Η «αδιαλλαξία» ως πολιτικός όρος έχει μια υπεραιωνόβια ιστορία στην Κύπρο. Έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της στο δημόσιο διάλογο στα τέλη του 19ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε έντονα στη διάρκεια του λεγόμενου Αρχιεπισκοπικού ζητήματος στις αρχές του 20ου αιώνα.
Όταν, το 1900, απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος ξέσπασε μια πρωτοφανής σε ένταση διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών των δύο επισκόπων που ήταν υποψήφιοι για το θρόνο. Οι παλαιοί, συντηρητικοί και «διαλλακτικοί» εθνικόφρονες πολιτευτές υποστήριζαν τον Επίσκοπο Κυρήνειας Κύριλλο Βασιλείου, άλλως Κυριλλούι. Οι νεότεροι, πιο ριζοσπαστικοί και «αδιάλλακτοι» ενωτικοί πολιτευτές υποστήριζαν τον Επίσκοπο Κιτίου Κύριλλο Παπαδόπουλο, άλλως Κυριλλάτσο. Η διαμάχη κράτησε δέκα χρόνια και τέλειωσε με την κατίσχυση του Κυριλλάτσου και κατ’ επέκταση της αδιάλλακτης ενωτικής παράταξης.
Το –αδιάλλακτο- ενωτικό κίνημα επεκτάθηκε και εδραιώθηκε ανάμεσα στους Έλληνες της Κύπρου κατά τις επόμενες δεκαετίες. Βασικό του αξίωμα ήταν ότι η ένωση έπρεπε να επέλθει χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς, κάτι που μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από τη συνεχή και ανυποχώρητη πίεση πάνω στους Βρετανούς. Ο συγκροτημένος πολιτικός αντίλογος εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας ήταν πολύ περιορισμένος και προερχόταν από μεμονωμένους, «διαλλακτικούς», ενωτικούς πολιτευτές της δεξιάς και από στελέχη της αριστεράς. Με την κατάρρευση των συζητήσεων για αυτοκυβέρνηση το 1948 και τη συστράτευση του ΑΚΕΛ στον αγώνα για την ένωση ο κάθε αντίλογος εκλείπει. Η κανονικοποιήση του αδιάλλακτου ενωτικού αγώνα αφήνει ελεύθερο το –ρητορικό- πεδίο για την χρήση της «αδιαλλαξίας» με μια διαφορετική έννοια… Το συμβολικό φορτίο μετατρέπεται από θετικό σε αρνητικό και το υποκείμενο περνά από το «εμείς» στο «οι άλλοι». Αρχίζει να γίνεται όλο και πιο έντονη η αναφορά στην αδιαλλαξία των Άγγλων, η οποία αποτυπώνεται με ευγλωττία στη γνωστή ρήση του Βρετανού Υφυπουργού Αποικιών Χένρυ Χόπκινσον, ο οποίος δήλωσε, το 1954, πως η αυτοδιάθεση (και η ένωση) «ουδέποτε» θα γινόταν αποδεκτή.
Το ενωτικό κίνημα σύντομα πήρε ένοπλη μορφή με την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ. Εν τω μεταξύ, μια άλλη αδιαλλαξία ήταν υπό εκκόλαψη… Η Τουρκία είχε αρχίζει, με την ενθάρρυνση και της Βρετανίας, να εκδηλώνει την αντίθεση της σε πιθανή αλλαγή του καθεστώτος στην Κύπρο. Έτσι, το 1956, έχουμε τρεις «αδιαλλαξίες» να συγκρούονται στην Κύπρο: «ένωση και μόνο ένωση», «ουδέποτε (αποαποικιοποιήση)» και «διχοτόμηση ή θάνατος». Για ένα ουδέτερο παρατηρητή, γνώστη της διεθνούς πραγματικότητας της εποχής, ήταν φανερό ότι οι δυνατότητες υλοποίησης κάθε μιας από τις αντικρουόμενες προσδοκίες, δεν εξαρτιόταν από το ηθικό της έρισμα, αλλά από τη δύναμη του φορέα της να την επιβάλει. Υπό αυτό το πρίσμα αυτό και λαμβάνοντας υπόψη την ασύγκριτα μεγαλύτερη ισχύ της Βρετάνιας και της Τουρκίας, η επίτευξη της Ανεξαρτησίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιτυχία της Ελληνικής πλευράς.
Η Ζυριχική ανεξαρτησία δεν αποτέλεσε το τέλος της –ρητορικής χρήσης- της «αδιαλλαξίας». Αυτός όρος χρησιμοποιήθηκε συλλήβδην, ειδικά στη μετά 1974 εποχή για να περιγράψει τη «διαχρονική» στάση της τουρκικής πλευράς «από το 1956». Μια προσεκτικότερη ανάλυση μας επιτρέπει να δούμε ότι η «τουρκική στάση» αναδιαμορφώθηκε τουλάχιστον 4 φορές από το 1956 μέχρι το 1974: Αποδοχή ενιαίου δικοινοτικού κράτους το 1960, επιδίωξη ομοσπονδοποίησης με μετακίνηση πληθυσμών μετά την κρίση του 1963, φλερτάρισμα με λειτουργική ομοσπονδία το 1968 και αποδοχή επιστροφής σε ενιαίο δικοινοτικό κράτος (βελτιωμένη Ζυρίχη) το 1973. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των ενδοκυπριακών συνομιλιών (1968-1974) η Τουρκία επέμενε στη διατήρηση πρόνοιας που να απέκλειε την ένωση και τη διχοτόμηση στην όποια νέα συμφωνία, κάτι που προσέκρουε στην «αδιαλλαξία» της ελληνικής/ελληνοκυπριακής να το αποδεχτεί.
Μεταβολές στην «τουρκική στάση» παρουσιάζονται και στην μετά το 1974 εποχή, όμως συσκοτίζονται συστηματικά από την επιμονή αρκετών ελληνοκύπριων «αναλυτών» και πολιτικών να τις καλύπτουν κάτω από τον μανδύα της «αδιαλλαξίας». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «αντίδραση χωρίς όρια» που «υποσχέθηκε» ο κ.Ερτογάν αν εντασσόταν η Κυπριακή Δημοκρατία στην ΕΕ, η οποία τελικά μετατράπηκε σε μη τήρηση του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας, γεγονός που προκαλεί περισσότερα προβλήματα στην Τουρκία παρά στην Κύπρο. Η προσπάθεια για κατανόηση του ότι η «τουρκική πλευρά» είναι αρκετά πιο πολύπλοκη και ρευστή απ’ όσο θέλουν να την παρουσιάζουν οι αδιάλλακτοι λάτρεις της «αδιαλλαξίας», δεν την κάνει απαραίτητα ευκολότερο συνομιλητή. Είναι σίγουρο, πάντως, ότι αν εθελοτυφλούμε στα μεταλλασσόμενα συμφέροντα και θέσεις της Άγκυρας, ειδικά αυτή την εποχή που συντελούνται συνταρακτικές ζυμώσεις στην περιοχή μας, ο πιο μεγάλος χαμένος θα είναι η Κύπρος.
Γράφει: Μάριος Επαμεινώνδας