Home Μαρίνος Σιζόπουλος Εισηγήσεις και επεμβατικά δικαιώματα. Του Μαρίνου Σιζόπουλου

Εισηγήσεις και επεμβατικά δικαιώματα. Του Μαρίνου Σιζόπουλου

sizoepemvatika
Ανεξάρτητα από τις επιμέρους εκτιμήσεις για το βαθμό συγκλίσεων και την «πολιτική συναντίληψη» που κάποιοι αρμόδιοι συστηματικά επικαλούνται, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι συνομιλίες για λύση του κυπριακού εισήλθαν σε κρίσιμη καμπή.


Είναι η στιγμή που θα διαφανεί εάν η Τ/Κυπριακή πλευρά και κατ’ επέκταση η Τουρκία είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε παραχωρήσεις που να καθιστούν όχι απλά τη λύση δυνατή αλλά δημοκρατική, λειτουργική και βιώσιμη. Το τελικό ζητούμενο δεν είναι η λύση , αλλά ποια λύση.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Πρόεδρος διαπραγματεύεται βασικές πτυχές του προβλήματος, καθώς και οι παραχωρήσεις στις οποίες έχει προβεί χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα, οδηγούν την πλευρά-μας σε επικίνδυνες παγίδες.

Μία από αυτές είναι οι εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα, όπου το αντίστοιχο κεφάλαιο θα συζητηθεί τελευταίο.

Λογικά η διεθνής πτυχή του κυπριακού όπως οι εγγυήσεις, τα επεμβατικά δικαιώματα, η απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων θα έπρεπε να προηγηθούν. Στη χειρότερη περίπτωση θα έπρεπε στο πλαίσιο μιας διεθνούς διάσκεψης για το κυπριακό με σωστή σύνθεση όπως κατ’ επανάληψη έχει εισηγηθεί η ΕΔΕΚ, να συζητηθεί παράλληλα με το διακοινοτικό διάλογο που εστιάζεται στην εσωτερική πτυχή.

Αυτή η εξέλιξη θα απεγκλώβιζε το κυπριακό από το δικοινοτικό χαρακτήρα και θα καθιστούσε την Τουρκία εμπλεκόμενο μέρος. Η διαδικασία δυστυχώς που έχει αποδεχθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφήνει την Τουρκία στο απυρόβλητο και της δίνει πρόσθετο πολιτικό πλεονέκτημα.

Ο κίνδυνος που ελλοχεύει και η παγίδευση της πλευράς–μας θα έπρεπε να είχαν προβλεφθεί και να αποσοβηθούν. Εάν και εφόσον η Τουρκία διαμέσου των αρμοδιοτήτων που θα αποκτήσουν οι Τ/Κύπριοι στη διακυβέρνηση του κράτους κατοχυρώσει, άμεσα ή έμμεσα αλλά με αποτελεσματικό τρόπο, τον κηδεμονευτικό και παρεμβατικό-της ρόλο στη λειτουργία του κράτους, δεν είναι καθόλου απίθανο κάτω από την πίεση που θα έχει λόγω του νέου διεθνούς περιβάλλοντος αλλά και της άρνησης της Ελλάδας και της Μ. Βρετανίας να ενταχθούν στις εγγυήτριες δυνάμεις, να αποσύρει το αίτημά της.

Σε αυτή την περίπτωση η τουρκική υποχώρηση θα προβληθεί ως μεγάλη υποχώρηση που δεν θα πρέπει να παραμείνει ανεκμετάλλευτη. Ο λαός-μας θα βρεθεί και πάλι μπροστά σε ένα θανάσιμο δίλημμα. Να αποδεχθεί ή να απορρίψει την προτεινόμενη λύση.

Η αποδοχή θα οδηγήσει σε ένα δυσλειτουργικό κράτος τύπου Βοσνίας με ότι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή κίνδυνο διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, επανάληψη των αντιπαραθέσεων ή/και συγκρούσεων και τελικά στην καλύτερη περίπτωση το αποτέλεσμα θα είναι είτε ένα βελούδινο είτε ένα αιματηρό διαζύγιο που θα οδηγήσει σε μονιμοποίηση και νομιμοποίηση της διχοτόμησης. Στη δε χειρότερη περίπτωση η Τουρκία αξιοποιώντας τα όποια προβλήματα και με πρόκληση που η ίδια θα προκαλέσει (όπως είναι ήδη συνηθισμένη, π.χ. τα χημικά στη Συρία, το βλήμα όλμου στην αγορά του Σεράγεβο) να προχωρήσει στην ολική κατάληψη της Κύπρου.

Η απόρριψη θα χρεωθεί και πάλι στους Ε/Κύπριους ως έλλειψη ενδιαφέροντος για λύση, εξέλιξη η οποία θα διευκολύνει την Τουρκία να προωθήσει το εναλλακτικό σενάριο για αναβάθμιση του ψευδοκράτους σε κρατική οντότητα με ότι αυτό συνεπάγεται.

Είναι καιρός όλοι όσοι διαχειρίζονται το κυπριακό να συνέλθουν. Η λύση του κυπριακού δεν διασφαλίζεται ούτε με επικοινωνιακού τύπου τεχνάσματα, ούτε με ψευδαισθήσεις. Η δυσκολία επίλυσής-του είναι δεδομένη. Επιβεβαιώνεται από τα χρόνια που διαρκεί και τις περιπλοκές που συνεχώς προκύπτουν ως αποτέλεσμα των τουρκικών επιδιώξεων.

Απαιτείται σωστός προγραμματισμός, συνθετική σκέψη, ανάλυση των στόχων της Τουρκίας και καθορισμός στρατηγικής αρχικά για αποτροπή υλοποίησης-τους και στη συνέχεια για διάνοιξη της προοπτικής για δίκαιη, λειτουργική, δημοκρατική και βιώσιμη λύση.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναγκαία προϋπόθεση είναι και η αξιοποίηση όλων των περιφερειακών και ευρωπαϊκών εμπλεκομένων συμφερόντων, καθώς επίσης και της ιδιότητας του πλήρους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα δεδομένα αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς στη διεθνή και περιφερειακή σκακιέρα. Η αναβλητικότητα οδηγεί σε χαμένες ευκαιρίες για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής–μας θέσης και άρα διεκδίκησης της επιθυμητής λύσης μέσα από καλύτερες προϋποθέσεις.

Η Κύπρος μπορεί να είναι μικρή χώρα έχει όμως τη δική-της δυναμική, η οποία πρέπει να αξιοποιηθεί προσεκτικά και στο μεγαλύτερο βαθμό.

Γράφει: Μαρίνος Σιζόπουλος