Η επιθυμία μου για κατανάλωση ακριβοπληρωμένου καφέ με αντάλλαγμα την κοινωνική καταξίωση, οδήγησαν τα βήματα μου σε γνωστό καφέ της Μακαρίου.
Τα ίδια –μάλλον- κίνητρα έφεραν και ένα γνώριμο από τα παλιά, τον Γιαννή- στο διπλανό τραπεζάκι. Μετά την αρχική δυσκολία να τον καταλάβω, αφού τον ήξερα αρκετά λεπτότερο, με ξεμάσχαλη φανέλα και φόντο το Nissi Beach, αρχίσαμε τις καθιερωμένες φιλοφρονήσεις. Με ελαφριά συγκίνηση διατρέξαμε τα παλιά και φτάσαμε στα σημερινά…Ο Γιαννής, παντρεμένος τώρα με δυο παιδάκια, διορίστηκε πρόσφατα σε δημόσιο γυμνάσιο. Μερικώς δικαιολογώντας την δεινή θέση στην οποία βρίσκονται αρκετά δημόσια σχολεία, αλλά και με μια διάθεση να δώσει ώθηση στη συζήτηση με μια γενικευμένη διατύπωση που να κολλά παντού, μου εξήγησε πειστικά: «Εχάλασεν η νεολαία, φίλε μου».
Ένα φλασμπακ, με ξαναπήρε στο παρελθόν…Τότε που με δέος έβλεπα τον δύο χρόνια μεγαλύτερό μου Γιαννή –τότε γνωστό και ως Μπλάκκη- να ισορροπεί μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας στην μοτιφαρισμένη μηχανή του. Τα κατορθώματα του φάνταζαν τότε σχεδόν μυθικά. Εγώ ονειρευόμουν να γίνω Γιαννής στη θέση του Γιαννή, όμως τα δύο χρόνια που μας χώριζαν, έμοιαζαν τότε με ένα αβυσσαλέο χρονικό κενό που δεν θα μπορούσα να καλύψω ποτέ , παρόλο που θα ήθελα…
«Τι εννοείς εχάλασε η νεολαία, αδερφέ;», τον ρώτησα με επιτηδευμένη απορία, ίσως γιατί ακόμα πίστευα πως η φράση του ήταν ένα είδος αστεϊσμού. Ο Γιαννής- πρώην Μλάκκης- , δεν αστειευόταν, απεναντίας φαινόταν εκνευρισμένος καθώς απαριθμούσε τα ολισθήματα της νεολαίας: Έλλειψη εκτίμησης προς τους άλλους και ανυπακοή στις οδηγίες των μεγαλυτέρων, αδικαιολόγητες εκφάνσεις βίας, ακατάσχετη ροπή προς τις ηδονές, ελάχιστο ενδιαφέρον για τα ακαδημαϊκά θέματα και τα «κοινά» : ΟΛΟΙ ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ ΟΙ ΤΟΜΕIΣ ΣΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΔΙΕΠΡΕΨΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ –ΤΟΤΕ ΜΠΛΑΚΚΗΣ- ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΤΟΥ ΗΛΙΚΙΑ.
Το αβυσαλλέο κενό εμφανίστηκε και πάλι ανάμεσά μας, μόνο που αυτή τη φόρα δεν είχα καμία διάθεση να το υπερβώ. Ο Γιαννής σε ένα μοναδικό ρεσιτάλ επιλεκτικής αμνησίας, περιγράφει τους νέους-είδωλα-του-εαυτού-του-σε-ένα-άλλο-χρονικό-συγκείμενο, φορτώνει στις πράξεις τους ένα αρνητικό ηθικό πρόσημο, τους συγκρίνει με την ιδανική νεολαία που δεν υπήρξε ποτέ και αποφαίνεται: «Η νεολαία εχάλασε!»
Αφήνω στους εκλεκτούς κοινωνικούς ψυχολόγους να εντοπίσουν και να ερμηνεύσουν τους παράγοντες που μετατρέπουν το Γιαννή-Μπλάκκη σε Γιαννή-δικαστή. Κρατώ όμως τούτη μαγική φράση που περνά από τον παππού στον εγγονό και με τόση συνέπεια και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την επόμενη γενιά: «Η νεολαία εχάλασε». Όλο και περισσότερο πείθομαι πως τούτη η φράση αποτελεί το παρασύνθημα που σηματοδοτεί τη μετάβαση στην ενηλικίωση.
Ο Γιαννής βέβαια δεν είναι παρά ένα νεοφώτιστο μέλος στην παρέα των επιλεκτοαμνησιακών δικαστών της νεολαίας. Το club αυτό περιλαμβάνει στις τάξεις του πολύ εκλεκτότερα στελέχη. Τους σοβαρούς και αξιοσέβαστους πατριάρχες οι οποίοι διαχειρίζονται, κατά το μάλλον ή ήττον την πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου. Αυτούς που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην εποχή, όταν η νεολαία δεν ήταν χαλασμένη, στις δεκαετία 50-60. Τότε που ο καθένας έδειχνε εμπράκτως την εκτίμηση προς τους άλλους, ειδικά προς τους κουμπάρους του: διορίζοντάς τους. Τότε που το κυνήγι της ηδονής ήταν ταμπού, οπότε διεξαγόταν με αξιοπρεπή τρόπο:μυστικά. Τότε που η βία δεν ήταν επιπόλαιη, όπως σήμερα, αλλά είχε σοβαρό σκοπό: προοριζόταν στον εθνικό εχθρό ή τον πολιτικό αντίπαλο και έσταζε αίμα. Τότε που οι νέοι όχι μόνο ήξεραν ιστορία αλλά φρόντιζαν να τη συνεχίσουν δεόντως: διαιωνίζοντας τους φαύλους κύκλους της.
Ιστορικό Ένθετο
Η διαπίστωση ότι η νεολαία έχει χαλάσει χρονολογείται…Ο διαπρεπής Ρωμαίος λυρικός ποιητής Οράτιος (65π.Χ-8π.Χ) στις γνωστές «Ωδές» του, κατακεραυνώνει την νεολαία της εποχής του, διότι δεν έχει ούτε το ηθικό ανάστημα, ούτε τις πολεμικές αρετές των παλαιοτέρων Ρωμαίων. Στην 3η Ωδή (iii 2.13) μπορεί κανείς να βρει τον αξεπέραστο ηθικοπλαστικό στίχο: «Dulce et decorum est pro patria mori»(είναι γλυκό και δοξασμένο να πεθαίνεις για την πατρίδα). Βέβαια, δεν θα δινόταν η ευκαιρία στον ποιητή να παραδώσει στις κατοπινές γενεές στίχους σαν κι αυτό, αν λίγα χρόνια νωρίτερα –στην μάχη των Φιλίππων-δεν πετούσε την ασπίδα του και έφευγε τρέχοντας από το πεδίο της μάχης.
Γράφει: Μάριος Επαμεινώνδας