Η Πύλη Πάφου είναι η πιο «άσημη» από τις τρεις πύλες των Βενετικών τειχών της Λευκωσίας.
Υπολείπεται σε μεγαλοπρέπεια της Πύλης Αμμοχώστου και είναι πολυ πιο «ήσυχη» από την Πύλη Κερύνειας, η οποία δεν έπαψε, τα τελευταια 80 χρονια, να αποτελεί κεντρικό πέρασμα και χώρος μεγάλων συγκεντρώσεων (για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα). Βλεποντάς την κάποιος επιφανειακά μπορεί να τη θεωρήσει ως ένα «απλό άνοιγμα» στα Βενετικά τείχη της Λευκωσίας. Εντούτοις, ανκαι λιτή ως κατασκευή, είναι το κέντρο μιας περιοχής που έχει διαμορφωθεί εν μερει εξαιτίας της, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Λευκωσία. Η «περιοχή της Πύλης Πάφου» διαθέτει μια εξαιρετική ποικιλία μνημείων που καταμαρτυρούν την πολυκύμαντη ιστορία της πόλης και αναδεικνύουν την σύνθετη κληρονομιά που την κοσμεί. Κάποια μάλιστα από τα στοιχεία της είναι μοναδικά σε ολόκληρο το νησί.
Το όνομα
Η πύλη, κατά την περιοδο οικοδόμησης των τειχών από τους Βενετούς, στα τέλη του16ου, έγινε γνωστή ως πύλη του San Domenico, λόγω του ομώνυμου Αβαείου που βρισκόταν κοντά. Το λατινογενές αυτό όνομα ήταν βραχύβιο. Πρίν ακόμα ολοκληρωθει το κτίσιμο των τειχών, το 1570, ο οθωμανικός στρατός κατέκτησε την πόλη, γεγονός που διέκοψε απότομα την παρουσιά των καθολικών στο νησί και οδήγησε στη λησμονιά πολλά από τα ονόματα που είχαν καθιερωθεί επί της κυριαρχίας τους. Η επικράτηση του νέου, de facto, ονόματος της Πύλης έγινε λίγο πολυ με οργανικό τρόπο. Ο δρόμος που άρχιζε ακριβώς έξω από την πύλη οδηγούσε νοτιοδυτικά προς την Πάφο, ως εξ τουτου επικρατήσε η ονομασία Πύλη Πάφου. Σήμερα, η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλυπτει τον παλαίο λιθόστρωτο δρόμο καθώς και τις βάσεις του υδραγωγείου Αραπαχμετ το οποιο μέχρι τις αρχές του 20αι τροφοδοτούσε την πόλη με νερό εισερχόμενο σ’αυτήν από την Πύλη Πάφου.
Η Λατινική Συνοικία
Με την έλευση των Βρετανών στο νησί έγινε και η πρώτη ακριβής καταμέτρηση πληθυσμού. Η ενορία που εκτείνεται από την Πύλη Πάφου προς το εσωτερικό της πόλης είχε ένα ιδιαίτερο πληθυσμιακό χαρακτηριστικό που την έκανε ξεχωριστή σε ολόκληρη την Κύπρο:Ηταν η ενορία με τη μεγαλύτερη πυκνότητα καθολικών Κύπριων. Αδιάψευστος μάρτυρας αυτού του γεγονότος είναι η ύπαρξη του μεγαλύτερου Καθολικού ναού της Λευκωσίας λίγα μερικά μέτρα βορείως της Πύλης. Πρόκειται για το ναό του Τιμίου Σταυρού ο οποίος οικοδομήθηκε μεταξύ 1900- 1902 στη θέση ενός παλαιότερου και μικρότερου καθολικού ναού που ανήκε σε μοναστηριακό σύμπλεγμα.Στο χώρο του πρώην μοναστηριού, «κρυμμένη» ανάμεσα στο ναό και την νεκρη ζώνη, βρίσκεται τώρα η Πρεσβεία του μικρότερου κρατιδίου στον κόσμο, του Βατικανού. Μπροστά στην είσοδο της εκκλησίας κυματίζουν οι σημαίες της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Βατικανού καθώς και η σημαία της Κουστωδίας των Αγίων Τόπων (Сustodia Terrae Sanctae), η οποία εδρεύει στην Ιερουσαλήμ και έχει υπό την αιγίδα της τους καθολικούς της Μεσης Ανατολής, περιλαμβανομένων και των Κυπρίων.
Ο αρμενομαχαλάς
Εφαπτόμενη στη δυτική πλευρά του του ναού του Τιμίου Σταυρού, πίσω από ένα οδόγραγμα με μπετόν αρμέ, εκτείνεται η πάλαι ποτέ μελαπρεπής οδός Βικτωρίας. Η οδός αυτή διασχίζει τις ενορίες Καραμανζατε και Αραπαχμέτ, που συναποτελούν μια συνοικία που ήταν γνωστή ως ο αρμενομαχαλλάς της Λευκωσία. Μέρος της οδού είναι τώρα εντός τη νεκρής ζώνης ενώ η υπόλοιπη βρίσκεται στην περιοχή που ήταν γνωστή μέχρι το 1974 ως τουρκικός τομέας της Λευκωσία και μετά ως κατεχόμενη Λευκωσία.Η κοινότητα των αρμενιών Κυπρίων εκτοπίστηκε απ’εκει κατά τις διακοινοτικές του 1963-64. Αμετακίνητη «αγκυρα» της μνήμης τους είναι το σύμπλεγμα που περιλαμβάνει την αρμένικη Εκκλησία, κατάλειπα παλαιου μοναστηριού και το σχολείο Μελικιάν, το οποιο άνκαι βρίσκεται μόλις μερικά μέτρα από την Πύλη Πάφου φαντάζει πολύ μακρυνό…Το συμπλεγμά που είχε αφεθει στη μοιρα του για δεκαετίες ανακαινιστηκε πρόσφατα με υποστήριξη του Αναπτυξιακού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών και χρηματοδότηση της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένω ο τρόπος που θα τύχει διαχείρησης ο χωρος παραμένει ασαφής, εκκρεμούσης της λύσης του κυπριακού προβλήματος, έγινε κατορθωτό να λειτουργήσει η εκκλησία ξάνα το 2015 μετά από 51 χρόνια σιγής.
Το «μετόχι» των Μαρωνιτών
Ένα ακόμα καμπαναριό δεσπόζει της περιοχής. Είναι αυτό που ανήκει στον Μαρωνίτικο ναό της Παναγίας των Χαρίτων. Ο μεγαλοπρεπής αυτός ναός κτισμένος με βάση τα σχέδια του Χαρίλαου Δίκαιου αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κυπριακού αρχιτεχτονικού μοντερνισμού. Κι εδω σημαίες στην είσοδο, της Κύπρου, της ΕΕ, του Βατικανόυ καθώς και του Λιβάνου για να υπενθυμιζει την περιοχή από την οποία έλκουν την καταγωγή τους οι μαρωνίτες της Κύπρου. Ο ναός και το διπλανό σύμπλεγμα γραφείων οικοδομήθηκε αμέσως μετά την ανεξαρτησία στο χώρο όπου υπήρχε παλαιότερο κτήριο γνωστό ως το «παλιομονάστηρο». Το παλιομονάστηρο ήταν το «μετόχι» των Μαρωνιτών στη Λευκωσία, ο τόπος όπου κατέληγαν συνήθως τα μέλη της κοινότητας όταν έρχονταν στην πρωτεύουσα από τα χωριά τους. Μετά τον εκτοπισμό του 1974, ο χώρος είναι ένας από τους πιο ζωντανούς πυρήνες της ζωής των Μαρωνιτών. Στο καφενείο που φέρει το όνομα του μεγαλύτερου μαρωνίτικου χωριού, του Κορμακίτη, μπορεί να ακουσει κανείς, από τους λίγους πλέον φυσικούς ομιλητές της και την Σάννα.Πρόκειται για μια μοναδική παγκοσμίως, προφορική γλώσσα, την οποία διατηρήσαν οι κάτοικοι του Κορμακίτη για αιώνες.Αναγνωρίστηκε απο την Κύπριακή Δημοκρατία ως μειονοτική γλώσσα το 2008 με την επίσημη ονομασία «Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική».
Το σιωπηλο Μεστζίτ
Το πιο «αόρατο» θρησκευτικό μνημείο της περιόχής βρίσκεται στην συμβολή της οδού Αγίου Μάρωνα και Γρανικού. Πρόκειται για ένα μουσουλμανικό τέμενος χωρίς μιναρέ και μιμπέρ επονομαζόμενο Τοπχανέ Μεστζίτ. Το τέμενος αυτό που έπαψε να λειτουργεί από τις αρχές τις δεκαετίας του 60 μετά την μετακίνηση/εκτοπισμό των τουρκοκυπρίων της περιοχής, ενθυμίζει και το παραδοσιακό όνομα της ενορίας: Τοπχανέ, που σημαίνει αποθήκη πυρομαχικών. Η αποθήκη αυτή δεν ήταν άλλη από την νυν αίθουσα της Καστελλιώτισσας. Το κτήριο αυτό που είναι το παλαιότερο της περιοχής ήταν κομμάτι παλατιού των Λουζινιανών, το οποίο μάλλον κατεδαφίστηκε κάτα την ανέγερση των τειχών. Επι Οθωμανικής περιόδου μετατράπηκε σε αποθήκη πυρομαχικών για να εξυπηρετησει προφανώς τη φρουρά της Πύλης, δίνοντας και το όνομα στην αρκετά πιο αραιοκατοικημένη τότε γειτονιά. Το Η ενορία μετονομάστηκε το Σεπτέμβριο του 1945 μετά απο εισήγηση των ελληνοκύπριων μελών του δημοτικού συμβουλίου της πόλης. Σκοπός τους ήταν τον νέο όνομα να αντικατοπτρίζει την πληθυσμιακή υπεροχή των ελληνοκυπρίων στην περιοχή οπότε επιλέγηκε η ονομασία «Άγιος Ανδρέας». Κάποιες αντιδράσεις των τουρκοκυπρίων δημοτικών συμβούλων δεν ήταν αρκετές για ανατροπή της πρωτοβουλίας καθότι ήταν μειοψηφικές.
Ένθετο
Από αρχαιοτάτων χρόνων τα κομβικά σημεία διέλευσης ήταν και σημεία ελέγχου. Ετσι πάνω από την Πύλη Πάφου δημιουργηθηκε κατά την Οθωμανική περίοδο ένα στρατόπεδο που ήταν γνωστό με τουρκικό του όνομα:Κισλας. Ο Κισλάς, που με βάση την περιγραφή του περιηγητή Λουις Σαλβατόρ στα τέλη του 19ου αιώνα φιλοξενούσε 200-300 στρατιώτες αδρανοποιήθηκε με την έλευση των Βρετανών στο νησί το 1878. Οι ανάγκες ελέγχου είχαν πλεον αλλάξει. Η τακτική του να ανοίγει η Πύλη το πρωί και να κλεινει το βράδυ θεωρήθηκε πεπαλειωμένη από τις βρετανικές αρχές και καταργήθηκε. Λίγο αργότερα, το 1893, μετεξελίκτηκε σε αστυνομικό σταθμό, στον οποιο έδρευαν οι έφιπποι αστυνομικοί/ζαπτιέδες. Για να διευκολυνθεί η διέλευση εντός/ εκτός της πόλης δημιουργήθηκε παραπλευρως της Πύλης το πρώτο άνοιγμα επί των τειχών. Ψηλά στη εσωτερική, δυτική πλευρα του ανοίγματος βρίσκεται χαραγμένη η χρονολογία διάνοιξής του:1879. Αυτος ο τοίχος έχει σήμερα ένα παράξενο «προνόμιο».Μαζί με τον διπλανό προμαχώνα Ρόκκας είναι το μόνο σημείο της Λευκωσιάς όπου οι δύο «πλευρές»¨της πόλης «εφάπτονται» χωρίς τη μεσολαβηση νεκρής ζώνης.Η προέκτασή του ανοίγματος εντός της πολης, η οδός Πάφου υπήρξε για πολλά χρόνια κεντρική εμπορική αρτηρία της Λευκωσίας και σημείο συνάντησης και συνεργασίας των κατοίκων της. Με το διαχωρισμό της πόλης η εμπορίκη αρτηρία μετατράπηκε πρώτα σε πράσινη γραμμή και μετά σε νεκρή ζώνη. Η αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής και τα πρόσφατα βελτιωτικά έργα έδωσαν μια νέα ζωή στην περιοχή, που όμως δεν θα είναι ποτέ πλήρης χωρίς την άρση του σημερινού διαχωρισμού.
Γράφει: Μάριος Επαμεινώνδας