Ήταν μια καυτή νύκτα του Αυγούστου. Έβγαινα από την τουαλέτα γνωστού μεζεδοπωλείου της Λάρνακας. Το ανήσυχο μάτι μου έπεσε πάνω στη μισάνοικτη πόρτα της κουζίνας.
Το βλέμμα μου στράφηκε στο εσωτερικό και πλανήθηκε για λίγο στο χώρο…Στο μελαχρινό νεαρό που έπλενε τα πιάτα, στη χοντρή κυρία που ανακάτευε κάτι σε μια κατσαρόλα, στο μεσήλικα με τον άσπρο σκούφο που έπαιρνε μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του πριν το πετάξει διακριτικά από το παράθυρο. Όλα ήταν ήσυχα, αρμονικά… Αμούστακο παιδί ακόμα, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σε λίγο δευτερόλεπτα θα γινόμουν μάρτυρας σε ένα περιστατικό που θα χαραζόταν ανεξίτηλα στο εύπλαστο σαν ζυμάρι τότε μυαλό μου.
Ξαφνικά, ο μεσήλικας κύριος κατευθύνεται προς το ψυγείο, βγάζει από μέσα μια τεράστια, πλαστική, πολύχρωμη σακούλα την ανοίγει και αφήνει να πέσουν από το στόμιό της στο τηγάνι αμέτρητα, μικρά, παγωμένα πατατοειδή. Το χαμόγελο πέτρωσε στα χείλη μου! Κάτι έσπασε μέσα μου. Μπροστά στα παιδικά μου μάτια εκτυλισσόταν ένα δράμα που έμελλε να βάλει τέλος στην πατατική μου αθωότητα… Το περιστατικό αυτό, που συνδέθηκε στη συνείδηση μου με την έναρξη μιας ανηλεούς επέλασης των πατατοειδών στους δημόσιους χώρους εστίασης σηματοδοτούσε, όχι μόνο για μένα αλλά και για μια ολόκληρη γενιά, το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας νέας. Εμείς, που γαλουχηθήκαμε με το ιδανικό του σεβασμού της κυπριακής πατάτας, εμείς που στο σχολείο μαθαίναμε πως υπάρχουν μέρη στο κόσμο στα οποία δεν ξέρουν την Κύπρο, αλλά ξέρουν την κυπριακή πατάτα, εμείς που ακούσαμε από τα χείλη των ξενιτεμένων συγγενών μας πως κάθε φορά που άλλοι μετανάστες τους προκαλούσαν ερωτώντας τους τι προσέφερε η ιδιαίτερή τους πατρίδα στο σύγχρονο κόσμο έβρισκαν πάντα αποκούμπι στην πατάτα, δεχτήκαμε ένα επώδυνο πλήγμα.
Πολλοί από μας θυμόμαστε ακόμα με νοσταλγία τις εποχές όταν το καλαμαράκι, η μπριζόλα, το ψάρι, τα σουβλάκια συνοδεύονταν από πατάτα που καθαρίστηκε πρόσφατα από ανθρώπινο χέρι, κόπηκε σε ανόμοια κομμάτια και τηγανίστηκε σε παρθένο φυστικέλαιο. Σταδιακά όμως, η ρότα της ιστορίας μας οδήγησε σε ένα κόσμο όπου αυτό που σερβίρεται είναι ομογενοποιημένα πατατοειδή βγαλμένα από την κατάψυξη…Τα πατατοειδή που μπήκαν από την πίσω πόρτα στην κουζίνα των χώρων εστίασης μας, με τη σιωπή μας, την ανοχή μας –ίσως και την συνενοχή μας- εξελίχτηκαν σε ηγεμονικό συνοδευτικό…Τα καταψυγμένα πατατοειδή έχουν σταδιακά διαβρώσει σχεδόν τα πάντα στη δημόσια γαστρονομική σφαίρα. Έχουν γίνει status quo, βασιλικότερα του βασιλέως, κράτος εν κράτι (έχω πληροφορίες από προοδευτικούς τουρκοκύπριους ότι έγιναν και ψευδοκράτος εν ψευδοκράτι).
Πέρασαν χρόνια από εκείνη την αποφράδα πατατατικά μέρα. Εγώ μεγάλωσα, αφήκα μαλλί, το έκοψα, έπιασα δουλειά, παντρεύτηκα, έκαμα κοπελλούι. Το ενδεχόμενο ότι θα περνούσα το υπόλοιπο της ζωής μου τρώγοντας κατεψυγμένα πατατοειδή, παρόλο που φάνταζε εφιαλτικό, ήταν ρεαλιστικό…Τούτο το καλοκαίρι όμως κάτι άλλαξε! Η επίσκεψη μου σε ανανεωμένο beach μπαρ στον Πρωταρά καθώς και σε πρόσφατα εγκαινιασθείσα σουβλακερί στη Λευκωσία, μου φανέρωσε πως υπάρχει ακόμα ελπίδα! Εκεί, ανακάλυψα πως η φρέσκα τηγανιτή (κυπριακή) πατάτα και η «σύγχρονη» κουζίνα δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες έννοιες. Αναθάρρεψα! «Σε μια εποχή που οι ρυθμοί της ζωής γίνονται όλο και πιο εξαντλητικοί, ο εργαζόμενος αποξενώνεται από το προϊόν που παράγει, η μάστιγα των ναρκωτικών εξαπλώνεται, η μαστίχα στη Χίο κινδυνεύει και η τρόικα μας κτυπά την πόρτα, ο απλός πολίτης δικαιούνται να απαιτήσει αυτό που κάποτε ήταν αυτονόητο: φρεσκοκομμένες τηγανιτές πατάτες τοπικής παραγωγής ως συνοδευτικό στο φαγητό του!» σκέφτηκα. Δεν το κρύβω, όταν η σχεδόν ξεχασμένη γεύση της φρέσκιας τηγανιτής πατάτας χάιδευε τον ουρανίσκο μου, το σενάριο για πλήρη συντριβή του πατατοειδούς άρχισε να γεννιέται στο μυαλό μου!
Βλέποντας πιο ψύχραιμα το όλο ζήτημα, αντιλήφθηκα ότι ο ολοκληρωτικός πόλεμος εναντίον του πατατοειδούς είναι ηθικά επιλήψιμος και πολιτικά αθέμιτος. Μια πιο ώριμη σκέψη με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε παρά να επιτρέψουμε στην πατάτα και το πατατοειδές να τηγανίζονται το ένα πλάι στο άλλο σεβόμενα την διαφορετικότητά τους. Η αναγωγή της πολυπατατότητας σε ιδρυτική και κανονιστική συνθήκη ενός δημοκρατικού γαστρονομικού πολιτισμού θα πρέπει να γίνει κατ’αρχήν αποδεκτή. Ταυτόχρονα, με δεδομένη την αποδοχή του προαναφερθέντος πλαισίου, επιφυλάσσω στο εαυτό μου το δημοκρατικό δικαίωμα να επιδοθώ σ’ ένα τίμιο μα συνάμα αδιάλλακτο αγώνα με απώτερο σκοπό να καταστεί η φρέσκια τηγανιτή (κυπριακή) πατάτα η κυρίαρχη επιλογή πατατοσυνοδευτικού!
Γράφει: Μάριος Επαμεινώνδας