Λένε ότι η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας. Και έχουν δίκιο. Άν όμως δεν παραδέχεσαι κιόλας την ημιμάθειά σου είναι ακόμη χειρότερο.
Πόσοι άνθρωποι παινεύονται για γνώσεις και ικανότητες που στην πραγματικότητα δεν έχουν, απλά και μόνο για να εξασφαλίσουν μια καλύτερη δουλειά, μια ψηλότερη θέση, ή απλά να ανέβουν στην εκτίμηση κάποιου άλλου. Καταλήγουμε έτσι στο να υπάρχουν σε υψηλές θέσεις πρόσωπα που στην ουσία δε θα έπρεπε να είναι εκεί αφού δεν έχουν τις ικανότητες ή τις γνώσεις που αρμόζουν.
Ένα ιδιαίτερα εμφανές παράδειγμα σήμερα είναι η γνώση των αγγλικών και το πόσο φτωχή είναι σε μια χώρα που όχι μόνο προσφάτως προέδρευσε του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και που καυχιέται τόσο για την άριστη γνώση αγγλικών των κατοίκων της. Κι όμως από απλά πληροφοριακά δημοσιεύματα, σε ανακοινώσεις, δελτία τύπου και ειδήσεις, πινακίδες στους δρόμους και αλλού, μέχρι και στον προφορικό λόγο, αποδεικνύεται όλο και πιο τρανά πως η “άριστη αυτή γνώση της αγγλικής” πολύ απλά δεν υπάρχει. Τα λάθη που παρατηρούνται στα κακογραμμένα αυτά αγγλικά κείμενα δεν είναι μόνο ορθογραφικά, συντακτικά και γλωσσικά, αποδίδονται επίσης και στο γεγονός πως τα κείμενα είναι εμφανώς μεταφρασμένα κυριολεκτικά από τα ελληνικά σε βαθμό που δεν γίνονται καν κατανοητά. Και το χειρότερο βέβαια είναι πως φαίνεται έντονα το γεγονός ότι δεν πέρασαν από διόρθωση ή έστω από μια δεύτερη ανάγνωση όπου σίγουρα θα εντοπίζονταν αμέσως.
Λάθη σαν κι αυτά χαρακτηρίζουν τα αγγλικά κείμενα και του εθνικού πρακτορείου ειδήσεων, κάτι που εκθέτει το δημοσιογραφικό σώμα γενικότερα στα μάτια ξένων δημοσιογράφων που αποτείνονται στο πρακτορείο για ειδήσεις που θα χρησιμοποιηθούν ως βάση ή ως αναφορά για τα δικά τους κείμενα. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο ότι κανείς δεν παραδέχεται ότι όντως τα κείμενα είναι κακογραμμένα, γεμάτα λάθη, αλλά και στο ότι συγχρόνως δεν παρατηρείται καμία απολύτως βελτίωση στην ποιότητά τους. Κι αν οποιοσδήποτε προσφέρει μια συμβουλή ή παρατήρηση για το πως θα μπορούσε να βελτιωθεί το γράψιμο, η νοοτροπία του “βολεμένου” υπαλλήλου υπερισχύει με τη λογική του “ποιός είσαι εσύ που θα μου πεις τη δουλεία μου”.
Είναι κρίμα όμως μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά. Γιατί τέτοια κείμενα – και όχι μόνο – και η ανάλογη αντιμετώπιση τους εκθέτουν όχι μονο τους άμεσα υπεύθυνους, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία στην οποία ανήκουν. Θα έπρεπε άρα η παραδοχή ελλέιψεων και ημιμάθειας να γίνεται η αφορμή για βελτίωση και διόρθωση του προβλήματος, έτσι ώστε η επερχόμενη πιθανή προαγωγή να οφείλεται στις πραγματικές αξίες του καθενός, και η ημιμάθεια του να μην γίνεται απλά αιτία για να διαιωνίζεται το πρόβλημα.
Γράφει:Μαρία-Χριστίνα Δουλάμη