Home Μάριος Επαμεινώνδας Γιατί μας αρέσουν οι Monsieur Doumani. Του Μάριου Επαμεινώνδα

Γιατί μας αρέσουν οι Monsieur Doumani. Του Μάριου Επαμεινώνδα

monsieurdoumani

Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε «επειδή έτσι θέλει το καττί», αναδιατυπώνοντας το από αρχαιοτάτων χρόνων διατυπωθέν αξίωμα “De gustibus non est disputandum”.


Εντούτοις, τα αρθρίδια στα πλείστα σοβαρά διαδικτυακά sites πρέπει έχουν μέγεθος γύρω στις 500 λέξεις, οπότε θα επιχειρήσουμε μια ιστορικοσυγκριτική προσέγγιση του θέματος.

Προφανώς, κάπου, κάποτε, αυτό που ονομάζουμε σήμερα παραδοσιακή κυπριακή μουσική (ΠαΚυΜου) δεν γινόταν αντιληπτή ως παραδοσιακή αλλά ως «κανονική». Παραδοσιακή μουσική ως έννοια και πράξη υπάρχει όταν αντιπαραβάλλεται με κάτι άλλο, που θεωρείται σύγχρονο, αποδεκτό, «κανονικό». (Αυτή η μικροθεωρία βασίζεται σε προσωπικά μου βιώματα και δε δεσμεύει την επιστημονική κοινότητα).

Πάντως, αναπολώντας τα παιδικά και πρωτοεφηβικά μου χρόνια, θυμάμαι να αντιλαμβάνομαι την ΠαΚυΜου ως τη μουσικοποιήση (όπως προσωποποίηση) μιας πραγματικότητας από την οποία ένιωθα μια ενοχική αποστασιοποίηση: ήταν χωρκατική ενώ εγώ ζούσα και διέπρεπα στην πόλη, ήταν για τα παναύρκα ενώ εγώ μοίραζα την κοινωνική μου ζωή ανάμεσα σε σφαιριστήριο και δισκοθήκη και χορευόταν στυλιζαρισμένα με ενδυμασία σχεδόν καρναβαλίστική, ενώ εγώ έλιωνα τα converse με moonwalk και τα τζηνς με breakdance. 

Ενώ προχωρούσα στην πρώτη μου νεότητα, η ΠαΚυΜου άρχισε να γίνεται ένα πιο «σοβαρό» είδος. Με μελοδραματικό ύφος έφερνε στο νου παλιές καλές (μάλλον ανύπαρκτες) εποχές, θρηνούσε για την κατεχόμενη γη μας και αφηγούταν αλλοπρόσαλλες ιστορίες που ήταν ενδεχομένως αλληγορίες για τις τραγωδίες της φυλής μας. Θεωρώ τη σκηνή όπου περιγράφεται το τι διαμείφθηκε μεταξύ φιδιών και μικρού αδελφού εντός του πηγαδιού στο «Τέσσερα τζιαι τέσσερα», ως μια εμβληματική έκφανση αυτής της περιόδου της ΠαΚυΜου. (Η οποία προβλέπω ότι στο απώτερο μέλλον θα είναι εφικτό να ακουστεί μόνο μετά από γονική συναίνεση).

Τέλος, η ΠαΚυΜου ήταν συνδεδεμένη με τα αρχικά στάδια της καριέρας μερικών νέων, πολλά υποσχόμενων κύπριων καλλιτεχνών. Τούτοι οι καλλιτέχνες έπαιρναν το βάπτισμα του πυρός μέσα από συμμετοχή τους σε κάποιο διαγωνισμό κυπριακού τραγουδιού ή με την έκδοση δίσκου/κασέττας που ήταν αντροπή να μην την αγοράσεις αφού ήταν μουσική του τόπου σου. Ακολούθως συνέχισαν την καριέρα τους στας Αθήνας όπου υπάρχουν μεγάλες πίστες και ιταλικές πίτσες. Όσοι απ’ αυτούς κατάφερναν να διαπρέψουν, τραγουδούσαν πού και πού, ως καταξιωμένοι καλλιτέχνες πλέον, κανένα τραγούδι ΠαΚυΜου, το οποίο υπενθύμιζε στους θαμώνες των αθηναϊκών μαγαζιών την ύπαρξη της μαρτυρικής μεγαλονήσου και την υπερβολική χρήση του «ν».

Έτσι περνούσαν τα χρόνια και η ΠαΚυΜου κατάντησε να φαντάζει κάτι σχεδόν αρνητικό -παρόλο που δεν μπορούσαμε να το ομολογήσουμε. Έλα όμως που η ιστορία κοιλοπονά και γεννά την άρνηση της άρνησης…(Εδώ αλλάζει η μουσική υπόκρουση υπονοώντας ότι φτάνουμε στην κορύφωση του κειμένου). Σαν έτοιμοι από καιρό, σα θαρραλέοι, κάνουν την εμφάνισή τους οι Monsieur Doumani και μας αναγκάζουν να αποχαιρετίσουμε την ΠαΚυΜου όπως τη ξέραμε. Καταφέρνουν να (ξανα)κάνουν την ΠαΚυΜου επίκαιρη, μόνο που αυτό που γράφουν και παίζουν δεν είναι πλέον ΠαΚυΜου: Με ρυθμούς, στίχους και παρουσίαση από τη ζωή μας, για τη ζωή μας∙ χωρίς τις ενοχές και τις υποχρεώσεις που δημιουργούσαν μέχρι πρότινος αρκετά «παπούτσια από τον τόπο μας» ∙ με βάση την Κύπρο και ορίζοντα όλο τον κόσμο χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς και με διακριτικά Πα και Κυ που υποβάλουν, χωρίς να υπερτονίζουν μια τοπικότητα, είναι απλά η Μουσική μας.

Γράφει: Μάριος Επαμεινώνδας