίζω, όμως, την ακριβή σημασιολογία της εκπροσώπησης, όπως και τη θέση των εκπροσωπουμένων Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων που επηρεάζονται (και είναι πολλοί τον αριθμό) επί του ζητήματος. Εικάζω, επομένως, ότι αν η εκπροσώπηση όφειλε να μεταφέρει τη θέση των εκπροσωπουμένων, τότε η ψήφος των εκπροσώπων θα ήταν προφανώς διαφορετική.
Εν πάση περιπτώσει, δεν θα ήταν άραγε περισσότερο διδακτικό το αποτέλεσμα ψηφοφορίας επί της πρότασής μου σε μια Γενική Συνέλευση του Ακαδημαϊκού Προσωπικού; (Γνωρίζω, ασφαλώς, ότι η Γενική Συνέλευση δεν αποφασίζει για τίποτα και δεν δεσμεύει κανένα. Ωστόσο, για ηθικούς λόγους, η ετυμηγορία της θα όφειλε να είναι σεβαστή.) Στο τέλος της ημέρας είναι το Ακαδημαϊκό Προσωπικό στο σύνολό του που επηρεάζεται άμεσα με την ερήμην του κατάργηση των ακαδημαϊκών ανελίξεων και τη στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Ισχυρίζομαι ότι η πρότασή μου θα ελάμβανε την πλειοψηφία των ψήφων του Ακαδημαϊκού Προσωπικού.
- Όσον αφορά τα ακόλουθα ζητήματα που απαριθμούνται στις διευκρινίσεις του Πρύτανη: «νέο σχέδιο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης», «αποπαγοποίηση των ανελίξεων και των νέων θέσεων», «ευρύτερα θέματα προϋπολογισμού», «αλλαγές στη νομοθεσία (σήμερα υπάρχουν δεκάδες θέματα που εκκρεμούν)», «σημαντικά θέματα των Διοικητικών Υπηρεσιών» και «τα επείγοντα θέμα της κτιριακής μας ανάπτυξης»: Πώς εκκρεμούνόλα αυτάτα ζητήματα τη στιγμή που έχουμε τόσους «συμμάχους» στη Βουλή; Συμφωνώ ότι όλα αυτά τα ζητήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά, οπότε η παραμονή τους σε εκκρεμότητα εγκυμονεί κινδύνους. Συγκεκριμένα, η εκκρεμότητα θα επέτρεπε στους «συμμάχους» μας να διαπραγματευτούν μαζί μας το «συμψηφισμό» τους (όλων ή κάποιων από αυτά) με το συνταξιοδοτικό των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων. Σε μια τέτοια διαπραγμάτευση θα είμαστε στη δεινή θέση. Τι θα κάνουμε αν, για παράδειγμα, μας θέσουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ του συνταξιοδοτικού των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων και της εγγύησης του κράτους για να πάρουμε το δάνειο για την κτιριακή ανάπτυξη; Για να αποφύγουμε τέτοια διλήμματα, για τα οποία οι ψίθυροι δεν είναι αμελητέοι, πρέπει, ακριβώς, να διευθετήσουμε πάραυτα και οριστικά το συνταξιοδοτικό των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων. Με το σωστό τρόπο, και με εκείνους τους χειρισμούς που θα θέσουν το καλώς νοούμενο συμφέρον του Πανεπιστημίου υπεράνω των προσωπικών, ιδεολογικών, πολιτικών ή κομματικών προτιμήσεων των αξιωματούχων του.
- «Τέθηκε, επίσης, το θέμα της απεργίας ως μοχλός πίεσης απέναντι στην Πολιτεία. Πρώτα, όμως, πρέπει να εξαντλήσουμε όλη την πρόθεση για διάλογο. Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να πείσουμε τους συνομιλητές μας. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου δεν έκλεισε ποτέ ούτε μια ώρα από την ημέρα της ίδρυσής του. Δεν θα κλείσει ούτε τώρα». Καταρχάς η απεργία είναι συνταγματικό δικαίωμα των Συντεχνιών, και κανείς εργοδότης, ούτε και ο πλέον αυταρχικός «CEO», δεν θα είχε ποτέ δικαίωμα να τους το αφαιρέσει. Επομένως, απορρίπτω ως αυθαίρετη, χλευαστική και υπεροπτική, κατά την κρίση μου, τη διαβεβαίωση του Πρύτανη ότι το Πανεπιστήμιο Κύπρου «δεν θα κλείσει ούτε τώρα», η οποία και βρίθει (ανεξήγητα ομολογώ) μιας υπερεκχειλίζουσας βεβαιότητας. Με ποιο δικαίωμα ή εξουσία προκαταλαμβάνονται και μπαίνουν στο «γύψο» οι αποφάσεις των επαγγελματικών συντεχνιών, και ιδίως των ακαδημαϊκών, και των φοιτητικών οργανώσεων; Πώς, εν πάση περιπτώσει, προεξοφλούμε την αντίδρασή μας σε περίπτωση αποτυχίας; Είναι δίκαιο να «κάψουμε» προκαταβολικά και το τελευταίο χαρτί που έχουμε; Δεν θα έπρεπε να ρωτήσουμε πρώτα τους Επίκουρους Καθηγητές και τους Λέκτορες με ποια διάθεση θα μπορέσουν να μπουν στις τάξεις, τα εργαστήρια και τις βιβλιοθήκες τους να διδάξουν όταν κονιορτοποιηθούν οι ανελίξεις τους και «ναυαγήσει» το συνταξιοδοτικό τους;
- «Για ένα πανεπιστήμιο η απρόσκοπτη λειτουργία του αποτελεί τίτλο τιμής. Ως ακαδημαϊκός δάσκαλος δεν πρόκειται ποτέ να δεχτώ να θυματοποιηθούν οι φοιτητές μας.» Οι φοιτητές μας δεν θα θυματοποιηθούν παρά μόνο αν καταστραφεί το πανεπιστήμιό τους. Ας μη ξεχνάμε ότι οι φοιτητές μας στους αγώνες είναι πάντα μπροστά, και θα είναι και τώρα. (Εξάλλου ήταν μπροστά και πρόσφατα όταν οι «σύμμαχοί» μας στη Βουλή κατέθεσαν πρόταση ενοποίησης των Πολυτεχνικών Σχολών.) Όσο για τους τίτλους τιμής, υπάρχουν πολλοί για ένα πανεπιστήμιο. Ένα εξίσου σημαντικό τίτλο τιμής αποτελεί η διασφάλιση ενός συστήματος ακαδημαϊκών ανελίξεων για τους Επίκουρους Καθηγητές και Λέκτορες, σαν το σύστημα “tenure-track” που έχουμε, όπως και η διασφάλιση των νομίμων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους. Ποιον κώδικα (ποιας) τιμής θα τιμήσει το Πανεπιστήμιο Κύπρου όταν θυσιάσει το καθεστώς των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων στο όνομα της «απρόσκοπτης λειτουργίας»;
- «Ο διαχωρισμός μονίμων και μη μονίμων δεν έχει θέση στα σύγχρονα πανεπιστήμια». Συμφωνώ απόλυτα. Μόνο που δεν υπάρχουν πλέον «μόνιμοι» και «μη μόνιμοι» στο Πανεπιστήμιο Κύπρου! Η διάκριση μεταξύ «μονίμων» και «μη μονίμων» θέσεων καταργήθηκε με την τροποποίηση του Νόμου το 2001. Δεν θα υπάρχουν παρά μόνο αν εμείς παραδεχόμαστε λόγω και έργω τη διάκριση. Συνεπώς η παρούσα διευκρίνιση εναντίον του διαχωρισμού συνιστά αντίφαση προς την προηγούμενη διευκρίνιση (δείτε σημείο 3) υπέρ του διαχωρισμού σε ότι αφορά την ένταξή τους στο συνταξιοδοτικό σχέδιο.
- «Δεν αφορά μόνο τη σύνταξη των 126 συναδέλφων (αυτή δεν μπορεί να χαθεί σε κάθε περίπτωση γιατί έχουμε το νόμο που μας καλύπτει), αφορά, όμως, την ποιότητα του πανεπιστημίου που θέλουμε να φτιάξουμε. Αυτή η ποιότητα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την ποιότητα των νέων στελεχών του Πανεπιστημίου, και, κυρίως, εκείνων που θα έρθουν στο μέλλον». Είναι, επίσης, συνδεδεμένη η ποιότητα με την ευημερία του προσωπικού του, και αυτό, κατά την κρίση μου, φαίνεται να μας διαφεύγει αυτή τη στιγμή. Πέραν από τα νέα στελέχη που θα έρθουν στο μέλλον, υπάρχουν και τα στελέχη που φεύγουν. Μήπως η αποχώρησή τους έχει να κάνει με την ευημερία τους, με την καταπάτηση της ανέλιξής τους, με την αποστέρηση των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων; Αν ναι, τότε ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε: Να διευθετήσουμε πάραυτα το συνταξιοδοτικό των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων αποφασίζοντας την ένταξή τους στο συνταξιοδοτικό σχέδιο. Να λάβουμε τα μέτρα μας πριν μας προλάβουν τα γεγονότα.
- «Το σύστημα ανέλιξης δεν πρέπει να αλλάξει, αλλά να εκσυγχρονιστεί εκεί όπου διαπιστώνεται πρόβλημα. Όλα αυτά, όμως, θέλουν χρόνο να συζητηθούν και ο διάλογος πρέπει να ξεκινήσει στα Τμήματα και τις Σχολές». Δεν θεωρώ ότι τίθεται ζήτημα εκσυγχρονισμού του συστήματος ανελίξεων, και διερωτώμαι γιατί και πώς το ζήτημα αυτό τυγχάνει ενοχλητικού αναμασήματος από ορισμένους χωρίς να έχει προκύψει από την πρόταση Νόμου των «συμμάχων» μας (ή τους). Μήπως η επανάληψη δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τον αποπροσανατολισμό από την ουσία του ζητήματος, που είναι η κατάργηση του συστήματος ανέλιξης, και την αναγωγή του σε άλλα, ελάσσονος σημασίας ή παντελώς ανύπαρκτα, ζητήματα;
Όσον αφορά τη διαβεβαίωση ότι «η σύνταξη των 126 συναδέλφων δεν μπορεί να χαθεί γιατί έχουμε το νόμο που μας καλύπτει»: Αυτή είναι, κατά την κρίση μου, διάτρητη αφού αυτό ακριβώς που επιχειρούν οι «σύμμαχοί» μας είναι η κατάργηση του νόμου που μας καλύπτει! Επιχειρούν, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, την κατάργησή του μέσω της τροποποίησής του ώστε οι Επίκουροι Καθηγητές και Λέκτορες να γίνουν συμβασιούχοι και να «χάσουν» έτσι τα συντάξιμα δικαιώματά που συνεπάγεται η συντάξιμη θέση που κατέχουν.
Ένα από τα «επιχειρήματα» της κοινοβουλευτικής ομάδας που προωθεί το επίμαχο νομοσχέδιο είναι ότι αυτό δεν θα έχει αναδρομική ισχύ. Ωστόσο, όπως θα καταδείξω, το κατά πόσο ή όχι αυτό θα έχει αναδρομική ισχύ είναι άνευ σημασίας. Πράγματι, η μεν πρόνοιά του νομοσχεδίου που καταργεί εφεξήςτις ανελίξεις (και μετατρέπει τους Επίκουρους Καθηγητές και Λέκτορες σε συμβασιούχους) δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ διότι οι ανελίξεις που έλαβαν ήδη χώρα αποτελούν διοικητικές πράξεις που ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν, δυνάμει των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, να ανακληθούν (παρά μόνο αν αποδεικνυόταν δόλος, που δεν υπήρξε). Όσον δε αφορά την πρόνοια του νομοσχεδίου που αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των Επικούρων Καθηγητών και Λεκτόρων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου: Όσοι από αυτούς προσλήφθηκαν μετά την 1.10.2011 θα έχουν συντάξιμα δικαιώματα που ρυθμίζονται βάσει του νέου Νόμου περί Συντάξεων, ο οποίος δεν προνοεί για την ένταξή τους σε συνταξιοδοτικό σχέδιο (αλλά για τη δημιουργία Ταμείου Συντάξεων). Άρα το νέο Νομοσχέδιο δεν έχει τι να αφαιρέσει! Όσοι δε από αυτούς προσλήφθηκαν πριν την 1.10.2011 δεν θα έχουν ούτως ή άλλως τη δυνατότητα ανέλιξης (στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή) βάσει της πρώτης πρόνοιας του νομοσχεδίου, και επομένως δεν θα μπορέσουν να ενταχθούν στο συνταξιοδοτικό σχέδιο. Μήπως, λέω, «στριμώχτηκαν» μαζί στις πρόνοιες του νομοσχεδίου τα δύο αυτά ζητήματα, συνταξιοδοτικό και ανελίξεις, ώστε να «σώσουμε» τις συντάξεις, για να φανούμε «ήρωες» (και όχι «γραφειοκράτες» ή «κομισάριοι»), και να παραδώσουμε τις ανελίξεις;
- «Θέλω να διευκρινίσω ακόμη μια φορά. ΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ με την πολιτική ηγεσία τις διεξάγει ο Πρύτανης σε συνεργασία με το Πρυτανικό Συμβούλιο, αλλά και τη Σύγκλητο, σε ότι αφορά ακαδημαϊκά θέματα, και με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου για τα υπόλοιπα. Τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης και τις συνδικαλιστικές παραινέσεις τις παρακολουθώ, τις λαμβάνω υπόψιν, αλλά δεν καθοδηγούν την πορεία μου.» Εκφράζω εξ αρχής την έντονη προσωπική διαφωνία μου προς οποιαδήποτε διαδικασία διαπραγμάτευσης που αποκλείει εκ προοιμίου και περιθωριοποιεί τους άμεσα επηρεαζόμενους και θιγόμενους. Στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα, πάντοτε, με τις ανωτέρω διευκρινίσεις, οι Επίκουροι Καθηγητές και οι Λέκτορες, των οποίων διακυβεύονται τόσο τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα όσο και το δικαίωμα αξιολόγησης σε μια διαδικασία ανέλιξης, και οι οποίοι (συνήθως) δεν συμμετέχουν στη Σύγκλητο, υποβιβάζονται σε «κομπάρσους» που έχουν ως μοναδικό βήμα έκφρασης και προώθησης των θέσεών τους τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης και τα συνδικαλιστικά όργανα. Και τότε, φυσικά, η άποψή τους θα ληφθεί μεν υπόψιν, αλλά ουδέν εγγυημένο πέραν τούτου. Οι Επίκουροι Καθηγητές και Λέκτορες που δεν συμμετέχουν σε δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης και δεν συμμετέχουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις (όπως οι Συντεχνίες) δεν έχουν κανένα βήμα για να αρθρώσουν λόγο. Πόσο ορθό είναι να μην έχουν καν την ευκαιρία να εκφράσουν τη θέση τους, και να μη συμμετέχουν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης με την πολιτική ηγεσία οι Επίκουροι Καθηγητές και Λέκτορες; Πόσο ηθικό είναι να λάμπουν διά της άνωθεν επιβεβλημένης απουσίας τους οι ίδιοι οι επηρεαζόμενοι, των οποίων πλήττεται τόσο η ακαδημαϊκή και επαγγελματική σταδιοδρομία όσο και η κοινωνική ευημερία και πρόνοια;
Παρεμπιπτόντως, επιθυμώ να διευκρινίσω, ώστε να απαντήσω πολλά ερωτήματα που δέχτηκα, ότι ούτε ως Αντιπρύτανης (και μάλιστα ως ο Αντιπρύτανης Διοίκησης, αρμόδιος για τα θέματα που αφορούν διοικητικές ρυθμίσεις), ούτε ως μέλος του Πρυτανικού Συμβουλίου, ούτε ως μέλος της Συγκλήτου, ούτε και ως το διά του Νόμου όργανο του Πανεπιστημίου κλήθηκα από τον Πρύτανη σε οποιαδήποτε «συνεργασία» όταν διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με την πολιτική ηγεσία στις οποίες αναφέρεται, για τις οποίες ουδέν γνωρίζω. (Αυτό είναι, βεβαίως, το θέμα μιας άλλης συζήτησης.) Μήπως το συνταξιοδοτικό και το ζήτημα των ανελίξεων δεν θεωρήθηκαν ακαδημαϊκά θέματα;
Καταληκτικά, οφείλω να διευκρινίσω ότι η Πρόσκληση προς τον Πρύτανη για τη Συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας, όπου θα συζητείτο το επίμαχο νομοσχέδιο, που ορίστηκε για την Τρίτη 7.7.2014, είχε παραληφθεί (εξ όσων διαπιστώνεται) την Παρασκευή 3.7.2014. Μέχρι τη Συνεδρία υπήρχε επαρκής, κατά την κρίση μου, χρόνος τόσο για εκτενείς διαβουλεύσεις με τους Επίκουρους Καθηγητές και τους Λέκτορες, όσο και για την πολυδιαφημισμένη συνεργασία εντός του πλαισίου του Πρυτανικού Συμβουλίου και της Συγκλήτου. Δεν θα έπρεπε, άραγε, η Γενική Συνέλευση του Ακαδημαϊκού Προσωπικού, που συγκλήθηκε, κατόπιν εορτής, για την Τετάρτη 8.7.2014, να είχε γίνει την Δευτέρα 6.7.2014 ώστε ο Πρύτανης να ενεργούσε μετά από διαβούλευση με τους επηρεαζόμενους; Καμία, όμως, διαβούλευση δεν έγινε (εξ όσων γνωρίζω), ούτε και συνεργασία (εξ όσων μπορώ να μαρτυρήσω).
Σε δημόσιο πανεπιστήμιο που εδρεύει σε άλλη πόλη η Πρόσκληση κοινοποιήθηκε αμέσως με τη λήψη της στη Συντεχνία του Ακαδημαϊκού Προσωπικού. Στην περίπτωση του Πανεπιστημίου Κύπρου, αυτό δεν έγινε. Με ποια τοπικά κριτήρια ή ακαδημαϊκές αρχές θα μπορούσαν, άραγε, οι εκάστοτε Πρυτανικές Αρχές να εμποδίσουν την εμπλοκή των ακαδημαϊκών συνδικαλιστικών οργανώσεων στη διαχείριση των ακαδημαϊκών κρίσεων που προκύπτουν;
Ως θέση αρχής απορρίπτω κατηγορηματικά κάθε διαδικασία διαπραγμάτευσης που θα στηριζόταν αποκλειστικά στην πανσοφία και τη μονοκρατορία ενός και μόνο χαρισματικού αξιωματούχου, όποιος και όσο χαρισματικός και αν ήταν αυτός. Αποδέχομαι δε τη συλλογικότητα ως τη μόνη ορθή βάση των δημοκρατικών διαδικασιών.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Η κριτική διαλεκτική, και μάλιστα η δημόσια, συσπειρώνει, ενώνει, ενδυναμώνει και συγκλίνει (όταν διεξάγεται σωστά) στην ορθή συνισταμένη των θέσεων. Οι ερωταποκρίσεις που διαβάσατε αποτελούν τη δική μου συνεισφορά στην κριτική διαλεκτική που ξεκίνησε με τις απόλυτα σεβαστές διευκρινίσεις του Πρύτανη. Σας τις παραδίδω, παρόλο που αφορούν ένα ζήτημα κάθε άλλο παρά ευχάριστο, για μια ήρεμη θερινή ανάγνωση. Αναμένω να διαβάσω στη συνέχεια τις δικές σας ερωταποκρίσεις, που ελπίζω ότι θα διατυπώσετε με νηφαλιότητα και με υψηλό αίσθημα ευθύνης.
[1]«Πολλοί στοχαστές έχουν μεταχειριστεί για την ανάπτυξη φιλοσοφικών θεμάτων τη διαλογική μορφή. Προτάσεις κι’ επιχειρήματα, θέσεις κι’ αντιθέσεις ερωτήσεων και απαντήσεις, βεβαιώσεις κι’ αντιρρήσεις, μοιράζονται σε διάφορα πρόσωπα. Αλλά αυτά, που υποτίθεται πως συζητούν ένα φιλοσοφικό θέμα – μ’ οποιαδήποτε ονόματα κι’ αν τα βαφτίζουν οι συγγραφείς των διαλόγων – δεν είναι ζωντανά. Είναι απλά και άδεια σχήματα. Ότι λένε δεν βγαίνει διόλου από τη ζωή τους, την ύπαρξή τους, το χαρακτήρα τους, την ιστορία τους. Δεν είναι το ίδιο με τον Πλάτωνα. Οι διάλογοί του είναι καθαρά έργα τέχνης, συνθέσεις δραματικές σ’ όλη την ακρίβεια και τη σημασία του όρου. […] Οι άνθρωποι που βάζει αντιμέτωπους είναι αληθινά, ζωντανά πλάσματα. Και είναι αυτοί ακριβώς που ονομάζει. Κι’ αν η συνομιλία τους δεν είναι πραγματική, θα μπορούσε όμως να είναι. Κι’ αν αυτοί οι άνθρωποι δεν μίλησαν έτσι, θα μπορούσαν, όμως, να μιλήσουν. […] Οι γνώμες τους, οι θεωρίες τους, βγαίνουν από τη ζωή τους, το χαρακτήρα τους, την ύπαρξή τους ολάκερη.» Σπύρος Μελάς, «Πλάτων ο Δραματικός», Ελληνική Δημιουργία, 56, σ. 813-815, 1950.
Γράφει: Μάριος Μαυρονικόλας