Κλείνουν φέτος 70 εβδομήντα χρόνια από την υλοποίηση ενός από τα πιο φιλόδοξα προγράμματα υποστήριξης της δημόσιας υγείας που εφαρμόστηκαν ποτέ στην Κύπρο: του προγράμματος για την εξάλειψη της μαλάριας.
Η μαλάρια βασάνιζε τους κατοίκους του νησιού μας και τους επισκέπτες του από την αρχαιότητα. Η αντιμετώπισή της ήταν δύσκολη αφού μέχρι και τον 19 αιώνα η αιτία που την προκαλούσε παρέμενε αδιευκρίνιστη. Όταν η διάδοση της ασθένειας διασυνδέθηκε επιστημονικά με ένα συγκεκριμένο είδος κουνουπιού, τον ανωφελή κώνωπα, στα τέλη του 19ου αιώνα, άνοιξε ο δρόμος για την αποτελεσματική καταπολέμησή της. Πέρασαν μερικές δεκαετίες μέχρι που οι θεωρίες καταπολέμησης να γίνουν έργα και στην Κύπρο. Η Κύπρος «κατάφερε» να μετατραπεί από μια από τις πιο μαλαριογενείς περιοχές του κόσμου τη δεκαετία του ’30 σε μια χώρα «ελεύθερη από μαλάρια» το 1950. Πρωταγωνιστής στην προσπάθεια αυτή που κορυφώθηκε μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ένας άντρας που για την συμβολή του στην εξάλειψη της μαλάριας στην Κύπρο, πήρε το προσωνύμιο «ο μεγάλος ελευθερωτής»: ο Μεχμέτ Αζίζ.
Η μαλάρια
Η μαλάρια ή ελονοσία είναι λοιμώδης ασθένεια που προκαλεί πυρετό ναυτία αδυναμία και ενίοτε οδηγεί στο θάνατο. Είχε παρατηρηθεί από τα παλαιά χρόνια ότι αναπτύσσεται σε θερμές περιοχές που βρίσκονται κοντά σε λιμνάζοντα νερά εξ’ ού και το όνομα ελονοσία (νόσος του έλους). Το λατινογενές όνομα μαλάρια προέρχεται από τις λέξεις mal-air (κακός αέρας) και συνδέεται με τη πεποίθηση ότι η ασθένεια προκαλείτο από τον «κακό αέρα» που υπήρχε κοντά σε ελώδεις περιοχές. Σε διάφορα κείμενα ταξιδιωτών που επισκέφτηκαν την Κύπρο από το μεσαίωνα μέχρι και τον 19ο αιώνα γίνεται αναφορά σε αρκετές περιοχές με «κακό» αέρα. Τέτοιες περιοχές ήταν κυρίως οι πόλεις της Λάρνακας, της Λεμεσού και της Αμμοχώστου. Δεν ήταν ακριβώς ο «κακός αέρας» που προκαλούσε την μαλάρια αλλά κάτι που «έβρισκε» τις περιοχές που είχαν τέτοιο αέρα ιδανικό για την ανάπτυξή του: Το 1894 ο Βρετανός γιατρός Ronald Ross ξεκίνησε μια έρευνα 2 και πλέον χρόνων με την οποία απέδειξε την υπόθεση ότι ο μικροοργανισμός που ενοχοποιείται για την μαλάρια αναπτύσσεται στα κουνούπια (ανωφελής κώνωπας) και διαδίδεται με το τσίμπημά τους.
Ο Ρος στη Κύπρο
Για την συμβολή του στην ιατρική ο Ross βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1902. Έκτοτε δεν σταμάτησε να εργάζεται σε διάφορα πόστα για τη εξάλειψη της μαλάριας. Τον Μάρτη του 1913 ο Σερ Ρόναλτ Ρος, Καθηγητής Τροπικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ πλέον, επισκέφθηκε την Κύπρο κατόπιν πρόσκλησης των βρετανικών αρχών του νησιού. Σκοπός της επίσκεψης του ήταν να συμβουλέψει την τοπική κυβέρνηση για το πώς να εξαλείψει την μάστιγα της μαλάριας από το νησί. Πέρασε ένα μήνα ταξιδεύοντας σε όλη την Κύπρο εξετάζοντας παιδιά που είχαν προσβληθεί από ελονοσία για τον προσδιορισμό του επιπολάσμού της νόσου. O Ross ήξερε ότι οι ελώδεις εκτάσεις, αλλά και οι λακκούβες με θερμό νερό ήταν το πιο πρόσφορο έδαφος για ανάπτυξη των προνυμφών των κουνουπιών που μεταφέρουν το παράσιτο της ελονοσίας. Στην έκθεσή του συνέταξε μετά την επίσκεψή του στο νησί συνέστησε στην κυβέρνηση να κάνει ότι μπορεί για να διασφαλίσει ότι αυτές οι περιοχές αναπαραγωγής θα πάψουν να υπάρχουν. Κατά την παραμονή του στο νησί συνεργάστηκε και έδωσε τα φώτα του σε Κύπριους που ήξεραν καλά αγγλικά και είχαν επιλεχθεί για να τον βοηθήσουν στο έργο του. Ένας απ’ αυτούς ήταν ένας φιλοπρόοδος, 20χρονος νέος από το Καλό Χωριό Λάρνακας, ο Μεχμέτ Αζίζ. Ο Αζιζ έμελλε να πάρει στην σκυτάλη στον αγώνα κατά της μαλάριας λίγο χρόνια αργότερα…
Ο Μεχμέτ Αζίζ
Ο Μεχμέτ Αζίζ εργάστηκε στον τομέα της υγείας και περίθαλψης και διορίστηκε από την αποικιακή κυβέρνηση ως αρχιεπιθεωρητής Υγείας τη δεκαετία του 40’. Μέχρι τότε, με την συμβολή τόσο της κυβέρνησης όσο και των χωρικών αρκετές ελώδεις εκτάσεις είχαν αποξηρανθεί, όμως απέμεναν ακόμα πολλές μικρές εστίες αναπαραγωγής των κουνουπιών. Τα σκλουβέρκα και οι αυτοσχέδιες μέθοδοι απώθησης κουνουπιών δεν προσέφεραν ικανοποιητική προστασία στους κατοίκους της Κύπρου. Ο Αζιζ έχοντας μελετήσει παρόμοιες προσπάθειες για τον έλεγχο της νόσου στην Αίγυπτο σχεδίασε με επιμέλεια την μέθοδο για να εξοντώσει τον ανωφελή κώνωπα σε κάθε σπίτι, σε κάθε χωράφι, σε κάθε πηγάδι, σε κάθε λάντα. Εξασφάλισε χρηματοδότηση από το Ταμείο Αποικιακής Ανάπτυξης, συνέστησε μια ομάδα κύπριων εμπειρογνωμόνων και άλλων εργαζομένων για να υλοποιήσει το πλάνο του. Οι τρεις φάσεις του έργου διήρκησαν από το Απρίλη του 1946 μέχρι το φθινόπωρο του 1948. Με βάση το πρόγραμμα η Κύπρος χωρίστηκε σε 556 τομείς, ο κάθε ένας από τους οποίους καλύφθηκε «βήμα με βήμα» από τους αρμόδιους λειτουργούς. Το έργο τους περιλάμβανε τον μεθοδικό ψεκασμό κάθε εστίας αναπαραγωγής κουνουπιών με το παρασιτοκτόνο DDB και την ταυτόχρονη πρόνοια για αποτροπή επανεγκατάστασης των κουνουπιών στις περιοχές που απολυμάνθηκαν. Στην ενδιάμεση έκθεση που ετοίμασε ο Aziz το 1946 αναφέρθηκε στην αφοσίωση και τη σκληρή δουλειά της ομάδας του η οποία ήταν δύσκολη και μερικές φορές επικίνδυνη. Η εκστρατεία έληξε με πλήρη επιτυχία γεγονός που ανακοινώθηκε επίσημα στις 10 Ιανουαρίου 1950.
Μέτα την επιτυχία του στην καμπάνια καταπολέμησης της μαλάριας ο Αζίζ δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Με την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας επανήλθε στο νησί και εργάστηκε στο Υπουργείο Υγείας για τρία χρονιά. Οι διακονοτικές συγκρούσεις του 63 τον οδήγησαν μοιραία στον τουρκικό θύλακα τις Λευκωσίας όπου εργάστηκε ως προϊστάμενος των τουρκοκυπριακών υπηρεσιών υγείας. Πέθανε το 1991 πλήρης ημερών.
Ένθετο
Η αποικιακή κυβέρνηση τίμησε αφειδώλευτα, όχι όμως άδικα, τον Αζίζ απονέμοντας τους τον τίτλο του Commander of the Most Excellent Order of the British Empire. Ο δε βρετανικός τύπος του 1950 τον αποκάλεσε ίσως με μια δόση υπερβολής, «μεγάλο ελευθερωτή». Ο τονισμός της επιτυχίας της προσπάθειας καταπολέμησης της μαλάριας από τα βρετανικά μέσα ήταν έντονος: η επιτυχία αυτή δεν ανήκε μόνο στον Αζίζ και την ομάδα του, αλλά αντανακλούσε και στη Βρετανία ως αποικιοκρατική δύναμη. Από την άλλη, τo έργο του Αζίζ δεν υποστήριζε τα εθνι(κιστι)κά προγράμματα των κοινοτήτων της Κύπρου που ριζοσπαστικοποιούνταν την δεκαετία του 50. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που τηρήθηκε μια εκκωφαντική σιωπή για το θέμα αυτό από τους τοπικούς φορείς διαμόρφωσης και διαχείρισης της μνήμης.